Η πολιτική επιστρέφει πάντοτε σαν φάντασμα. Δεν φεύγει ποτέ πραγματικά, απλώς κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες της καθημερινότητας, περιμένοντας τη στιγμή που κάποιος θα τραβήξει το ύφασμα και θα φανεί ξανά το πρόσωπό της. Η επιστροφή του Αλέξη Τσίπρα στην κεντρική πολιτική σκηνή, μετά τη χθεσινή του ομιλία στο συνέδριο τουν Economist στη Θεσσαλονίκη μοιάζει με το τράβηγμα της κουρτίνας. Ένα πρόσωπο που σημάδεψε τα πολιτικά δρώμενα της χώρας από όταν έκανε την εμφάνισή του ως υποψήφιος για τον δήμο Αθηναίων. Με τα λάθη και τις υπερβολές του, με την ορμή και τις αντιφάσεις του, επανέρχεται σε μια εποχή όπου η πολιτική κουβέντα μοιάζει να έχει παραχωρήσει τη θέση της στην καχυποψία, την αδιαφορία και τον θόρυβο των social media. 

Ο Τσίπρας υπήρξε παιδί μιας γενιάς που μεγάλωσε με τη “Γένοβα” και την ιδέα ότι η ιδεολογία και ο τρόπος ζωής που συνεπάγεται αυτής μπορεί να είναι ταυτόχρονα αντίσταση και πολιτικός δρόμος για το μέλλον. Από τα αμφιθέατρα του Πολυτεχνείου βρέθηκε γρήγορα στα έδρανα του Κοινοβουλίου και έπειτα στο Μέγαρο Μαξίμου. Η άνοδος ήταν ιλιγγιώδης. Για πολλούς ο νεαρός πολιτικός με το ανοιχτό πουκάμισο και την οικεία γλώσσα έφερε τη μυρωδιά μιας άλλης εποχής: της αμφισβήτησης και της ελπίδας. 

Όμως η πραγματικότητα είναι πάντοτε πιο σκληρή από τα όνειρα και την ουτοπία. Η περίοδος της διακυβέρνησης του 2015, με τα δημοψηφίσματα, τις διαπραγματεύσεις και τη συνθηκολόγησε άφησε πληγές και διχασμούς. Έγινε ο πρώτος που μίλησε για διακυβέρνηση, την πήρε κι ο χώρος του βρέθηκε για πρώτη φορά στη μεταπολιτευτική ιστορία της όχι να φωνάζει συνθήματα, αλλά να παίρνει αποφάσεις που πονάνε. Από τη δόξα της εκλογικής νίκης, ο Τσίπρας βρέθηκε στη δίνη της διακυβέρνησης. Από τον ρομαντισμό της ρήξης οδηγήθηκε στον ρεαλισμό της υπογραφής, της αναγκαίας μετάλλαξης και του συμβιβασμού. Εκεί έσπασε και η μαγική εικόνα, γιατί η κοινωνία αδυνατεί να συμβιβαστεί με το ότι ο κόσμος αλλάζει και δε μας ρωτάει. Επιβιώνει όποιος προσαρμόζεται, στο επόμενο βήμα της Θεωρίας της Εξέλιξης του Δαρβίνου. 

Η παραίτησή του από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ το 2023 ήταν μια στιγμή προσωπικής ιστορικής βαρύτητας που έκλεισε αυτο το κεφάλαιο για τον πρώην πρωθυπουργό. Ο άνθρωπος που για χρόνια κυριαρχούσε στον δημόσιο διάλογο αποφάσισε να αποσυρθεί, παραδεχόμενος την ΗΤΤΑ του κι ότι αφήνοντας χώρο να περάσει το “νέο”. Η έξοδος αυτή άφησε πίσω της ένα κενό. Υπαρξιακό, κοινωνικό, αλλά κυρίως πολιτικό. Σαν να έφυγε από το δωμάτιο η φιγούρα που όλοι αγαπούσαν να μισούν ή να λατρεύουν κι έμεινε στη θέση της ένας καθρέφτης που αντανακλά περισσότερο εμάς παρά τον ίδιο. 

Τώρα που κατά τα φαινόμενα επιστρέφει, το τοπίο δεν είναι το ίδιο. Η κοινωνία μοιάζει κουρασμένη, οι πολίτες αποστασιοποιημένοι. Η πολιτική συζήτηση έχει μετατραπεί σε αρένα του διαδικτύου, όπου τα επιχειρήματα χάνονται μέσα σε κραυγές και memes. Τα social media που υποσχέθηκαν κάποτε να δώσουν φωνή στους πολίτες συχνά καταλήγουν να παράγουν μόνο μίσος και ειρωνεία. Στη θέση της κουβέντας για ιδέες, βλέπουμε ένα θέαμα αντιπαραθέσεων σε 280 χαρακτήρες. Στη θέση του διαλόγου, επιθέσεις. Στη θέση της σκέψης, αδιάκοπη καχυποψία. 

Εδώ βρίσκεται και η μεγαλύτερη πρόκληση της επιστροφής Τσίπρα και κάθε πολιτικού που θέλει να μιλήσει με όρους ουσίας, διεκδικώντας την εξουσία και τη διακυβέρνησης της χώρας. Δεν είναι πια αρκετό να μιλάς μόνο για προγράμματα, για μεταρρυθμίσεις ή για δικαιώματα. Πρέπει πρώτα να κερδίσεις το δικαίωμα να σε ακούσουν κι αυτή είναι η πιο δύσκολη αποστολή του. Σε μια εποχή όπου ο πολίτης έχει μάθει να κλείνει τα αυτιά του, να προτιμά το σύντομο βίντεο από την ομιλία, το emoji από την πολιτική ανάλυση, αυτό είναι το πιο “καυτό” κομμάτι. 

Η πολιτική κουβέντα στην Ελλάδα αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς έχει συρρικνωθεί. Όχι γιατί λείπουν τα θέματα, αντιθέτως, η ακρίβεια, η ανισότητα, η κλιματική κρίση, η γεωπολιτική αστάθεια είναι εδώ πιο επείγοντα από ποτέ, αλλά γιατί λείπει η εμπιστοσύνη ότι οι λέξεις μπορούν να αλλάξουν κάτι. Όταν ο πολίτης νιώθει ότι η φωνή του δεν μετρά, τότε μετατρέπει τη συμμετοχή του σε ειρωνεία ή σε αποχή και αυτό το κενό το γεμίζει η τοξικότητα, η οποία βρίσκει πάντα εύφορο έδαφος σε μια χώρα που αγαπά το πάθος, αλλά κουράζεται εύκολα από την ψύχραιμη συζήτηση. 

Ο Τσίπρας επιστρέφει λοιπόν σε μια εποχή που η μεγάλη πρόκληση δεν είναι να πείσει μόνο με ιδέες, αλλά να ξαναφέρει τον κόσμο στο τραπέζι της πολιτικής. Να αποκαταστήσει τη συζήτηση εκεί όπου τώρα βασιλεύει η κραυγή. Να θυμίσει ότι η πολιτική δεν είναι απλώς το θέατρο των αντιπαραθέσεων, αλλά το εργαλείο με το οποίο καθορίζουμε τη ζωή μας. 

Η προσωπική του πορεία τού δίνει και το προνόμιο και το βάρος αυτής της αποστολής. Ένας άνθρωπος που γεύτηκε την εξουσία και γνώρισε την ήττα, που πέρασε από τον ενθουσιασμό της νεότητας στη φθορά της διακυβέρνησης μπορεί να μιλήσει διαφορετικά για τα όρια και τις δυνατότητες της πολιτικής. Πιο ώριμος, πιο ήρεμος, με την ταπεινότητα της εμπειρίας και αφού έχει αξιολογήσει καλά τα δικά του λάθη. 

Το ζήτημα όμως δεν είναι μόνο ο ίδιος… είναι κι εμείς. Είμαστε διατεθειμένοι να αφήσουμε για λίγο το timeline μας και να καθίσουμε στο τραπέζι της πολιτικής; Να μιλήσουμε για το αύριο χωρίς να καταφεύγουμε στο μίσος και στις κραυγές; Να δεχτούμε ότι η πολιτική δεν είναι μια τηλεοπτική σειρά που απλώς παρακολουθούμε, αλλά μια πράξη στην οποία συμμετέχουμε; 

Η επιστροφή του Τσίπρα μπορεί να λειτουργήσει σαν αφορμή. Όχι γιατί θα λύσει τα πάντα, αλλά γιατί υπενθυμίζει ότι η πολιτική κουβέντα είναι απαραίτητη. Αν δεν μιλήσουμε εμείς, θα μιλήσει το κενό κι αυτό είναι πάντα πιο επικίνδυνο από την πιο σκληρή διαφωνία επί θέσεων και προγραμμάτων για το παρόν και το μέλλον. 

Το πρώτο βήμα είναι λοιπόν να επαναφέρουμε την πολιτική στη ζωή μας. Να θυμηθούμε ότι η δημοκρατία δεν ζει μόνο στις κάλπες, αλλά και στις κουβέντες της καθημερινότητας, στα τραπέζια, στις πλατείες, στα πανεπιστήμια, στα καφενεία. Να δώσουμε χώρο ξανά στον λόγο, να μην παραδώσουμε το δημόσιο πεδίο στις κραυγές. Γιατί αν χάσουμε τη συζήτηση (όπως ήδη έχει συμβεί), χάνουμε και την ίδια τη Δημοκρατία. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.