Δεν ξέρω αν το “πρέπει να είμαι ο καλύτερος” γεννιέται ή εμφυτεύεται. Ίσως είναι κάτι που ακούμε σαν ήχο υποβάθρου στην παιδική ηλικία και αργότερα μετατρέπεται σε εσωτερική φωνή. Μια φωνή που βαφτίζεται τελειομανία και δεν ουρλιάζει, αλλά ακούγεται υπόκωφα κι ίσως μονότονα: “όχι έτσι, καλύτερα”. Κι όσο και να διορθώνεις, όσο κι αν προλαβαίνεις, όλο και κάτι δεν θα είναι αρκετό κι όσο πιο πολύ κυνηγάς το άψογο, τόσο πιο πολύ σου ξεφεύγει. 

Η τελειομανία είναι παράξενη παγίδα. Την πουλάνε για αρετή. Τη φοράς σαν μετάλλιο σε συνεντεύξεις, τη ρίχνεις σαν χιούμορ στις παρέες (“είμαι λίγο control freak”), τη νιώθεις σίγουρη φίλη όταν σε πλημμυρίζει η ανασφάλεια, αλλά δεν είναι φίλη. Είναι μια φωνή με το μαχαίρι στο χέρι, που σε κόβει όποτε χαλαρώνεις. “Μπορείς καλύτερα”. “Δεν ήταν αρκετό”. “Σε είδαν”. 

Ο Γκόρντον Φλετ, καθηγητής Ψυχολογίας στον Καναδά, αφιέρωσε δεκαετίες στο να μελετήσει αυτόν τον ύπουλο μηχανισμό. Έχτισε με τον συνεργάτη του, Πολ Χιούιτ ένα μοντέλο που αναγνώρισε τρεις τύπους τελειομανίας: αυτή που απαιτείς από τον εαυτό σου, αυτή που απαιτείς από τους άλλους και αυτή που νομίζεις ότι απαιτούν οι άλλοι από εσένα. Καμιά δεν χαρίζει κι όλες τιμωρούν. 

Το πιο σκληρό; Αυτό που λες στον εαυτό σου δε φωνάζει δε σε χτυπάει σε ροκανίζει. Σου μαθαίνει πως μόνο αν είσαι άψογος, αξίζεις αγάπη. Πως μόνο αν δεν έχεις λάθη, θα σε θέλουν κι εσύ μαθαίνεις να ζεις όχι σαν άνθρωπος, αλλά σαν βιτρίνα. Γυαλισμένος απ’ έξω, με ερωτηματικό το μέσα. 

Η τελειομανία δεν είναι όρεξη για βελτίωση. Δεν έχει χαρά μέσα της δεν είναι κίνητρο, αλλά τελικά ένα είδος άμυνας. Κρύβει φόβο, τον φόβο του λάθους, του ρεζιλέματος, της απόρριψης. Αν κάνεις κάτι τέλεια δε θα σε απορρίψουν. Αν δεν το κάνεις τέλεια, δεν είσαι αρκετός. Τόσο απλό και τόσο βασανιστικό. 

Το πρόβλημα είναι πως στη ζωή δεν υπάρχει μονάχα το τέλειο. Οι άνθρωποι δεν ερωτεύονται το άψογο. Ερωτεύονται το εύθραυστο, το αληθινό, το λίγο στραβό. Όσοι ζουν για να αποδείξουν ότι αξίζουν, ξεχνάνε να ζήσουν. 

Ο Φλετ θυμάται μια ασθενή: υιοθετημένη, μεγαλωμένη με αγάπη. Της είχαν πει: “Σε διαλέξαμε” κι εκείνη το κατάλαβε ανάποδα. “Αν με διαλέξανε, τότε μπορούν και να με επιστρέψουν. Άρα πρέπει να είμαι τέλεια.” Πόσο συχνά κρύβεται αυτή η λογική στην καρδιά ενός παιδιού που δεν τολμά να φανεί ατελές; 

Η τελειομανία ντύνεται με περγαμηνές: καλός μαθητής, επιτυχημένος επαγγελματίας, καλλιεργημένος σύντροφος, αλλά στο βάθος, είναι ένας άνθρωπος που δεν αντέχει να κάνει λάθος, που δεν αντέχει να φανεί λίγος, που δεν αντέχει να αγαπηθεί αν δεν αξίζει πρώτα εκατό φορές. 

Και το τίμημα είναι βαρύ. Κατάθλιψη. Άγχος. Ανορεξία. Μοναξιά. Σιωπηρές κρίσεις πανικού στις τουαλέτες της δουλειάς. Επιθέσεις στον καθρέφτη κάθε βράδυ πριν τον ύπνο. Κι όταν όλα μοιάζουν τέλεια απ’ έξω, μέσα νιώθεις να βουλιάζεις γιατί το τέλειο δεν σε λυτρώνει, τελικά σε φυλακίζει. 

Ο Φλετ σήμερα μιλά για το “αίσθημα του να μετράς”. Όχι γιατί είσαι τέλειος, αλλά γιατί είσαι μοναδικός. Γιατί κάποιος χαίρεται που υπάρχεις, γιατί κάποιος συγκινείται όταν λες την αλήθεια σου. Η σημαντικότητα δεν μετριέται σε επιδόσεις, αλλά σε παρουσία. 

Κι είναι συγκλονιστικό να στέκεσαι απέναντι σ’ έναν άνθρωπο και να του λες: “Με όλα σου τα στραβά, με τα λάθη, τις σιωπές, τα ξέσπασα, είσαι αρκετός.” Χωρίς αστερίσκους, χωρίς πλάνα βελτίωσης, όπως είσαι. 

Δεν ξέρω αν ποτέ θα απαλλαγώ εντελώς από την τελειομανία μου. Αλλά κάθε φορά που λέω κάτι άγαρμπο και ο άλλος γελάει, κάθε φορά που δακρύζω μπροστά σε κάποιον και δεν φεύγει, κάθε φορά που κάνω λάθος και με συγχωρούν, μαλακώνει κάτι μέσα μου. Και τότε θυμάμαι: δεν χρειάζεται να είμαι τέλειος για να αγαπηθώ. Χρειάζεται μόνο να είμαι παρών και ίσως αυτό να είναι το πολυπόθητο αντίδοτο. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.