«At the record company party / On their hands – a dead star
The sycophantic slags all say: / “I knew him first, and I knew him well”»
Smiths – Paint A Vulgar Picture
Πριν από είκοσι (παρά κάτι) χρόνια, τον Απρίλιο του 2003, ο τότε άρτι απολυθείς εκ της στρατιωτικής του θητείας, Φοίβος Δεληβοριάς εμφανίστηκε μαζί με κάποιους άλλους συναδέλφους του μουσικούς στο Gagarin 205 για ένα Μουσικό Μαραθώνιο που διοργάνωσε το μουσικό site Avopolis.gr με σκοπό την συγκέντρωση χρημάτων για μια κοπέλα που έπασχε από καρκίνο. Ο, τότε 30αρης, Φοίβος ανέβηκε στη σκηνή φορώντας ένα κατακόκκινο πουκάμισο, και αφού ερμήνευσε κάποια από τα πιο γνωστά του τραγούδια, στην συνέχεια πήρε το μικρόφωνο και είπε: «Και τώρα θα σας παίξω και ένα τραγούδι από τον νέο μου δίσκο που θα κυκλοφορήσει σε λίγους μήνες. Είναι η πρώτη φορά που το παίζω και ζωντανά». Kαι ακούμε το πρώτο κουπλέ: «Ανήκω κι εγώ στη σωρεία των ανθρώπων / Που βλέπουν τον στρατό σαν κάτι άχρηστο εντελώς».
Ο κόσμος από κάτω, ειδικά το ανδρικό κοινό που ταυτίζεται με την θεματολογία του, ενθουσιάζονται. Μέχρι που φτάνουμε στο ρεφρέν και εκεί ενθουσιάζονται όλοι, νέοι και γέροι, γυναίκες και άνδρες: «Τα μουνιά καπέλα / Οι “πάρε τ’ αρχίδια μου” / Οι “την Παναχαϊκή μου” και τα χεζοβολιά / Να ακολουθούν τα παινεμένα μουνόπανα / Του κώλου τα εννιάμερα κι οι “γάμησέ τα” / Ακόμα πιο μπροστά να είναι οι μαλακοκάβληδες / Οι φτωχομπινέδες κι οι πουτάνας γιοι / Με τύμπανα πιο ‘κει οι ηρωικοί κλαπαρχίδηδες / Τα μαλακιστήρια κι οι κλασομπανιέρες».
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας καλλιτέχνης του διαμετρήματος του Δεληβοριά τολμούσε να πει δημοσίως όλες αυτές τις βρισιές (θυμίζουμε ότι σχεδόν 20 χρόνια πριν τα «μουνιά καπέλα» του Φοίβου, ο Τζίμης Πανούσης στο «Ερωτικό» του επαναλάμβανε σχεδόν δέκα φορές την έκφραση «γαμώ το Χριστό μου»). Ήταν όμως η πρώτη φορά που ένας «εμπορικός» καλλιτέχνης και όχι οι Panx Romana, ας πούμε, απευθυνόταν κατάμουτρα σε έναν τόσο παθογενή τομέα της ελληνικής κοινωνίας όπως ο στρατός. Ο Φοίβος μιλούσε με απόλυτη και αυθόρμητη ειλικρίνεια για ένα πολύ άβολο θέμα, όπως η θητεία και τα λοιπά συμπαρομαρτούντα της. Και είχε πέσει σε όλα μέσα.
Στη συνέχεια, στο τραγούδι «Καθρέπτης» απευθύνθηκε, επίσης ως έπρεπε και απολύτως ορθά, στον ίδιο του τον εαυτό, μιλώντας εξίσου ευθέως για τον απατεώνα άνδρα που κρύβουμε οι περισσότεροι μέσα μας και που «Αντανακλά αυτά που θέλουν οι γυναίκες / κι έτσι τις πείθει ότι είμαι το άλλο τους μισό», σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τις ρίξει στο κρεβάτι. Επίσης, μια γενναία απόπειρα να πετάξει σταδιακά από πάνω του, όπως μου είχε πει χαρακτηριστικά και ο ίδιος, κάθε σημάδι πατριαρχικού mansplaining (έστω της εποχής εκείνης, με τους όρους του 2003) και να καταφέρει να μπορεί να κοιτάξει ξανά τον εαυτό του στον Καθρέπτη του πιο τίμια και αγνά.
Όταν πήρα μια συνέντευξη από τον ίδιο για σκοπό του παρόντος site, την άνοιξη που μας πέρασε και με αφορμή πάντα το νέο το άλμπουμ, το ΑΝΙΜΕ, έσπευσα να του υπενθυμίσω το γεγονός με την «Υβρεοπομπή». Μού είπε ότι θυμόταν φυσικά ξεκάθαρα την περίσταση, αλλά όχι το ότι έκανε τα αποκαλυπτήριά του εκείνην ακριβώς την ημέρα. «Θα έπρεπε να το θυμάμαι ρε γαμώτο», μου είχε πει και στην συνέχεια έσπευσε να με ρωτήσει ευθέως και πριν καν ξεκινήσει η κουβέντα μας «Πώς σου φάνηκε το ΑΝΙΜΕ;». Πέραν του γεγονότος ότι αποτελεί τιμή ο ίδιος ο καλλιτέχνης να ρωτάει την γνώμη σου για το νέο του άλμπουμ (που, στην περίπτωση του Φοίβου, υποθέτω ότι η απορία του είναι γνήσια), εγώ κόμπλαρα. Κόμπλαρα, γιατί το ΑΝΙΜΕ δεν μου άρεσε. Σχεδόν καθόλου. Του είπα λοιπόν, πολύ ευγενικά και εγώ, ότι «θα έγραφα την γνώμη μου για το άλμπουμ μέσα στον ρου της συνέντευξής μας».
Δεν το έκανα ποτέ όμως. Δεν έγραψα ποτέ ότι το ΑΝΙΜΕ είναι ένας καταφανώς μέτριος δίσκος. Ένας εμφανώς αδιάφορος δίσκος, με 2-3 εκλάμψεις ταλέντου του δημιουργού του, αλλά που σε εκπλήσσει με το πόσο ανέμπνευστος ακούγεται. Θέλω εδώ να ξεκαθαρίσω κάτι, για όσους πιθανώς έχουν απορία: Δεν είμαι φίλος με τον Φοίβο Δεληβοριά. Δεν μιλάμε στο τηλέφωνο να πούμε τα νέα μας. Δεν παίζουμε σφαλιάρες. Τον έχω δει αρκετές φορές ζωντανά, του έχω μιλήσει 6-7 φορές και 1-2 ακόμη έχουμε κάνει και μια συνέντευξη. Αυτό. Και είναι κάτι που συμβαίνει για έναν πολύ συγκεκριμένο, και άκρως προσωπικό, λόγο: Δεν πιστεύω ότι ένας άνθρωπος που γράφει για μουσική πρέπει να είναι φίλος με έναν μουσικό, γιατί αυτό είναι κατι που ενδεχομένως να θολώνει την τελική κρίση του (και την μουσική ευθυκρισία του). Π.χ. παλιά είχα κατι πάρε-δώσε, μια πιο στενή τηλεφωνική σχέση ας πούμε, με έναν γνωστό Έλληνα μουσικό (το όνομα του οποίου δεν θα αναφερθεί). Κάθε φορά που αυτός έβγαζε ένα νέο άλμπουμ, εγώ, λόγω ακριβώς την πιο στενής μας σχέσης αλλά και του ότι ήμουν σκληροπυρηνικός «φαν» του, όσο χάλια και αν ήταν το άλμπουμ του, έσπευδα να το εκθειάσω δημοσίως. Πάρε εκεί κάτι 8άρια σε δισκοκριτικές. Οκτάρια που στερούνταν βάσης και τότε αλλά και τώρα. Βασικά, έπεσα σε μια παγίδα που δεν πρέπει να πέφτει κανείς δημοσιογράφος, αν θέλει να είναι τίμιος και σωστός, αρχικά απέναντι στον ίδιο του τον εαυτό και κατόπιν απέναντι στο κοινό που τον διαβάζει; Να «υποκειμενικοποιεί» την άποψη του για κάποιον. Η άποψη πρέπει να παραμένει αντικειμενική, όσο «κολλητάρι» σου και αν είναι ο άλλος.
Εμένα, ο Φοίβος κολλητάρι μου δεν είναι, οπότε γιατί κώλωσα να γράψω την γνώμη μου για το ΑΝΙΜΕ; Στο κάτω κάτω και την άποψη μου την ξέρει για τον ίδιο (υπήρξα και είμαι «φοιβικός») και τού είπα ξεκάθαρα ότι το προηγούμενο του άλμπουμ, η «Καλλιθέα», ήταν το καλύτερο άλμπουμ που έβγαλε στην καριέρα του. Γιατί έφαγα τόση κόμπλα να γράψω ευθαρσώς την γνώμη μου για τον μετριότατο δίσκο ενός ανθρώπου που ναι μεν εκτιμώ ως μουσικό, αλλά δεν είναι καν φίλος μου;
Public Relations are king
Ήθελα εδώ και καιρό να γράψω ένα κείμενο απευθυνόμενο στον Φοίβο και το Έτος Καλλιτεχνικής Αμηχανίας που, κατά την γνώμη μου, περνά.
Σε όσους έλεγα τον προβληματισμό μου ότι ο Δεληβοριάς αυτή την στιγμή μου φαίνεται εντελώς μπερδεμένος, ως καλλιτέχνης, μετά από ένα άνευρο και εν μέρει ανούσιο άλμπουμ αλλά και την ταυτόχρονη έκθεση του στο τηλεοπτικό γυαλί διαμέσου των «Νούμερων», όλοι έσπευδαν να γουρλώσουν τα μάτια τους και να μου πουν, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο εμφατικά:
«Είσαι καλά; Θα γράψεις κάτι εναντίον του Φοίβου; Του Φοίβου που όλοι τώρα, από την ΕΡΤ μέχρι τα “Νέα του Ψαροτούφεκου”, τον εκθειάζουν; Θα πέσουν όλοι να σε φάνε. Στην καλύτερη των περιπτώσεων, ο ίδιος δεν θα σου ξαναδώσει συνέντευξη, στην χειρότερη των περιπτώσεων η ίδια η δισκογραφική του εταιρεία θα σε βάλει στην μαύρη λίστα».
«Και;», τους απαντούσα λακωνικά. «Τι θα γίνει, ακόμη και αν συμβεί αυτό; Τι θα συμβεί αν γράψω ότι τα «Νούμερα» δεν βλέπονται;»
[Ειρήσθω εν παρόδω, μπορεί κανείς να μου πει τι ακριβώς πραγματεύονται τα «Νούμερα», γιατί δεν έχω καταλάβει τον Χριστό μου;]
Για αρχή να πω ότι αφενός δεν έχω τον Φοίβο για τέτοιο άτομο –πιστεύω δηλαδή ότι θα συνέχιζε να μου μιλάει και να μου δίνει συνεντεύξεις. Είναι ένας έξυπνος άνθρωπος που δεν χρειάζεται γύρω του ούτε αυλοκόλακες, ούτε τύπους σαν εκείνο τον υπηρέτη του Δαρείου, να του υπενθυμίζει στο αυτί κάθε μέρα «Αφέντη, μην ξεχνάς τον Τσάβαλο». Και δεν τον έχω για τύπο που θα μου το κρατούσε μανιάτικο επειδή δεν μου άρεσε ένα άλμπουμ του. Που έχουμε ξεσκιστεί να ακούμε Δεληβοριά από το 1997. Επίσης, ως γνήσιο πνευματικό παιδί του τεράστιου Χατζιδάκι, θεωρώ ότι θα ενστερνιζόταν τα λόγια του Μάνου, που σε μια εκπομπή, στο Τρίτο Πρόγραμμα, είχε κάποτε δηλώσει ότι «[εμείς οι καλλιτέχνες] δεν χρειαζόμαστε κόλακες, περισσότερους ειλικρινείς ανθρώπους χρειαζόμαστε». Κατά δεύτερον, έχοντας μια στενή σχέση με τα παιδιά της δισκογραφικής του εταιρείας, και πάλι πιστεύω ότι δεν θα συνέβαινε τίποτα απολύτως. Η Inner Ear ήταν, είναι και παραμένει η πιο συνεπής εγχώρια δισκογραφική εταιρεία, γεμάτη με ανοικτά μυαλά που λειτουργούν περισσότερο με όρους ανόθευτης μουσικοφιλίας, παρά με όρους δημοσίων σχέσεων.
Να’ την η μαγική λέξη στην οποία ήθελα να καταλήξω: δημόσιες σχέσεις. Την μισώ αυτή την λέξη. Και όταν την χρησιμοποιώ στην συγκεκριμένη περίσταση να το ξεκαθαρίσω εξ’ αρχης: δεν εννοώ τις δημόσιες σχέσεις που κάνει ο ίδιος ο Φοίβος ή η δισκογραφική του απέναντι σε εμάς τους δημοσιογράφους, αλλά αποκλειστικά και μόνο οι δημόσιες σχέσεις που κάνουν οι γύρω από τον Φοίβο κτίζοντας την σχέση τους μαζί του. Πιθανώς φουσκώνοντάς του τα μυαλά για πράγματα που ενδεχομένως να μην μπορεί ακόμη να «αγγίξει», καλλιτεχνικά. Σίγουρα «γλείφοντας» τον πατόκορφα, από την κορφή ως τα νύχια για όλα όσα κάνει και συγγνώμη για το vulgar picture που μόλις απεικόνισα, αλλά ο Morrissey τα έχει γράψει αυτά πολύ πριν συμβούν στην Ελλάδα, από το 1987 κιόλας.
Θα δώσω ένα παράδειγμα δημοσίων σχέσεων: έχω βγει το καλοκαίρι για ποτά στο Galaxy της Σταδίου με έναν γνωστό. «Θάβουμε» μαζί το άλμπουμ του Φοίβου. Το περνάμε από «γενεές 14». Εγώ του λέω ότι πέραν τριών όντως πολύ αξιόλογων τραγουδιών, το υπόλοιπο είναι απλά fillings, «γεμίσματα» δηλαδή, εκείνος το χοντραίνει και, υποβοηθούμενος από τα ρούμια που έχει πιει, μου λέει ότι το ΑΝΙΜΕ είναι «ο ορισμός τους αδιάφορου» (συμφωνώ μαζί του), «ένα άλμπουμ για τον πούτσο» (πολύ υπερβολικός ο χαρακτηρισμός) και «δεν κάνει ούτε για σουβέρ» (επίσης υπερβολικό, για σουβέρ χρησιμοποιώ συνήθως τα τελευταία άλμπουμ των Red Hot Chili Peppers).
Φεύγουμε κατά τις 3 το πρωί από το μπαρ, πάμε σπίτια μας και εγώ μαθαίνω μετά από κάνα μήνα ότι ο άνθρωπος αυτός που έθαβε επί μιάμιση ώρα τον Φοίβο και το άλμπουμ του, θα κάνει ένα cameo ολίγων δευτερολέπτων σε ένα επεισόδιο από τα «Νούμερα» [που δεν ξέρω αν έχει παιχτεί καν ακόμη]. Δεν είναι κακό αυτό –ας το κάνει. Μια χαρά. Αλλά αν ο Φοίβος τον ρωτήσει, όπως και εμένα αντίστοιχα, την γνώμη του για το ΑΝΙΜΕ, τι να του είπε άραγε; Εγώ νομίζω ότι άλλαξε ευσχήμως την κουβέντα και θα την γύρισε στα «Νούμερα». Τα οποία, ειλικρινά, θέλω κάποιος να μου πει τι πραγματεύονται, γιατί ακόμη δεν έχω καταλάβει. Δηλαδή, έχω καταλάβει μέσες άκρες, αλλά το τελικό αποτέλεσμα που προκύπτει στο γυαλί (όπως και η ακρόαση του ΑΝΙΜΕ) είναι σε κάποια σημεία τόσο αμήχανο που καταντάει «κριντζ».
Και κριντζάρω ακόμη περισσότερο όταν θυμάμαι τα λόγια του ίδιου του Φοίβου, όταν τον περασμένο Απρίλιο μού ανακοίνωνε την ιδέα για τα «Νούμερα»: «Θυμάσαι την τηλεοπτική σειρά «Extras» του Ricky Gervais; Ε, θέλω να κάνω κατι παρόμοιο: έναν αποτυχημένο καλλιτέχνη / μουσικό που προσπαθεί κάπως να ναυπηγηθεί μέσα στην σωουμπίζ. Και σε κάθε επεισόδιο θα έχω και από έναν καλεσμένο, όπως είχε ο Gervais τον Μπάουι, τον Ιαν Μακέλεν και τον Κρις Μάρτιν». Έφυγα από την συνέντευξη και δεν πίστευα στα αυτιά μου: ο Φοίβος ήθελε να κάνει το ελληνικό Extras, μια από τις αγαπημένες μου σειρές όλων των εποχών.
Και τελικά κατάντησε, άγνωστο πως [ίσως να του έβαλαν και «χέρι» στο σενάριο, αν και ο ίδιος με είχε διαβεβαιώσει ότι αυτό δεν θα συνέβαινε], να κάνει τα «Νούμερα». Που προσπαθεί και ο ίδιος πολύ φιλότιμα να το υπηρετήσει όλο αυτό υποκριτικά, με όσες ικανότητες διαθέτει (γιατί είναι φύσει και θέσει θεατράλε και σαν άνθρωπος ο Φοίβος), αλλά τελικά αυτό που, κατά την γνώμη μου, προκύπτει είναι ένα καθαρόαιμο sit-com, χωρίς όμως να διαθέτει ούτε ένα από τα δυο συστατικά του όρου: ούτε το «καταστασιακό» (situation), ούτε πολύ περισσότερο την κωμωδία (comedy).
Είναι ένα νωθρό, αργοκίνητο πράγμα, κάπως σαν το άλμπουμ ΑΝΙΜΕ που προσπαθεί να παραμείνει στα αυτιά σου (και αντίστοιχα στα μάτια σου), αλλά πασχίζει και πασχίζει και βαρυγκωμεί και τελικά μένει αυτό πρώτο από βενζίνη προτού καν προλάβεις εσύ να κουραστείς.
Ο Φοίβος του 2002-2003 μιλούσε με απόλυτη και αυθόρμητη ειλικρίνεια για μερικά πολύ άβολα και αμήχανα ζητήματα όπως ο στρατός και η ανδρική σεξουαλικότητα.
Πλέον όμως, ο Φοίβος του 2022-2023 τα μόνο που καταφέρνει είναι να μιλήσει με έναν πολύ άβολο και αμήχανο τρόπο για ελάχιστα θέματα που χρήζουν μιας ειλικρινούς συζήτησης και κουβέντας.