«Ασ’ τους να διαδηλώνουν. Κάποια στιγμή θα κουραστούν».
Αυτή είναι η κυνική, αλλά άκρως ρεαλιστική ατάκα περί protest fatigue που στις αρχές της δεκαετίας του ’70 είχε εκστομίσει, εν είδη συμβουλής, ο Χένρι Κίσινγκερ στον Ρίτσαρντ Νίξον, όταν ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ τού είχε επισημάνει ότι «καθημερινά έχει να αντιμετωπίσει χιλιάδες διαδηλωτών στους δρόμους [που διαμαρτύρονταν για την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο του Βιετνάμ]».
«Πρόεδρε, ασ’ τους να διαδηλώνουν. Κάποια στιγμή θα κουραστούν», του είχε πει ο, ακραιφνής θιασώτης της realpolitik, Κίσινγκερ και ο Νίξον δεν τον πολύ-άκουσε και συνέχισε να στέλνει αστυνομικούς και τον στρατό για να καταστείλουν τις διαδηλώσεις.
Ωστόσο, ο Κίσινγκερ είχε δίκιο, όταν είχε αναφερθεί στον παράγοντα του protest fatigue – ενδεχομένως και να επινόησε και τον σύγχρονο αυτόν όρο.
Αν λοιπόν έχετε κουραστεί, σωματικά και ψυχικά, να διαδηλώνετε μέρα παρά μέρα για κάποια σοβαρή αιτία και λόγο, είστε απόλυτα δικαιολογημένοι. Γιατί ενδεχομένως να πάσχετε από protest fatigue.
Το νιώθω και εγώ, άλλωστε. Τους τελευταίους μήνες έχω κατέβει στους δρόμους για πάνω από 7-8 αφορμές, από τα Τέμπη και τις πυρκαγιές στον Έβρο μέχρι τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας και την επέτειο των δέκα ετών από την δολοφονία του Παύλου Φύσσα.
Όταν ήμουν στο δρόμο, δεν ένιωθα καμία κούραση ή εξάντληση. Το αντίθετο.
Όταν όμως γυρνούσα στο σπίτι και είχα να αντιμετωπίσω την φροντίδα ενός νοικοκυριού, ενός 7χρονου παιδιού το οποίο βλέπω μέρα παρά μέρα, συν την ανάγκη για ξεκούραση, ύπνο και κατόπιν, το επόμενο πρωί, καθαρό μυαλό προκειμένου να μπορώ να σκεφτώ και να γράψω τα κείμενα και τα άρθρα για τα οποία είμαι επιφορτισμένος, τότε το σύστημα άρχισε να «κρασάρει».
Και τότε ήταν που συνειδητοποίησα το εξής: ότι «κάποιος», εν τη απόλυτη και «Κισινγκέρεια» (sic) γνώση του, με άφησε να διαδηλώσω.
Και να διαδηλώνω.
Και να διαδηλώνω.
Μέχρι που κουράστηκα, όντως.
Γιατί εκτός από τα όποια πολιτικά μας δικαιώματα και τις κοινωνικές μας υποχρεώσεις απέναντι στις ευάλωτες ομάδες, έχουμε και ζωές.
Και υποχρεώσεις. Και παιδιά.
Και δεν είμαστε πλέον 20-25 ετών, να «βαράμε προσοχές» κάθε μέρα στις πορείες. Είμαστε 45 ετών.
Και κάποια στιγμή, νομοτελειακά, αφού ξεσηκωθείς εσύ απολύτως δικαιολογημένα εναντίον της Χ,Ψ κυβέρνησης, κατόπιν θα ξεσηκωθεί εναντίον σου και ο ίδιος ο οργανισμός σου, οι αντοχές και η stamina σου.
Ισως να φταίει, υπέθεσα, το ότι δεν είμαι Γάλλος, αλλά Έλληνας.
Γιατί, αν δεν το γνωρίζετε, κανείς άλλος λαός δεν εξεγείρεται όπως οι Γάλλοι.
«Στασιμοί μισθοί; Σπάστε μια τράπεζα. Ελιτίστικες εκπαιδευτικές πολιτικές; Κάψτε μερικά αυτοκίνητα. Προκλητική βασιλική οικογένεια; Επανάσταση!», γράφαμε τις προάλλες σε αντίστοιχο άρθρο εδώ στο Olafaq.
Το protest fatigue όμως, δηλαδή η δικαιολογημένη ψυχοσωματική κούραση που προκύπτει από το συνεχές μπες-βγες για να διαμαρτυρηθείς στους δρόμους, είναι ένα φαινόμενο υπαρκτό, ειδικά τα τελευταία χρόνια, που τα διάφορα κινήματα εξεγείρονται όλο και πιο συχνά, όλο και πιο δυναμικά απέναντι σε διάφορες μορφές πολιτικής αυθαιρεσίας και αυταρχικής διακυβέρνησης.
Η δε ψυχολογική κούραση ακολουθεί την όποια σωματική – ειδικά όταν βλέπεις ότι με το να είσαι νυχθημερόν στους δρόμους, ουσιαστικά δεν αλλάζει και τίποτα (ή, έστω, αλλάζει σπανιότατα) μέσα σε ένα εξαιρετικά διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, όπου τα ΜΜΕ αβαντάρουν την εξουσία και η Δικαιοσύνη «κάνει πλάτες» στην πολιτική και πολιτειακή ηγεσία.
Το πιο πρόσφατο, ξεκάθαρο παράδειγμα του φαινομένου της «κόπωσης των διαδηλώσεων» είναι η Πορεία των Γυναικών το 2020 στις ΗΠΑ. Το 2017, η πρώτη Πορεία Γυναικών οργανώθηκε ως «απάντηση» στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ. Οι άνθρωποι βγήκαν στους δρόμους σε όλη τη χώρα, αξιοποιώντας ειρηνικά τη συλλογική τους πολιτική δύναμη. Μόνο στην Ουάσινγκτον, υπήρχαν κάπου μεταξύ μισού και ενός εκατομμυρίου διαδηλωτών. Ήταν, και εξακολουθεί να είναι, μία από τις μεγαλύτερες διαδηλώσεις στην ιστορία των ΗΠΑ.
Το 2020 όμως, η ιστορία εξελίχθηκε πολύ διαφορετικά για την (ίδια) Πορεία των Γυναικών καθώς μόνο μερικές χιλιάδες κατέβηκαν να διαδηλώσουν.
Η κόπωση είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα που μαστίζει τις διαδηλώσεις και εκτός ΗΠΑ. Από τη Χιλή, το Λίβανο, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Λευκορωσία, την Ινδία, την Κολομβία και την Ισπανία, αυτό που γίνεται μέρα με την ημέρα όλο και πιο σαφές είναι το ότι, όταν περνάς 8-10 μέρες στους δρόμους διαδηλώνοντας για κάτι που πιστεύεις ότι αξίζει, έχει μια επίπτωση πάνω σου.
Όπως επίσης και το ότι πολλοί άνθρωποι δεν μπορούν να κατεβούν στους δρόμους για μεγάλα χρονικά διαστήματα επειδή πρέπει να επιστρέψουν στις δουλειές τους και να συντηρήσουν τις οικογένειές τους. It’s the capitalism, stupid!
Το protest fatigue «σκοτώνει» αργά και βασανιστικά τα λαϊκά κινήματα
Για το λόγο αυτό και πολλοί θεωρούν ότι θα πρέπει επειγόντως να αλλάξει ο τρόπος με τον οποίο διαδηλώνουν οι άνθρωποι προκειμένου να διατηρήσουν τη όποια δυναμική τους.
«Πρώτον, οι διαδηλωτές θα πρέπει να καθορίσουν τόσο βραχυπρόθεσμους όσο και μακροπρόθεσμους στόχους. Πολλές διαμαρτυρίες θεωρούν την υποβολή βραχυπρόθεσμων, μικρότερων αιτημάτων ως ένα είδος “μεσοβέζικης κίνησης” που δεν θα πρέπει να υποστηριχθεί σθεναρά. Όμως οι βραχυπρόθεσμες νίκες απλώς βοηθούν στην παροχή κινήτρων για τους διαδηλωτές να οργανωθούν για μακροπρόθεσμες, διαρθρωτικές αλλαγές», αναφέρει σχετικό άρθρο γνώμης στο OWP.
«Δεύτερον, οι διαδηλωτές πρέπει να χρησιμοποιήσουν μια πολύ πιο πολύπλευρη στρατηγική. Η καθημερινή διαμαρτυρία στους δρόμους μπορεί να είναι σωματικά εξαντλητική, όπως έδειξαν οι πρόσφατες διαδηλώσεις στη Χιλή. Αντ’ αυτού, θα μπορούσαν π.χ. να διαμαρτύρονται κάποιες ημέρες και να συμμετέχουν σε συγκεντρώσεις της τοπικής κοινότητας, ή σε εκστρατείες στρατολόγησης σε άλλες -κάτι που μπορεί να βοηθήσει ώστε οι διαδηλώσεις να είναι λιγότερο κουραστικές για τους συμμετέχοντες. Τέλος, η δημιουργία συμμαχιών είναι σημαντική. Οι διοργανωτές θα πρέπει να προσπαθήσουν να συνδεθούν με άλλες οργανώσεις και ομάδες που συσπειρώνονται γύρω από παρόμοια ή αλληλένδετα ζητήματα. Ορισμένοι φοβούνται ότι αυτό θα αποδυναμώσει την στόχευση των αρχικών διαμαρτυριών τους. Στην πραγματικότητα όμως, η διεύρυνση του πεδίου της διαμαρτυρίας δημιουργεί μεγαλύτερες βάσεις υποστήριξης για τον κοινό σκοπό», καταλήγει το άρθρο.
Προκειμένου αυτά τα νέα κοινωνικά κινήματα να έχουν αποτέλεσμα, πρέπει να βρουν έναν τρόπο να υπερβούν τα όποια κομματικά όρια και να απλωθούν ακόμη και σε πληθυσμό με κομματικά αντίθετες απόψεις.
«Το ζήτημά μας είναι όσοι ασχολούνται πραγματικά με τα κοινά, να μην επιστρέψουν σπίτια τους και να κάνουν ζάπινγκ στην τηλεόραση, αλλά να παραμείνουν πιστοί στις γραμμές άμυνας των κοινωνικών αυτών κινημάτων», καταλήγει εμφατικά ο Heaney.