Ποια είναι τα στοιχεία της μεσογειακής ψυχοσύνθεσης και της προσωπικότητάς μας που μας καθιστούν «ροκ» ως λαό;
Είναι η (ψευτο)μαγκιά μας, η διάθεση μας να «αρπαζόμαστε» συνεχώς, το ότι δεν μπαίνουμε εύκολα σε καλούπια, το ότι αμφισβητούμε τα πάντα και τους πάντες γύρω μας, ότι είμαστε κακομαθημένοι καλοπερασάκηδες ή το ότι είμαστε απ’ τη φύση μας ξερόλες;
Δεν παίρνουμε θέση κατά πόσο αυτά που έχουμε ως χαρακτηριστικά είναι καλά ή κακά: κάποια είναι θετικά, κάποια όχι. Αλλά όμως όλα αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω είναι χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Έλληνα, με τα ωραία και τα στραβά του, όλα μαζί, να πλέκουν το κουβάρι της ελληνικής ψυχοσύνθεσης.
Είμαστε, πάντως, ένας ροκ λαός.
Ζούμε και λειτουργούμε στην καθημερινότητα μας καθ’ εικόνα και ομοίωση του κάθε ροκ σταρ που βλέπουμε στις τηλεοράσεις και διαβάζουμε στα περιοδικά και τις εφημερίδες. Ζούμε όπως ο κάθε Πιτ Ντόχερτι, έχουμε τις παράλογες απαιτήσεις ενός Μικ Τζάγκερ, το τουπέ της Μαντόνα, την έμφυτη αλαζονεία του Μπόνο, και την εκτός κανόνων συμπεριφορά του Αντονι Κίντις. Κι αυτό δεν είναι κάτι που μας προέκυψε τελευταία: είναι κάτι που το επισημαίνει, «από αρχαιοτάτων χρόνων» (όπως θα έλεγαν και οι καθηγητές μας) ακόμη και ο Πλάτων, ο οποίος αναφέρει στον «Τίμαιο», ότι «οι Έλληνες είναι σαν ζωηροί, ατίθασοι έφηβοι: έχουν τις χάρες ενός παιδιού αλλά και τα προβλήματα ενός κακομαθημένου εφήβου».
Τα ξεχωριστά κεφάλαια της «ροκ» ψυχοσύνθεσής μας
Κεφάλαιο 1: Η ξερολίαση
Δεν είναι ροκ να το παίζεις ξερόλας και γνώστης επί παντός επιστητού; Εδώ κοτζάμ Coldplay, λέει, απέλυσαν τον πρώτο τους μάνατζερ επειδή – μα τι θράσος! – είχε γνώμη πάνω στη δουλειά ΤΟΥ. Όχι στη δουλειά ΤΟΥΣ. Στη δουλειά ΤΟΥ. Μοιάζοντας με τον κλασικό Έλληνα που είτε είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, είτε ένας απλός υδραυλικός, θα σου πει την εμπεριστατωμένη του γνώμη για όλα. Φέρνεις τον ηλεκτρολόγο να σου φτιάξει το ψυγείο και καταλήγεις να παίρνεις συμβουλές απ’ αυτόν σχετικά με το πως να αντιμετωπίσεις το συνάχι που σε ταλαιπωρεί την τελευταία εβδομάδα. Ή, απλώς, εμπιστεύεσαι, με κλειστά μάτια, τα αθηναϊκά free press, τα οποία θα σου πουν (γιατί αυτά ξέρουν όλα τα μυστικά) που να διασκεδάσεις και να φας καλά σε κάθε δυσπρόσιτη γωνιά της πόλης. Υπάρχει κάτι που δεν το γνωρίζετε, αλήθεια; Και, στο τέλος, υπάρχει κι εκείνη η κατηγορία του Έλληνα, που βγάζει τον ροκ σταρ που κρύβει μέσα του, βρίζοντας τους πολιτικούς, την πολιτεία και την πλουτοκρατία για όλα τα σκατένια γύρω του, όπως ακριβώς ο Ντέιβιντ Λι Ροθ των Van Halen που, μετά από μια συναυλία τους, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, απέλυσε τον υπεύθυνο σκηνής της μπάντας, επειδή θεώρησε πως ευθύνεται αυτός ο κακόμοιρος που επί ένα δίωρο δεν του έβγαινε η σωστή φωνή, αλλά ο αέρας που έπνεε πουνέντης.
Part 2: Η καλοπέραση
Ήπιαμε το πρώτο μας κρασί στα επτά μας χρόνια, κερασμένο απ’ τον πατέρα μας κι αυτό μας κάνει όλους παιδιά ενός Ορέστη Μακρή. Όμορφα. Γιατί έτσι εξηγείται όλη αυτή η παροιμιώδη μας ροπή προς την καλοπέραση, την πληθωρικότητα στη διασκέδαση και τις πάσης φύσεως καταχρήσεις, όπως οι ροκ σταρ που ζουν μια larger than life πραγματικότητα, μέχρι να κολλήσουν κάνα αφροδίσιο ή να πεθάνουν από κίρρωση του ήπατος ή καρκίνο των πνευμόνων –όλα μεσ’ το παιχνίδι είναι, άλλωστε. Είμαστε οι ροκ σταρ της ευρωζώνης όσον αφορά την κατανάλωση τσιγάρου και αλκοόλ και έτσι όπως πάμε, θα κάνουμε αίτηση στο Γκρήνουιτς ν’ αυξήσει τις νυχτερινές ώρες από 6-7 σε άνω των 10, ώστε να μπορούμε να «τραβήξουμε» για λίγο ακόμη τα κραιπαλιάσματά μας. Ξέρετε τι άλλο είναι ίδιον των ροκ σταρ; Να ζεις σύμφωνα με τη λογική της ήσσονος προσπάθειας, προσπαθώντας να επιτυχείς το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με το μικρότερο δυνατό κόπο και προσωπικό κόστος. Είμαστε η χώρα που κατέχει, εκτός Αγγλίας φυσικά, τα πρωτεία στο τζόγο και το στοίχημα, τα καζίνα μας είναι γεμάτα δυνητικούς νεόπλουτους και στο μυαλό όλων μας στριφογυρίζει σχεδόν σε καθημερινή βάση η σκέψη «πότε επιτέλους θα γίνω κι εγώ πλούσιος κερδίζοντας το Τζόκερ;» Είσαι ροκ όμως. Ή, τουλάχιστον, αυτό νομίζεις πως είσαι αν αγοράζεις πιο πολλά αντικείμενα απ’ όσα μπορείς να καταναλώσεις μηνιαίως, όπως θα έκανε κάθε ροκ σταρ με λεφτά σαν τον Ελτον Τζον, που, ένας Θεός ξέρει μόνο τι σκατά χρειαζόταν 2000 καπέλα και άλλα τόσα γυαλιά στη ντουλάπα του. Αντίστοιχα, μόνο ένας σταρ του βεληνεκούς του Φρέντι Μέρκιουρι ή του κυρ-Μήτσου απ’ τη διπλανή πολυκατοικία θα χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του για να πάει δύο τετράγωνα παρακάτω, να αγοράσει τσιγάρα.
Μέρος 3ο: Το τσίτωμα και τα νεύρα
Αν υποθέσουμε πως ένας εξωτερικός παρατηρητής έχει αράξει σε κάποια γωνιά της Λεωφόρου Κηφισίας και τσεκάρει την οδηγική μας συμπεριφορά, θα είχε φρίξει με την εικόνα του μέσου έλληνα οδηγού: νευρικός, με το ένα του χέρι κολλημένο μόνιμα στο κιβώτιο ταχυτήτων και το άλλο έτοιμο να εκπαραθυρώσει μια μεγαλοπρεπέστατη μούντζα προς κάθε διαθέσιμο συνάδελφο που θεωρεί πως του κόβει το δρόμο προς το έπαθλο της ανοιχτής παλάμης. Έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να στήσουμε τσαμπουκάδες για ψύλλου πήδημα, έχουμε αναγάγει τον ψυχιατρικό όρο , την «οργή του δρόμου» σε δική μας επιστήμη, κατ’ εργολαβία. Οι δε οικογενειακές μας σχέσεις, αυτές κι αν είναι εντελώς ροκ, όπως αυτές του Μάρβιν Γκέι με τον πατέρα του -και μετέπειτα φονιά του: πόσες φορές έχουμε πλακωθεί με τη μάνα μας ή τα αδέλφια μας στο σπίτι και μας ακούει όχι μόνο όλη η πολυκατοικία μας ή το διπλανό τετράγωνο, αλλά μας παίρνουν τηλέφωνο από τη Φλώρινα να μας πουν να το βουλώσουμε; Κι επειδή συχνά δεν μπορούμε να ξεσπάσουμε πάνω στη γυναίκα μας, για να εκτονωθούμε, όπως σε εκείνο το παλιό ανέκδοτο με τον Πόντιο, πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στο γήπεδο. Η γηπεδική μας συμπεριφορά πρέπει να είναι απ’ τις χειρότερες σε όλη την Ευρώπη (άντε να μας φτάνουν οι Ιταλοί σε αυτή), βρίζουμε μάνες, πατεράδες, σόγια ολόκληρα και μαζί κατεβάζουμε όλα τα καντήλια του Αγίου Όρους, όχι για να βοηθήσουμε την ομάδα μας, αλλά απλά για να δείξουμε σε όλους τους γύρω μας πόσο ροκ είμαστε ως οπαδοί.
Chapter 4: Η αμφισβήτηση
Ο Έλληνας, απ’ τη στιγμή που πρωτοέμαθε στο σχολείο πως είχε τον Τούρκο 400 χρόνια πάνω απ’ το κεφάλι του, θεωρεί καθήκον του να αντιστέκεται και να αμφισβητεί όλους κι όλα γύρω του: από μικρός κατεβαίνει σε πορείες για το παραμικρό, για το όνομα μιας μικρής, γειτονικής χώρας, για τα σχολικά του δικαιώματα ή για έναν κούρδο ηγέτη, το όνομα του οποίου δεν έχει ξανακούσει, ακόμη και για το τι συμβαίνει 5000 μίλια μακριά απ’ τη χώρα του, ενώ εδώ, καλά καλά, δεν έχει λύσει τα ζητήματα μέσα στην ίδια του την πατρίδα. Όπως ο ροκ σταρ που πιστεύει πως όλοι γύρω του είναι άχρηστοι και πως μόνο η δική του εξαφάνιση από το πρόσωπο του πλανήτη αυτού θα προκαλούσε φαινόμενα μαζικής υστερίας. Δοκίμασε να πεις σε έναν μουσικό πως η «φωνή του δεν ακούγεται». Θα κάτσει και θα σου αναλύσει, ανάμεσα σε new age μαλακίες και θεωρίες συνωμοσίας, το πόσο τον επιβουλεύονται όλοι όσοι τον μισούν και θέλουν να τον καταστρέψουν. Σαν να βλέπω μπροστά μου όλους αυτούς τους τηλεπροφήτες με τα βιβλία-μούφα, πάνω στα οποία έχουν χτίσει την καριέρα (;) τους. Αλλά δεν φταίνε αυτοί: φταίνε όσοι τα αγοράζουν. Το πόσο αμφισβητίες είμαστε, φαίνεται κι από κάτι τόσο απλό: όσα χρόνια δουλεύω ως dj σε μαγαζιά, δεν έχω συναντήσει ούτε έναν (1) μαγαζάτορα που να μην μου «βάλει χέρι» στη μουσική που ΕΚΕΙΝΟΣ θέλει να παίζω και σε κάθε μου dj set θα υπάρχουν στάνταρ 1-2 τύποι που θα έρθουν να κάνουν την παραγγελία τους για ένα κομμάτι, λέγοντας μου υποτιμητικά «ρε φίλε, τι παίζεις;»
Εδάφιο 5: Εκτός κανόνων
Ίσως τελικά αυτά τα 400 χρόνια σκλαβιάς να μας έκαναν τόσο παραβατικούς και ανίκανους να μπούμε σε καλούπια και κουτάκια. Σε μια εποχή που τα ναρκωτικά ήταν παράνομα σε όλο τον κόσμο και ακόμη και τα αμερικανικά μπλουζ δεν είχαν ασχοληθεί καν με αυτά, οι έλληνες ρεμπέτες, πιο ροκ απ’ οποιονδήποτε άλλο συνάδελφό τους μουσικό, έγραφαν απαγορευμένα τραγούδια για χασίσια, κόκες και μπάφους. Η, εκτός κανόνων, συμπεριφορά μας εκτείνεται παντού: οδηγάμε μηχανάκι, αλλά επειδή έχει κίνηση, θεωρούμε ροκ το να καβαλήσουμε το πεζοδρόμιο και να φτάσουμε στον προορισμό μας κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στους πεζούς. Αδιαφορούμε για τους γύρω μας, λες κι είμαστε μόνο εμείς στον πλανήτη αυτό, μιλάμε με το κινητό μέσα στο μετρό και σηκώνουμε τους αρουραίους στον αέρα, ενώ στο σινεμά όχι απλά δεν κλείνουμε το κινητό μας, αλλά έχουμε το θράσος να το σηκώνουμε και να μιλάμε στη μέση της προβολής. Πρέπει, σύμφωνα με τους κανόνες, να κάτσω στην δεξιά πλευρά στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό, για να περάσουν οι άλλοι απ’ την αριστερή; Χέστηκα, εγώ δεν είμαι Ευρωπαίος. Είμαι Έλληνας ρε. Είμαι ροκ. Ανήκω σε ένα έθνος 10 εκατομμυρίων που σκέφτεται όπως ο ροκ σταρ που αδιαφορεί για μάνατζερ και δισκογραφικές και κάνει πάντα του κεφαλιού του: έχω μπροστά μου λεωφορειόδρομο; Στ’ αρχίδια μου, θα μπω. Υπάρχει δακτύλιος στο κέντρο; Στ’ αρχίδια μου, για μένα δεν ισχύει αυτή η απαγόρευση. Μετά, βάζουμε το «βύσμα» μας στην Τροχαία να μας σβήσει την κλήση, όπως ο ροκ σταρ βάζει τον μάνατζερ του να τον ξελασπώσει αφού έχει καταστρέψει το μισό ξενοδοχείο κι έχει ρίξει τις μισές συσκευές τηλεόρασης του ορόφου του απ’ το φωταγωγό για να δει τι κρότο θα κάνουν.
Η Έκτη Πύλη: Καφρίλα
Είμαστε η μόνη χώρα που το ρέψιμο θεωρείται politically correct. Ώρες ώρες μας χαρακτηρίζει μια φοβερή έλλειψη αβροφροσύνης, λες και θεωρούμε πως οι γκροτέσκοι τρόποι συμπεριφοράς απέναντι στις γυναίκες είναι το καταφύγιο του κάθε επίδοξου ροκ σταρ. Τα ανέκδοτά μας κι αν είναι ροκ. Η ίδια η τηλεόρασή μας είναι ροκ. Τι ροκ; Χέβι μέταλ είναι, όλο τρασίλα και κιτς, σαν τους αμερικανούς hair-rockers της δεκαετίας του ’80. Ανίκανοι να ενταχθούμε μέσα σε φυσιολογικές νόρμες διασκέδασης, εφευρίσκουμε τις δικές μας πατέντες.
Gate 7: Η φιγούρα μας
Ένας ροκ σταρ είναι, πρωταρχικά, ναρκισσιστής και πάντοτε αυτοαναφορικός. Είμαστε ψώνια, ο καθένας με την πάρτη του ξεχωριστά, και θέλουμε να γίνουμε διάσημοι και γνωστοί απλώς για να απολαμβάνουμε την αναγνωρισιμότητα και να έχουμε προνόμια, να μπαίνουμε παντού free, να πίνουμε και να τρώμε τσάμπα και να έχουμε δωρεάν προσκλήσεις κι όχι επειδή όντως θέλουμε να αφήσουμε κάτι αξιόλογο πίσω μας, εξ’ ου και το τόσο χαμηλό επίπεδο κουλτούρας και τηλεόρασης. Γι’ αυτό και οι μισοί έλληνες έχουν μάθει να παίζουν κιθάρα, όχι για τους ίδιους, αλλά για να βγάλουν γκόμενα στην παράλια το καλοκαίρι. Ψάχνουμε με το τουφέκι για την ευκαιρία που θα βγάλει το όνομά μας στον αφρό της ντεμέκ δόξας γι’ αυτό και εννοείται θα ποζάρουμε γυμνοί για το free press που διαθέτει τη σχετική στήλη, πάντα «για φιλανθρωπικούς σκοπούς». Γιατί και η φιλανθρωπία στο αίμα μας είναι, σαν τους ροκ σταρ που κάνουνε συνεχώς συναυλίες για την Αφρική: σαφώς και κοπτόμαστε για τους γύρω μας γι’ αυτό κι έχουμε 463 ΜΚΟ, εκ των οποίων μόνο πέντε είναι όντως ΜΚΟ. Γιατί είναι ροκ να θέλεις να λύσεις τα προβλήματα μιας ολόκληρης ηπείρου εξ’ αποστάσεως, αλλά ταυτόχρονα να βρίζεις τον Πακιστανό που πάει να σου καθαρίσει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου σου.
Ποια είναι τα στοιχεία της μεσογειακής ψυχοσύνθεσης και της προσωπικότητάς μας που μας καθιστούν «ροκ» ως λαό;
Είναι η (ψευτο)μαγκιά μας, η διάθεση μας να «αρπαζόμαστε» συνεχώς, το ότι δεν μπαίνουμε εύκολα σε καλούπια, το ότι αμφισβητούμε τα πάντα και τους πάντες γύρω μας, ότι είμαστε κακομαθημένοι καλοπερασάκηδες ή το ότι είμαστε απ’ τη φύση μας ξερόλες;
Δεν παίρνουμε θέση κατά πόσο αυτά που έχουμε ως χαρακτηριστικά είναι καλά ή κακά: κάποια είναι θετικά, κάποια όχι. Αλλά όμως όλα αυτά που θα διαβάσετε παρακάτω είναι χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του Έλληνα, με τα ωραία και τα στραβά του, όλα μαζί, να πλέκουν το κουβάρι της ελληνικής ψυχοσύνθεσης.
Είμαστε, πάντως, ένας ροκ λαός.
Ζούμε και λειτουργούμε στην καθημερινότητα μας καθ’ εικόνα και ομοίωση του κάθε ροκ σταρ που βλέπουμε στις τηλεοράσεις και διαβάζουμε στα περιοδικά και τις εφημερίδες. Ζούμε όπως ο κάθε Πιτ Ντόχερτι, έχουμε τις παράλογες απαιτήσεις ενός Μικ Τζάγκερ, το τουπέ της Μαντόνα, την έμφυτη αλαζονεία του Μπόνο, και την εκτός κανόνων συμπεριφορά του Αντονι Κίντις. Κι αυτό δεν είναι κάτι που μας προέκυψε τελευταία: είναι κάτι που το επισημαίνει, «από αρχαιοτάτων χρόνων» (όπως θα έλεγαν και οι καθηγητές μας) ακόμη και ο Πλάτων, ο οποίος αναφέρει στον «Τίμαιο», ότι «οι Έλληνες είναι σαν ζωηροί, ατίθασοι έφηβοι: έχουν τις χάρες ενός παιδιού αλλά και τα προβλήματα ενός κακομαθημένου εφήβου».
Τα ξεχωριστά κεφάλαια της «ροκ» ψυχοσύνθεσής μας
Κεφάλαιο 1: Η ξερολίαση
Δεν είναι ροκ να το παίζεις ξερόλας και γνώστης επί παντός επιστητού; Εδώ κοτζάμ Coldplay, λέει, απέλυσαν τον πρώτο τους μάνατζερ επειδή – μα τι θράσος! – είχε γνώμη πάνω στη δουλειά ΤΟΥ. Όχι στη δουλειά ΤΟΥΣ. Στη δουλειά ΤΟΥ. Μοιάζοντας με τον κλασικό Έλληνα που είτε είναι μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, είτε ένας απλός υδραυλικός, θα σου πει την εμπεριστατωμένη του γνώμη για όλα. Φέρνεις τον ηλεκτρολόγο να σου φτιάξει το ψυγείο και καταλήγεις να παίρνεις συμβουλές απ’ αυτόν σχετικά με το πως να αντιμετωπίσεις το συνάχι που σε ταλαιπωρεί την τελευταία εβδομάδα. Ή, απλώς, εμπιστεύεσαι, με κλειστά μάτια, τα αθηναϊκά free press, τα οποία θα σου πουν (γιατί αυτά ξέρουν όλα τα μυστικά) που να διασκεδάσεις και να φας καλά σε κάθε δυσπρόσιτη γωνιά της πόλης. Υπάρχει κάτι που δεν το γνωρίζετε, αλήθεια; Και, στο τέλος, υπάρχει κι εκείνη η κατηγορία του Έλληνα, που βγάζει τον ροκ σταρ που κρύβει μέσα του, βρίζοντας τους πολιτικούς, την πολιτεία και την πλουτοκρατία για όλα τα σκατένια γύρω του, όπως ακριβώς ο Ντέιβιντ Λι Ροθ των Van Halen που, μετά από μια συναυλία τους, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80, απέλυσε τον υπεύθυνο σκηνής της μπάντας, επειδή θεώρησε πως ευθύνεται αυτός ο κακόμοιρος που επί ένα δίωρο δεν του έβγαινε η σωστή φωνή, αλλά ο αέρας που έπνεε πουνέντης.
Part 2: Η καλοπέραση
Ήπιαμε το πρώτο μας κρασί στα επτά μας χρόνια, κερασμένο απ’ τον πατέρα μας κι αυτό μας κάνει όλους παιδιά ενός Ορέστη Μακρή. Όμορφα. Γιατί έτσι εξηγείται όλη αυτή η παροιμιώδη μας ροπή προς την καλοπέραση, την πληθωρικότητα στη διασκέδαση και τις πάσης φύσεως καταχρήσεις, όπως οι ροκ σταρ που ζουν μια larger than life πραγματικότητα, μέχρι να κολλήσουν κάνα αφροδίσιο ή να πεθάνουν από κίρρωση του ήπατος ή καρκίνο των πνευμόνων –όλα μεσ’ το παιχνίδι είναι, άλλωστε. Είμαστε οι ροκ σταρ της ευρωζώνης όσον αφορά την κατανάλωση τσιγάρου και αλκοόλ και έτσι όπως πάμε, θα κάνουμε αίτηση στο Γκρήνουιτς ν’ αυξήσει τις νυχτερινές ώρες από 6-7 σε άνω των 10, ώστε να μπορούμε να «τραβήξουμε» για λίγο ακόμη τα κραιπαλιάσματά μας. Ξέρετε τι άλλο είναι ίδιον των ροκ σταρ; Να ζεις σύμφωνα με τη λογική της ήσσονος προσπάθειας, προσπαθώντας να επιτυχείς το μεγαλύτερο δυνατό κέρδος με το μικρότερο δυνατό κόπο και προσωπικό κόστος. Είμαστε η χώρα που κατέχει, εκτός Αγγλίας φυσικά, τα πρωτεία στο τζόγο και το στοίχημα, τα καζίνα μας είναι γεμάτα δυνητικούς νεόπλουτους και στο μυαλό όλων μας στριφογυρίζει σχεδόν σε καθημερινή βάση η σκέψη «πότε επιτέλους θα γίνω κι εγώ πλούσιος κερδίζοντας το Τζόκερ;» Είσαι ροκ όμως. Ή, τουλάχιστον, αυτό νομίζεις πως είσαι αν αγοράζεις πιο πολλά αντικείμενα απ’ όσα μπορείς να καταναλώσεις μηνιαίως, όπως θα έκανε κάθε ροκ σταρ με λεφτά σαν τον Ελτον Τζον, που, ένας Θεός ξέρει μόνο τι σκατά χρειαζόταν 2000 καπέλα και άλλα τόσα γυαλιά στη ντουλάπα του. Αντίστοιχα, μόνο ένας σταρ του βεληνεκούς του Φρέντι Μέρκιουρι ή του κυρ-Μήτσου απ’ τη διπλανή πολυκατοικία θα χρησιμοποιούσε το αυτοκίνητό του για να πάει δύο τετράγωνα παρακάτω, να αγοράσει τσιγάρα.
Μέρος 3ο: Το τσίτωμα και τα νεύρα
Αν υποθέσουμε πως ένας εξωτερικός παρατηρητής έχει αράξει σε κάποια γωνιά της Λεωφόρου Κηφισίας και τσεκάρει την οδηγική μας συμπεριφορά, θα είχε φρίξει με την εικόνα του μέσου έλληνα οδηγού: νευρικός, με το ένα του χέρι κολλημένο μόνιμα στο κιβώτιο ταχυτήτων και το άλλο έτοιμο να εκπαραθυρώσει μια μεγαλοπρεπέστατη μούντζα προς κάθε διαθέσιμο συνάδελφο που θεωρεί πως του κόβει το δρόμο προς το έπαθλο της ανοιχτής παλάμης. Έτοιμοι ανά πάσα στιγμή να στήσουμε τσαμπουκάδες για ψύλλου πήδημα, έχουμε αναγάγει τον ψυχιατρικό όρο , την «οργή του δρόμου» σε δική μας επιστήμη, κατ’ εργολαβία. Οι δε οικογενειακές μας σχέσεις, αυτές κι αν είναι εντελώς ροκ, όπως αυτές του Μάρβιν Γκέι με τον πατέρα του -και μετέπειτα φονιά του: πόσες φορές έχουμε πλακωθεί με τη μάνα μας ή τα αδέλφια μας στο σπίτι και μας ακούει όχι μόνο όλη η πολυκατοικία μας ή το διπλανό τετράγωνο, αλλά μας παίρνουν τηλέφωνο από τη Φλώρινα να μας πουν να το βουλώσουμε; Κι επειδή συχνά δεν μπορούμε να ξεσπάσουμε πάνω στη γυναίκα μας, για να εκτονωθούμε, όπως σε εκείνο το παλιό ανέκδοτο με τον Πόντιο, πηγαίνουμε κάθε Κυριακή στο γήπεδο. Η γηπεδική μας συμπεριφορά πρέπει να είναι απ’ τις χειρότερες σε όλη την Ευρώπη (άντε να μας φτάνουν οι Ιταλοί σε αυτή), βρίζουμε μάνες, πατεράδες, σόγια ολόκληρα και μαζί κατεβάζουμε όλα τα καντήλια του Αγίου Όρους, όχι για να βοηθήσουμε την ομάδα μας, αλλά απλά για να δείξουμε σε όλους τους γύρω μας πόσο ροκ είμαστε ως οπαδοί.
Chapter 4: Η αμφισβήτηση
Ο Έλληνας, απ’ τη στιγμή που πρωτοέμαθε στο σχολείο πως είχε τον Τούρκο 400 χρόνια πάνω απ’ το κεφάλι του, θεωρεί καθήκον του να αντιστέκεται και να αμφισβητεί όλους κι όλα γύρω του: από μικρός κατεβαίνει σε πορείες για το παραμικρό, για το όνομα μιας μικρής, γειτονικής χώρας, για τα σχολικά του δικαιώματα ή για έναν κούρδο ηγέτη, το όνομα του οποίου δεν έχει ξανακούσει, ακόμη και για το τι συμβαίνει 5000 μίλια μακριά απ’ τη χώρα του, ενώ εδώ, καλά καλά, δεν έχει λύσει τα ζητήματα μέσα στην ίδια του την πατρίδα. Όπως ο ροκ σταρ που πιστεύει πως όλοι γύρω του είναι άχρηστοι και πως μόνο η δική του εξαφάνιση από το πρόσωπο του πλανήτη αυτού θα προκαλούσε φαινόμενα μαζικής υστερίας. Δοκίμασε να πεις σε έναν μουσικό πως η «φωνή του δεν ακούγεται». Θα κάτσει και θα σου αναλύσει, ανάμεσα σε new age μαλακίες και θεωρίες συνωμοσίας, το πόσο τον επιβουλεύονται όλοι όσοι τον μισούν και θέλουν να τον καταστρέψουν. Σαν να βλέπω μπροστά μου όλους αυτούς τους τηλεπροφήτες με τα βιβλία-μούφα, πάνω στα οποία έχουν χτίσει την καριέρα (;) τους. Αλλά δεν φταίνε αυτοί: φταίνε όσοι τα αγοράζουν. Το πόσο αμφισβητίες είμαστε, φαίνεται κι από κάτι τόσο απλό: όσα χρόνια δουλεύω ως dj σε μαγαζιά, δεν έχω συναντήσει ούτε έναν (1) μαγαζάτορα που να μην μου «βάλει χέρι» στη μουσική που ΕΚΕΙΝΟΣ θέλει να παίζω και σε κάθε μου dj set θα υπάρχουν στάνταρ 1-2 τύποι που θα έρθουν να κάνουν την παραγγελία τους για ένα κομμάτι, λέγοντας μου υποτιμητικά «ρε φίλε, τι παίζεις;»
Εδάφιο 5: Εκτός κανόνων
Ίσως τελικά αυτά τα 400 χρόνια σκλαβιάς να μας έκαναν τόσο παραβατικούς και ανίκανους να μπούμε σε καλούπια και κουτάκια. Σε μια εποχή που τα ναρκωτικά ήταν παράνομα σε όλο τον κόσμο και ακόμη και τα αμερικανικά μπλουζ δεν είχαν ασχοληθεί καν με αυτά, οι έλληνες ρεμπέτες, πιο ροκ απ’ οποιονδήποτε άλλο συνάδελφό τους μουσικό, έγραφαν απαγορευμένα τραγούδια για χασίσια, κόκες και μπάφους. Η, εκτός κανόνων, συμπεριφορά μας εκτείνεται παντού: οδηγάμε μηχανάκι, αλλά επειδή έχει κίνηση, θεωρούμε ροκ το να καβαλήσουμε το πεζοδρόμιο και να φτάσουμε στον προορισμό μας κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στους πεζούς. Αδιαφορούμε για τους γύρω μας, λες κι είμαστε μόνο εμείς στον πλανήτη αυτό, μιλάμε με το κινητό μέσα στο μετρό και σηκώνουμε τους αρουραίους στον αέρα, ενώ στο σινεμά όχι απλά δεν κλείνουμε το κινητό μας, αλλά έχουμε το θράσος να το σηκώνουμε και να μιλάμε στη μέση της προβολής. Πρέπει, σύμφωνα με τους κανόνες, να κάτσω στην δεξιά πλευρά στις κυλιόμενες σκάλες του μετρό, για να περάσουν οι άλλοι απ’ την αριστερή; Χέστηκα, εγώ δεν είμαι Ευρωπαίος. Είμαι Έλληνας ρε. Είμαι ροκ. Ανήκω σε ένα έθνος 10 εκατομμυρίων που σκέφτεται όπως ο ροκ σταρ που αδιαφορεί για μάνατζερ και δισκογραφικές και κάνει πάντα του κεφαλιού του: έχω μπροστά μου λεωφορειόδρομο; Στ’ αρχίδια μου, θα μπω. Υπάρχει δακτύλιος στο κέντρο; Στ’ αρχίδια μου, για μένα δεν ισχύει αυτή η απαγόρευση. Μετά, βάζουμε το «βύσμα» μας στην Τροχαία να μας σβήσει την κλήση, όπως ο ροκ σταρ βάζει τον μάνατζερ του να τον ξελασπώσει αφού έχει καταστρέψει το μισό ξενοδοχείο κι έχει ρίξει τις μισές συσκευές τηλεόρασης του ορόφου του απ’ το φωταγωγό για να δει τι κρότο θα κάνουν.
Η Έκτη Πύλη: Καφρίλα
Είμαστε η μόνη χώρα που το ρέψιμο θεωρείται politically correct. Ώρες ώρες μας χαρακτηρίζει μια φοβερή έλλειψη αβροφροσύνης, λες και θεωρούμε πως οι γκροτέσκοι τρόποι συμπεριφοράς απέναντι στις γυναίκες είναι το καταφύγιο του κάθε επίδοξου ροκ σταρ. Τα ανέκδοτά μας κι αν είναι ροκ. Η ίδια η τηλεόρασή μας είναι ροκ. Τι ροκ; Χέβι μέταλ είναι, όλο τρασίλα και κιτς, σαν τους αμερικανούς hair-rockers της δεκαετίας του ’80. Ανίκανοι να ενταχθούμε μέσα σε φυσιολογικές νόρμες διασκέδασης, εφευρίσκουμε τις δικές μας πατέντες.
Gate 7: Η φιγούρα μας
Ένας ροκ σταρ είναι, πρωταρχικά, ναρκισσιστής και πάντοτε αυτοαναφορικός. Είμαστε ψώνια, ο καθένας με την πάρτη του ξεχωριστά, και θέλουμε να γίνουμε διάσημοι και γνωστοί απλώς για να απολαμβάνουμε την αναγνωρισιμότητα και να έχουμε προνόμια, να μπαίνουμε παντού free, να πίνουμε και να τρώμε τσάμπα και να έχουμε δωρεάν προσκλήσεις κι όχι επειδή όντως θέλουμε να αφήσουμε κάτι αξιόλογο πίσω μας, εξ’ ου και το τόσο χαμηλό επίπεδο κουλτούρας και τηλεόρασης. Γι’ αυτό και οι μισοί έλληνες έχουν μάθει να παίζουν κιθάρα, όχι για τους ίδιους, αλλά για να βγάλουν γκόμενα στην παράλια το καλοκαίρι. Ψάχνουμε με το τουφέκι για την ευκαιρία που θα βγάλει το όνομά μας στον αφρό της ντεμέκ δόξας γι’ αυτό και εννοείται θα ποζάρουμε γυμνοί για το free press που διαθέτει τη σχετική στήλη, πάντα «για φιλανθρωπικούς σκοπούς». Γιατί και η φιλανθρωπία στο αίμα μας είναι, σαν τους ροκ σταρ που κάνουνε συνεχώς συναυλίες για την Αφρική: σαφώς και κοπτόμαστε για τους γύρω μας γι’ αυτό κι έχουμε 463 ΜΚΟ, εκ των οποίων μόνο πέντε είναι όντως ΜΚΟ. Γιατί είναι ροκ να θέλεις να λύσεις τα προβλήματα μιας ολόκληρης ηπείρου εξ’ αποστάσεως, αλλά ταυτόχρονα να βρίζεις τον Πακιστανό που πάει να σου καθαρίσει το παρμπρίζ του αυτοκινήτου σου.