Η ατομική ευθύνη έγινε εγωισμός και επιβίωση του δυνατού. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που μέσα στην περίοδο της πανδημίας ένιωσαν πως μία σύγχρονη θεωρία της εξέλιξης διαπερνά τις ζωές τους. Ένα σκοτεινό, ωμό ένστικτο που εκδηλωνόταν σε στιγμές αδυναμίας, φόβου ή απόγνωσης. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον υπήρξε πολλαπλός κοινωνικός διαχωρισμός, με κύριο χαρακτηριστικό του το μίσος. Το “hate” αυτή η λέξη που κάποτε κουβαλούσε ντροπή έγινε ψυχαγωγία, έγινε hashtag, αλγόριθμος, engagement. 

Κάθε φορά που ανοίγεις για λίγο το TikTok ή το X (το παλιό Twitter): κάτω από κάθε βίντεο συναντάς μια στρατιά σχολίων. Κάποιοι υπερασπίζονται, κάποιοι επιτίθενται, κάποιοι απλώς παρακολουθούν σαν θεατές σε ρωμαϊκή αρένα. Δεν έχει σημασία τι ειπώθηκε, σημασία έχει να υπάρχει μια πλευρά. Ένας “κακός” και ένας “καλός”. Μια μικρή δόση δράματος που θα κρατήσει το βλέμμα σου πάνω στην οθόνη για μερικά δευτερόλεπτα παραπάνω. Το hate δεν είναι πια κοινωνική παθογένεια, είναι format. 

Η κουλτούρα της απόλυτης γνώμης, της ακαριαίας αντίδρασης και της δημόσιας ταπείνωσης έχει γίνει το νέο μας reality, με την κουλτούρα της ακύρωσης να δεσπόζει. Ο μηχανισμός είναι ο ίδιος: το θέαμα της πτώσης μας κάνει να νιώθουμε ηθικά ανώτεροι, καθαροί, ασφαλείς. Ο άλλος γίνεται ο “χαμένος” κι εμείς παρατηρώντας, νιώθουμε λίγο πιο “νικητές”. 

Το hate έγινε προϊόν, γιατί πουλάει. Οι πλατφόρμες το γνωρίζουν καλά. Ο αλγόριθμος προωθεί αυτό που προκαλεί αντίδραση κι η οργή είναι η πιο φτηνή, πιο εύκολη, πιο μεταδοτική μορφή αντίδρασης. Ένα ειρωνικό σχόλιο, μια αποστροφή, ένα “cringe” βίντεο κι αμέσως ξεκινά η αλυσίδα: αναδημοσιεύσεις, συζητήσεις, hashtags. Ο θυμός είναι το πιο αποτελεσματικό καύσιμο της προσοχής. 

Το μίσος χάνει το ηθικό του βάρος και μετατρέπεται σε διασκέδαση. Ο “hate watcher”, ο θεατής που παρακολουθεί κάτι μόνο και μόνο για να το κοροϊδέψει είναι το νέο είδος καταναλωτή περιεχομένου. Δεν βλέπει το ριάλιτι για να απολαύσει την ιστορία, αλλά για να ειρωνευτεί τους συμμετέχοντες. Δεν ακούει ένα τραγούδι επειδή του αρέσει, αλλά για να το “κράξει”. Δεν μπαίνει σε μια συζήτηση για να ανταλλάξει απόψεις, αλλά για να νικήσει. Ο διάλογος έχει δώσει τη θέση του στο διαγωνισμό ειρωνείας. 

Στην Ελλάδα το φαινόμενο έχει αποκτήσει σχεδόν λαϊκό χαρακτήρα. Από τα ριάλιτι μέχρι τα talk shows η κριτική αυτού του επιπέδου έχει γίνει το ίδιο το θέαμα. Το hate έγινε τρόπος συμμετοχής. Εφόσον δεν μπορούμε να είμαστε όλοι διάσημοι, μπορούμε τουλάχιστον να είμαστε επικριτικοί. Αν δεν μπορούμε να έχουμε φωνή, μπορούμε να έχουμε άποψη και μέσα σ’ αυτή τη λογική, η οργή λειτουργεί ως ταυτότητα. Δηλώνεις ποιος είσαι μέσα από το ποιον απορρίπτεις. 

Η ειρωνεία είναι πως πίσω από αυτό το “δημόσιο ξέσπασμα” κρύβεται συχνά η ανάγκη για επικοινωνία. Ο άνθρωπος δε μισεί επειδή θέλει να καταστρέψει, μισεί επειδή θέλει να ακουστεί. Κάθε σχόλιο, όσο τοξικό κι αν είναι αποτελεί μια κραυγή. 

Το hate culture είναι το μότο μιας κοινωνίας κουρασμένης, ειρωνικής, που προσπαθεί να βρει νόημα μέσα από το θόρυβο. Ίσως να μισούμε γιατί έχουμε απογοητευτεί από τους άλλους, από το σύστημα, από τους εαυτούς μας κι έτσι το μόνο που μας μένει είναι να διασκεδάζουμε με την αποτυχία του διπλανού. Τα podcasts, τα slow formats, οι συζητήσεις χωρίς κραυγές, γίνονται σιγά σιγά εναλλακτική ψυχαγωγία. Ίσως επειδή κάπου μέσα μας ξέρουμε ότι η συνεχής αγανάκτηση είναι εξαντλητική. 

Αναμφίβολα για να επιβιώσει το hate χρειάζεται κοινό κι αν σταματήσουμε να του δίνουμε αυτό το κοινό, θα σβήσει. Το ερώτημα είναι αν θέλουμε να το κάνουμε. Μπορούμε η πραγματική ψυχαγωγία του μέλλοντος να μην είναι το “hate watching”, αλλά το “care watching”, το να παρακολουθείς, να σχολιάζεις και να ενδιαφέρεσαι χωρίς να καταστρέφεις. Να θυμάσαι ότι πίσω από κάθε οθόνη υπάρχει ένας άνθρωπος που πιθανόν να πονάει, να προσπαθεί, να φοβάται, όπως κι εσύ. 

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.