Στην Κοινωνία του Θεάματος o Γκι Ντεμπόρ εξηγεί πως το θέαμα μας παρασύρει σε ένα δικό του κόσμο καθώς δεν είναι ένα σύνολο εικόνων αλλά μια κοινωνική σχέση ατόμων διαμεσολαβούμενη από τις εικόνες. Ήταν η πρώτη σκέψη που μου διέτρεξε στο νου λίγα μετά την έναρξη της ταινίας Φρανς, ένα φιλμ που ταλαντεύεται ανάμεσα σε ψυχολογικό δράμα και καυστική σάτιρα των σύγχρονων ΜΜΕ. Η πρωταγωνίστρια λέγεται France de Meurs. Το όνομα δεν είναι τυχαίο. Είναι πρόδηλο πως παραπέμπει στη Γαλλία και στην παρακμή των ηθών. Η ταινία του Μπρουνό Ντιμόν είναι μια ευθύβολη κριτική στα σύγχρονα ΜΜΕ, στη δημαγωγία και το ναρκισσισμό των τηλεπερσόνων και όσων τους πλαισιώνουν.
Η διάσημη τηλεπερσόνα Φρανς ντε Μερ, την οποία ενσαρκώνει η Λέιλα Σειντού, σκηνοθετεί τα ρεπορτάζ της και κάνει πολεμικές ανταποκρίσεις σαν να ήταν επαγγελματίας ηθοποιός σε σειρά μυθοπλασίας, με κοντινά πλάνα στα δακρυσμένα μάτια της και την κάμερα μονίμως πάνω της καθώς μπαίνει ακόμα και μέσα στις λέμβους των μεταναστών για να πολλαπλασιάσει τους followers και να τους «μιλήσει» κατευθείαν στο θυμικό.Ο Μπρουνό Ντιμόν, μέσα από αυτή τη σάτιρα της έκτακτης επικαιρότητας μας δείχνει στη μεγάλη οθόνη αυτό που υποστήριζε μισό αιώνα πριν ο Γάλλος καταστασιακός πλάνητας μέσα από τις περίφημες 211 θέσεις του: Το θέαμα έχει διεισδύσει σε όλα τα πεδία της καθημερινής ζωής με στόχο να αποκοιμίζει μάζες και να αφυπνίζει τα ηδονοβλεπτικά ένστικτά του ατόμου. Κατά συνέπεια «όσο περισσότερο η ζωή του είναι τώρα το προϊόν του τόσο περισσότερο είναι διαχωρισμένος από τη ζωή του». Ο Γκυ Ντεμπόρ σημείωνε χαρακτηριστικά στην γαλλική έκδοση πως οφείλουμε να διαβάσουμε το βιβλίο του έχοντας κατά νου ότι γράφτηκε με την πρόθεση να βλάψει την κοινωνία του θεάματος». Το ίδιο μοιάζει να θέλει να κάνει και η ταινία. Αν ο Ντιμόν ήθελε να υπογράψει ένα κακό κινηματογραφικό προϊόν για να επιβεβαιώσει αυτό που θέλει να πει στην ταινία του, δηλαδή -το πόσο σκάρτο είναι το σύγχρονο θέαμα, τότε ναι, τα κατάφερε! Ιδίως όταν βλέπουμε τη Φρανς ντε Μερ, διάσημη παρουσιάστρια κοινωνικών και πολιτικών εκπομπών, ρεπόρτερ μεγάλων γεγονότων, αδιάφορη σύζυγος και μητέρα, να γίνεται η ίδια από κυνηγός ων ειδήσεων θήραμα και πρωτοσέλιδο, όταν προκαλεί ένα τροχαίο και τραυματίζει έναν μοτοσικλετιστή. Τότε βιώνει έναν νευρικό κλονισμό και αποσταθεροποιείται ψυχικά Αποσύρεται σε ένα θεραπευτήριο πολυτελείας και εξαπατάται από έναν δημοσιογράφο που παριστάνει τον ερωτευμένο ένοικο του ιαματικού θέρετρου για να τη προσεγγίσει και να της εκμαιεύσει την «είδηση». Ο Ντιμόν γίνεται μελό, ανεπιτυχώς, στην προσπάθεια του να καταδυθεί στον ψυχισμό της ηρωίδας του μέσα από κοντινά πλάνα που την κολακεύουν.
Η Φρανς ντε Μερ, μετά την επιστρέφει στη γκλάμορους τοξική ζωή της, κρύβει τη θλίψη της πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα τηςκαι παραδίδεται εκ νέου στην εικόνα της, απόλυτα συμφιλιωμένη με τις παρασκηνιακές σχέσεις και σχεδόν έρμαιο στα χέρια μιας βοηθού που κάνει τα πάντα για να διογκώσει το υπερφιάλο εγώ της. Ακόμα και μετά από μια γκάφα στο πλατό- όπου εκτίθεται λάιβ ο κυνισμός της τηλεπερσόνα και του επιτελείου της, η βοηθόςεμφανίζεται να της λέει: «Όλα διαρκούν 24 ώρες. Πρώτα σε μισούν, μετά σε λατρεύουν(..) Έτσι είναι η τηλεόραση. Το χειρότερο είναι το καλύτερο». Τα λόγια της Φρανς – βγαίνοντας από το τηλεοπτικό στούντιο σε μια άλλη σκηνή -θα μπορούσαν να είναι η κινηματογραφική κατακλείδα του φιλμ. «Θεατές, ψηφοφόροι, ποια η διαφορά;».
Ο Ντιμόν γίνεται σκωπτικός και αφήνει να αναδυθούν διάφορες σημασίες της μαζικής κουλτούρας και της ιδεολογικής αποτελμάτωσης Με τη συναίνεση μας, όπως σημειώνει ο Χέρμπερντ Μαρκούζε, στην ανάλυση του για τις κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού, που διαπλάθουν τις συνειδήσεις, τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους τρόπους σκέψης και ζωής των σύγχρονων υποκειμένων.
Παρακολουθώντας την ταινία του Ντιμόν, ξεπροβάλλει διαρκώς μπροστά μας Ο Μονοδιάστατος Άνθρωπος του Μαρκούζε, που έχει χάσει την ατομικότητά του, την ελευθερία του και την ικανότητά του να σκέφτεται κριτικά. Η θεωρία του για τον ρόλο του καταναλωτισμού, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της μαζικής κουλτούρας στη σταθεροποίηση του καπιταλισμού και στην ενσωμάτωση των ατόμων στο κυρίαρχο σύστημα παραγωγής ζωντανεύει μέσα από χαρακτήρες στη μεγάλη οθόνη. Ναι, το «μονοδιάστατο σύμπαν» του Μαρκούζε ανατέλλει μέσα από την κινηματογραφική πένα του Ντιμόν που έχει την πρόθεση να επιτεθεί στον καπιταλιστικό μηχανισμό αναπαραγωγής ψευδών συναισθημάτων. Αν ο Ντιμόν δεν ειρωνεύεται το ίδιο του το έργο, τότε δεν τα έχει καταφέρει να φέρει σε πέρας αυτή την επίθεση. Αν όμως σαρκάζει το ίδιο του το δημιούργημα ως μέρος της κοινωνίας του θεάματος και του κυνισμού, τότε ναι, τα έχει καταφέρει. Έχει πετύχει να μας δείξει πως όλοι μας, είτε ως πρωταγωνιστές, ως βοηθοί, συνεργάτες ή θεατές, ζούμε στην κοινωνία του κυνικού θεάματος και δυστυχώς δεν φαίνεται να μην μας αρέσει.