Ξεκινήσαμε με το «Η Μαρίνα Σάττι θα εκπροσωπήσει τη χώρα μας στον 68ο Διαγωνισμό Τραγουδιού της Eurovision 2024», προχωρήσαμε στο «Τίτλος του τραγουδιού ενδέχεται να είναι η λέξη “Ζάρι”, ενώ ο στίχος θα είναι στα Ελληνικά, με τον ζουρνά να κυριαρχεί στη σύνθεση» και από εχθές το βράδυ, που είχαμε το official release του τραγουδιού, έχουμε πέσει και κυλιόμαστε σα ζάρι. Φωναχτά στα social media, ψιθυρίζοντας στα chat, διαφωνώντας σε πηγαδάκια που στήνονται στα πεζοδρόμια και στα γραφεία. Ο καθένας ρίχνει τη ζαριά του και ό,τι πιάσει. Εξάρες όσοι καταθέτουν μια τεκμηριωμένη άποψη, είτε αυτή είναι αρνητική είτε θετική, ασσόδυο όσοι δεν έχουν εντοπίσει ακόμη τη μεγάλη εικόνα, κυρίως του βίντεο κλιπ: πώς όσο και να νομίζουμε ότι «είμαστε Ευρώπη», περισσότερο μας αντιπροσωπεύει η βλαχοβαλκανική αισθητική και συμπεριφορά.

Ανήκω στη γενιά των Millennial, αυτοί δηλαδή που γεννήθηκαν μεταξύ 1981 και 1996, και μεγάλωσα με ένα πολύ συγκεκριμένο mindset, το οποίο έλεγε -εμμονικά κάποιες φορές- ότι πρέπει να αποτινάξουμε από πάνω μας οτιδήποτε φολκλόρ, να αποχωριστούμε με κάθε τρόπο την επαρχία, να ταξιδέψουμε, να διευρύνουμε ορίζοντες, να μετατρέψουμε τη χώρα σε κάτι άλλο που θα θυμίζει περισσότερο Ευρώπη παρά Ανατολή ή Βαλκάνια, που η Αθήνα θα γίνει το «νέο Βερολίνο», οτιδήποτε «νέο» τέλος πάντων. Τι σήμαινε αυτό; Ενοχοποίηση της παράδοσης  με κάθε τρόπο, αρκεί να επιστρέφουμε σε αυτήν αν πρόκειται περί γλεντιού στη φημισμένη summer in Greece περίοδο.

Ονειρευτήκαμε, και δημιουργήσαμε, cozy café στα οποία μπορούμε να δουλέψουμε με τα laptop μας, αλλάξαμε τα έπιπλα στα σπίτια μας με αυτά που έφερε ο κατάλογος της Ikea, μετατρέψαμε τις καντίνες σε κάτι υβριδικό -μια κατάσταση μεταξύ «βρωμιάς» και bao bun-, πήγαμε στο εξωτερικό για να φέρουμε πίσω «στην πατρίδα» ιδέες και προτάσεις που θα μας κάνουν καλύτερους, μάθαμε για την ενσυναίσθηση, δώσαμε ζόρικες μάχες -συλλογικά και ατομικά- με τους ίδιους μας τους εαυτούς να γίνουμε κάτι «άλλο». Ένα συνεχές copy-paste, μια, απ’ ό,τι φαίνεται, κακή αντιγραφή άλλων πολιτισμών, στρουθοκαμηλίζοντας έτσι τελείως για την ταυτότητά μας.

Δυστυχώς, όχι, ο μέσος Έλληνας, ο τυπικός Αθηναίος και ο κλασικός Σερραίος δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τον άνθρωπο που μεγάλωσε, μένει και εργάζεται στο Λονδίνο, στη Ρώμη, στο Άμστερνταμ, στην Κοπεγχάγη, στη Βαρκελώνη, στο Παρίσι. Ναι μεν προσπαθεί, αλλά δεν είναι.

Θυμάμαι χαρακτηριστικά τον νονό μου, σχεδιαστή μόδας, να μου λέει κάποια στιγμή, πριν χρόνια, «Τι θέλεις κορίτσι μου τη γόβα και το φόρεμα γαλλικού οίκου, αφού σε ελληνικό γάμο είσαι, και μετά την εκκλησία θα φορέσεις flat παπούτσια στο γλέντι για να χορέψεις Κονιτοπούλου». Κάτι αντίστοιχο μπορεί να ισχύει και για τις «κομψές Γαλλίδες», όπως συνηθίζουμε στερεοτυπικά να τις αποκαλούμε, αλλά πιθανόν, πριν βγάλουν τις πιο φθηνές Louboutin για να φορέσουν Stansmith, να μην “πούλησαν” κάτι άλλο.

Αυτή είναι η αλήθεια, έτσι όπως την αντιλαμβάνομαι εγώ τουλάχιστον, καθώς ο καθένας έχει τη δική του ενώ η πραγματικότητα είναι μία. Η πραγματικότητα, λοιπόν, λέει πως αυτή τη στιγμή και σε μεγάλο βαθμό, το outfit ενός τύπου που μένει στην Άρτα μπορεί να είναι ίδιο με ενός συνομήλικού του στην Τουλούζ, μόνο που υπάρχει ένα αγεφύρωτο πολιτισμικό χάσμα μεταξύ τους. Αντίστοιχα το ίδιο μπορεί να ισχύει και για την διακόσμηση στο σπίτι τους, για το αμάξι που οδηγούν κ.ο.κ. Εννοείται πως υπάρχουν και οι εξαιρέσεις, δεν πρόκειται περί επιπόλαιου τσουβαλιάσματος, ακόμη κι αν δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία να το αποδείξω, αλλά το ξέρεις κι εσύ πως αυτό συμβαίνει και ισχύει.

Το πρόβλημα με το τραγούδι “Ζάρι” της Μαρίνας Σάττι, δηλαδή εκείνα τα στοιχεία που μας έχουν διχάσει, είναι ότι οι περισσότεροι -κι εγώ μαζί τους, στις πρώτες αρκετές φορές που είδα βίντεο κλιπ- νιώθουν ότι είναι τόσο κιτς που «δε μας αντιπροσωπεύει», όπως διάβασα κάπου, αλλά ποια αισθητική, αλήθεια, θα μπορούσε να λειτουργήσει ως είδωλό μας; Τα σεμεδάκια πλέον δε βρίσκονται επάνω στις τηλεοράσεις μας, τα τσιγκελωτά μουστάκια δεν είναι must -εκτός κι αν είσαι μιας κάποιας ηλικίας ή ο τελευταίος των hipster που έχει απομείνει-, δεν ακούμε τραγούδια με ζουρνάδες στο Spotify, ούτε φλερτάρουμε όπως ο Κώστας Καρράς στην ταινία “H Παριζιάνα” με το προηχογραφημένο «You’re beautiful, I love you», αλλά το reggaeton παίζει στα club μας εδώ και πολλά χρόνια, τα λεγόμενα «χειρόφρενα» ή «μπαντιλίκια» και οι κάγκουρες είναι μια καθημερινότητα, όχι μόνο στον Λυκαβηττό όπως δείχνει το “Ζάρι”, αλλά από άκρη σ’ άκρη στην Ελλάδα, το autotune είναι πλέον mainstream, η trap το νέο λαϊκό και η Σάττι κατάφερε πανέξυπνα να στρέψει τον καθρέφτη της κουλτούρας επάνω μας. Χρειάστηκαν κάποιες ώρες για να το συνειδητοποιήσω, ομολογώ πως δεν έπιασα εξ αρχής το, κατά κάποιον τρόπο, καλλιτεχνικό τρολάρισμα του “Ζαριού”, αλλά τόση περιληπτική πραγματικότητα -που ιεραρχικά βρίσκεται πιο ψηλά από την αλήθεια- είχα πολύ καιρό να δω στο έργο ενός μουσικού.

Συνεχίζω να μη νιώθω related με τη συγκεκριμένη αισθητική, φυσικά και μέχρι να το ξεχάσουμε και να συνεχίσουμε τις ζωές μας θα ακούγονται φωνές που λένε «δεν είμαστε όλοι έτσι», «εγώ ακούω jazz», «δεν ξέρω ποια Ελλάδα είναι αυτή» και άλλα τέτοια, αλλά καταλαβαίνω επίσης ότι όλα αυτά προκύπτουν επειδή μας έφερε σε άβολη θέση αφού παρουσίασε μια Ελλάδα που δεν επιδοκιμάζεται απ’ όλους και δεν υιοθετείται απόλυτα στις ζωές μας. Ωστόσο, όπως θα έλεγε και ο Κουτσούμπας, αυτοί είμαστε. Ζουρνάδες, συρτάκι, καφενεία, καρτ ποστάλ και reggaeton.