Καθώς ο instagram-ικός αλγόριθμος αλιεύει τα διαδικτυακά μου αποτυπώματα, για λόγους που ο ίδιος γνωρίζει, έχει αποφασίσει να μου εμφανίζει συχνά πυκνά διάφορους τύπους που συνομιλούν περί των εργασιακών. Δίνουν απλόχερα επιχειρηματικά tips, προτείνουν τα sos για τα οφέλη του ανατοκισμού, παραπέμπουν σε επενδυτικές πλατφόρμες χωρίς προμήθειες και άλλα πολλά συναφή. Δουλευταράδες διατείνονται, βιβλία έχουν εκδώσει οι άνθρωποι για να πλουτίσουμε κι εμείς μαζί τους, οπότε κανένα λόγο δεν έχω να πιστέψω πως είναι τίποτε τυχαίοι, ακόμη κι αν προσωπικά δε με έλκουν αυτά τα show περιαυτολογίας. Στο κάτω-κάτω, για να εμφανίζονται μέχρι και στο δικό μου ραντάρ, πιθανολογώ πως οι συμβουλές τους θα αφορούν αρκετούς πρόθυμους start-upers και φερέλπιδες του επιχειρείν.

Αν τους παρακολουθήσει κανείς στενότερα, θα διαπιστώσει πως με πρόταγμα την επιχειρηματική σκέψη, με βασική κοινή παραδοχή την ανυπαρξία του λεγόμενου work-life balance, ορίζουν την επαγγελματική επιτυχία ως σαφώς εξαρτώμενη των εξω-επαγγελματικών παραγόντων. «Πάρε δάνεια και προσωπικά ρίσκα, χωρίς συναισθηματισμούς και ωράριο», «μην κάνεις παιδιά», «άσε στην άκρη τα προσωπικά», κι άλλα πολλά στα αφοριστικά μέτρα τους. Ένα πλαίσιο επιχειρηματικού φιλοτομαρισμού θα ψέλιζε κανείς, εκεί που εξισώνονται εσκεμμένα ως νοοτροπίες τα «θέλω» αυτών που επιλέγουν να πορευτούν ως επιχειρηματίες με τα «πρέπει» εκείνων που βρίσκονται στη μεριά της «υπαλληλίας». Κι αυτό το εξισωτικό σχήμα έχει πολλά ποδάρια, με βασικό αυτό που ορίζει την αξία του ανθρώπου αποκλειστικά με βάση την παραγωγικότητά του, σε μια νέα εκδοχή επιχειρηματικής/εργασιακής αυταρέσκειας.

«Η ευελιξία στην κατανομή του χρόνου εργασίας μέσα στην εβδομάδα, το μήνα ή το έτος είναι κάτι που το θέλουν πολλοί εργαζόμενοι στη νέα οικονομία της γνώσης. Και που μέχρι τώρα το κάνουν, αδήλωτα. Πρέπει αυτό να αλλάξει». Το συγκεκριμένο απόσπασμα που κάλλιστα θα μπορούσε να κουμπώνει στα vidcast τσιτάτα των εν λόγω τύπων, υπογράφεται εντούτοις από τον Αρίστο Δοξιάδη, ψημένο στις Εταιρείες Επιχειρηματικών Συμμετοχών, συνάμα δραστήριο στο διαδικτυακό δημόσιο λόγο, και ρέκορντμαν ως αστραπιαία παραιτηθείς υφυπουργός Ανάπτυξης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Το σχόλιο του κ. Δοξιάδη απαντά στη διαδικτυακή αναδημοσίευση της αρθογραφίας της Νίκης Λυμπεράκη στο Βήμα όπου με αφορμή το περίφημο επικείμενο 13ωρο του υπουργείου Εργασίας, η αρθρογράφος καταλήγει πως «μέσα σε όλα αυτά, ουδείς απαντά πώς γίνεται στην Ελλάδα της χαμηλής παραγωγικότητας να είναι ταυτόχρονα τα εταιρικά κέρδη στα ύψη και οι μισθοί στα τάρταρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μήπως τελικά το 13ωρο δεν είναι «δικαίωμα του εργαζόμενου», αλλά νομιμοποίηση της υπερεργασίας που σερβίρεται ως δήθεν γιατρικό για ένα σύστημα που δεν δουλεύει;».

Δεν κάνει καμία εντύπωση πως ο κ. Δοξιάδης μιλά εξ’ ονόματος των «θέλω» των πολλών εργαζόμενων, παραλείποντας τον κίνδυνο της νομιμοποίησης της υπερεργασίας. Είναι ένα αντίστοιχο κι εύκολο σχήμα, που θα μπορούσαμε να το είχαμε παρακολουθήσει και στους vidcasters που μας στρέφει ο αλγόριθμος, υπό τη μορφή του «οι καλοί εργαζόμενοι είναι αυτοί που δίνουν το κάτι παραπάνω». Ούτε κάνει εντύπωση η εξισωτική διάθεση του κ. Δοξιάδη, άλλωστε το έχει ξαναπράξει εξομοιώνοντας τους, κατ’ εκείνον, (δήθεν) σοβαρούς διαδηλωτές των Τεμπών με τις πλατείες των αγανακτισμένων ή όταν έγραφε «Ε, δεν μπορείς να έχεις μια οικονομία από μικρομάγαζα, και ταυτόχρονα κοινωνικό συμβόλαιο τύπου Γερμανίας του 1960. Διαλέξτε». Αυτό που κάνει εντύπωση είναι πως πλέον ακόμη και περιπτώσεις σαν τον κ. Δοξιάδη, που είμαι βέβαιος πως δεν ποντάρουν τις μάρκες τους στον αναπτυξιακό σχεδιασμό της χώρας με γνώμονα τον τουρισμό, εντούτοις κλείνουν εσκεμμένα τα μάτια στο γεγονός πως τούτο το αντιεργατικό νομοσχέδιο φτιάχτηκε έχοντας κατά νου κυρίως τις επιταγές αυτής της βαριάς βιομηχανίας. Με ενδεχόμενο κίνδυνο να κάνει τους εργαζόμενους βορά στους εργοδότες κάθε κλάδου.

Η αρμόδια υπουργός, με τη στήριξη βεβαίως του ΣΕΒ, του ΣΕΤΕ, του ΣΒΕ και του ΣΕΒΤ, δήλωσε πως «οι ίδιοι οι εργαζόμενοι και οι εκπρόσωποι τους ζητούν να δουλεύουν περισσότερο!». Μίλησε για τα ψηφιακά εργαλεία, την απλοποίηση των προσλήψεων, την ψηφιακή κάρτα εργασίας, τις δυνατότητες του νέου εργασιακού. Αντιλαμβάνομαι πως η υπουργός και το επιτελείο της δεν έχουν πιθανότατα πάρει μυρωδιά πως η ψηφιακή κάρτα, χωρίς ελεγκτικά κλιμάκια, μπορεί κι ενεργοποιείται σε πλασματικούς χρόνους. Πως οι αλλαγές των συμβάσεων εργασίας είναι ένα λαστιχάκι που μπορεί κάλλιστα εν μια νυκτί να διαγράψει τα εργασιακά κεκτημένα ετών, κι από μια σύμβαση αορίστου χρόνου πλήρους απασχόλησης, να καταλήξεις σε εκ περιτροπής εργασία. Η επίσημη διευκρινιστική γραμμή είναι πως αυτό το νομοσχέδιο του 13ωρου δεν καταργεί, τουλάχιστον ως νόμος στο ΦΕΚ, το 8ωρο (ακόμη κι αν ο κίνδυνος παραβίασης της 11ωρης ανάπαυσης που επικαλούνται οι συνδικαλιστές είναι αληθής), αλλά επιχειρεί να ρυθμίσει διάφορα στα υπερωριακά, ωθώντας τους εργοδότες να πληρώνουν περισσότερα από το να προσλάβουν έναν δεύτερο εργαζόμενο μερικής απασχόλησης. Εντούτοις, εκτός ψευδαισθήσεων και στο πεδίο της ειλικρίνειας του πραγματικού κόσμου, το νομοσχέδιο λύνει επικίνδυνα τα χέρια των «βάλε πλάτη» εργοδοτών, επιτρέποντας τις διάφορες ατομικές «διευθετήσεις» ωραρίου έπειτα από ευέλικτη συνεννόηση με τους εργαζόμενους. Τη στιγμή μάλιστα που η διαπραγματευτική ισχύ των τελευταίων, έπειτα από την κατάργηση της δικλείδας ασφαλείας του βάσιμου λόγου απόλυσης από τη Ν.Δ., είναι και τυπικά ανύπαρκτη. Κι αυτό είναι σαφές για όλους αν διαβάσουν τα ντεσού του νομοσχεδίου, ακόμη κι αν δε πάψουν να υποκρίνονται πως δεν έχουν καμία εικόνα για την πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, όπως συμβαίνει με την υπουργό ή τον χ,ψ Δοξιάδη. Στο τέλος, αυτό που προκύπτει δεν είναι απλώς μια νέα εργασιακή νομοθεσία, αλλά μια ολιστική αφήγηση που καθαγιάζει τη συνεχή διαθεσιμότητα.

Προς υπεράσπιση της κ. Κεραμέως, αξίζει να σημειωθεί πως αποδεικνύεται «τολμηρότερη» στο υπουργείο Εργασίας, από αυτά των Εσωτερικών και Παιδείας. Κάποιος που θυμάται τα πεπραγμένα της στο τελευταίο, αν είχε βαστήξει στο νου του την πρόταση της περί περιορισμού των Κοινωνικών Επιστημών και της Καλλιτεχνικής Παιδείας από το ωρολόγιο πρόγραμμα της Δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ή την αντιπολιτευτική της ανάγνωση για το ότι «η ιστορία (όπως διδάσκεται στο σχολείο) πρέπει να πάψει να είναι κοινωνικού χαρακτήρα, αλλά πρέπει να αναπτύσσει την εθνική συνείδηση», δε θα πέφτει κι από τα σύννεφα για τη σαφή ιδεολογική στόχευση της συγκεκριμένης πολιτικής της επιλογής, και την προσπάθεια απόκρυψης των ταξικών της απολήξεων. Πολλοί άλλωστε είναι οι άνθρωποι που απαξιώνουν διάφορες τέτοιες κοινωνικές, καλλιτεχνικές και άλλου τύπου ασύμφορες έγνοιες και σπουδές ως παρεκκλίσεις, ορίζοντας ως προτεραιότητες αποκλειστικά τα δοκιμασμένα εργαλεία που ορίζουν το δρόμο της επιτυχίας. Συνήθως συμβαίνει να αξιολογούν ως ταυτοτικό ζήτημα το να ζουν για να δουλεύουν καταπώς μας λένε και οι διάφοροι  vidcasters επιχειρηματίες. Ενώ για πολλούς άλλους, κατά τα λεγόμενα καθημερινούς, το ζητούμενο είναι το ακριβώς αντίστροφο.