Ποτέ δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά απ’ τα σπίτια τους
τριγυρίζουν εκεί, μπλέκονται στα φουστάνια της μητέρας τους
την ώρα που εκείνη ετοιμάζει το φαΐ κι ακούει το νερό να κοχλάζει
σα να σπουδάζει τον ατμό και το χρόνο.
Πάντα εκεί –
Και το σπίτι παίρνει ένα άλλο στένεμα και πλάτεμα, σάμπως να πιάνει σιγαλή βροχή
καταμεσής καλοκαιριού, στα ερημικά χωράφια.
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξέχωρη προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας δεν είναι πια απ’ τη στέρηση
μα από την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
Γιάννης Ρίτσος | Σχήματα της απουσίας ΙΙ
Είδα αυτό το αγαπημένο ποίημα του Γιάννη Ρίτσου ποσταρισμένο παντού. Το πόσταρα και εγώ. Μετά, ντράπηκα που το πόσταρα.
Οι στιγμές είναι ιερές, δύσκολες. Το πένθος είναι υπόθεση προσωπική, ατομική. Το συλλογικό πένθος (αν και υφίσταται* από ψυχολογικής άποψης) έχει, κατά την άποψή μου, έναν ονειρικό, ουτοπικό χαρακτήρα. Ναι, μια χώρα μουδιάζει, είναι σοκ να ξυπνάς πρωτομηνιά και να ακούς για δεκάδες νεκρούς-και ιδίως νέους, φοιτητές. Αλλά το πένθος δεν μπορεί να ξεσπάσει σαν ιαχή, εντός πλαισίων πλήθους. Το πένθος δεν χωρά στις μεγάλες λεωφόρους και στα σεντόνια των social media.
Όχι, δεν πενθούμε. Αν πενθούσαμε, δεν θα είχαμε την δύναμη να θυμώσουμε με τους πολιτικούς στην ανάρτησή μας, ούτε να κάνουμε κόπι πέιστ ποιήματα, ούτε να αφιερώνουμε χρόνο για να γράψουμε κάτι βαθυστόχαστο, σπαραξικάρδιο. Σκεφτείτε να μαθαίνατε το πρωί της πρώτης Μάρτη ότι πέθανε ο αδερφός σας, ότι σκοτώθηκε. Έτσι. Ή αλλιώς. Φαντάζομαι κατανοείτε ότι μπορεί οι γονείς των θυμάτων να έχουν ψηφίσει Νέα Δημοκρατία, ας πούμε. Και ότι δεν νοιάζονται, δεν δύνανται να σκεφτούν πολιτικά αυτήν την στιγμή, ούτε να βρίσουν τον Μητσοτάκη.
Όχι, δεν πενθούμε. Και πιθανώς είμαστε και πλήρως ανενημέρωτοι. Υπάρχει ένα τεράστιο ποσοστό ανθρώπων, ιδίως νεότερων, που αν τους ρωτήσεις σήμερα το πρωί «τι συνέβη;» θα σου απαντήσουν κάτι συγκεκχυμένο και, στο τέλος, θα πετάξουν και μια βρισιά. Δεν ξέρουν καν πού είναι τα Τέμπη.
Αφηνόμαστε στο συλλογικό θυμικό, ξεσπάμε ομαδικά, κάτι μας κάνει όλο αυτό, μας φέρνει πιο κοντά, προφανώς το έχουμε ανάγκη.
Αλλά όχι, δεν πενθούμε. Κανείς που πενθεί δεν έχει έγνοια ή ενδιαφέρον να δει πόσο και αν πενθεί ο δίπλα. Βυθίζεται στον πόνο τον δικό του, σε αυτό το σκοτεινό μέρος. Εδώ, γίνονται αναρτήσεις Καλών Αριστερών (κάποιοι εξ αυτών είναι και διάσημοι) που κράζουν το Μέγαρο Μουσικης επειδή, λέει, δεν ακύρωσε τις παραστάσεις του. Άλλοι, Καλοί Δεξιοί αυτοί, πενθούν πολύ, πάρα πολύ όμως, και φροντίζουν διακριτικά να συγκρίνουν αυτήν την καταστροφή με άλλες, επί άλλων κυβερνήσεων, αλλά και να τονίσουν τα άμεσα αντανακλαστικά του υπουργού που παραιτήθηκε.
Όμως, κάποιοι κάνουμε. Δίνουμε αίμα, τηλεφωνούμε σε δικούς μας ανθρώπους στην Λάρισα να δούμε αν είναι εντάξει αυτοί και οι οικείοι τους, θέτουμε εαυτόν στην διάθεσή τους, σιωπούμε. Δεν νιώθουμε όλοι την ανάγκη να εκφράσουμε το πόσο ΚΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ. Γιατί δεν είμαστε. Γιατί στα μικρά που πρέπει να δείξουμε ανάστημα και ψυχή δεν το κάνουμε. Γιατί αδικούμε τον συνάδφελφο, βρίζουμε την τύπισσα που αργεί να ξεπαρκάρει, τα κάνουμε συχνά σκατά με την ζωή μας, με τους εαυτούς μας. Και γιατί τώρα, ναι μεν σπεύσαμε να βάλουμε όλοι Ρίτσο και το γραφιστικό με την ελληνική σημαία, αλλά ελάχιστοι, μετρημένοι στα δάχτυλα, πήραμε στα σοβαρά τα αιτήματα των απεργών ένα μήνα πριν.
Προφανώς, πάλι θα γκρινιάζαμε για την βολή μας. Για την καθυστέρησή μας στην δουλειά. Για τους λεχρίτες, τους συνδικαλιστές, τους τεμπέληδες. Και τώρα;
Τώρα, μουδιάσαμε. Τώρα, σοκαριστήκαμε. Τώρα, χάσαμε το χρώμα μας. Όχι τόσο για τα ανώνυμα σε εμάς, τους πολλούς, παιδιά και άτομα που σμπαραλιάστηκαν στις ράγες στα Τέμπη. Αλλά στην σκέψη των δικών μας παιδιών, ανθρώπων, φίλων. Ντρεπόμαστε να το πούμε, αλλά ανακουφιστήκαμε κιόλας. Που εμείς, είμαστε ακόμα ζωντανοί. Μπορεί να στείλαμε στη μάνα μας ή στο αγόρι μας μια σκέψη, ένα «σ’ αγαπώ». Ωραίο αυτό, πάντα βγαίνει λίγο φως, ακόμα και από το πιο μαύρο σκοτάδι.
Δημοσιογραφικά, εμείς που έχουμε πρόσβαση στην διαμόρφωση της κοινής γνώμης και της ενημέρωσης, οφείλουμε, κατά την άποψή μου, να είμαστε νηφάλιοι, αλλά και θαρραλέοι.
Προσωπικά, όπως και συλλογικά, βέβαια, στο Olafaq, θέλουμε να μάθουμε ποιος θα αναλάβει την ευθύνη και πώς θα τιμωρηθεί. Μας ενοχλεί το τηλεοπτικό σκηνικό που εκθέτει τις προσωπικές ιστορίες των οικογενειών των θυμάτων, η διαχείριση του συμβάντος ως ”κακής στιγμής”, η κινηματογραφικοποίηση του δυστυχήματος. Όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, μια τέτοιου βεληνεκούς συμφορά, η συζήτηση πρέπει να γίνεται πολιτική. Για εμάς, τους δημοσιογράφους. Οι οποίοι σκεφτόμαστε, τέτοιες μέρες και ώρες, τι να γράψουμε και πώς να το γράψουμε. Ζυγίζουμε και συζητάμε την άποψή μας εκατό φορές. Όχι όλοι. Όχι πάντα. Είναι δύσκολο.
Για τους χρήστες των social δεν υπάρχει καμία ευθύνη, δεν (πρέπει να) υπάρχει πενθόμετρο. Είναι γελοίο να λοιδωρούμε μια κυρία που εκφράζει τις ευχές της για καλό μήνα με ενα meme. Είναι γελοίο που κάνουμε σκρολ ντάουν και περιμένουμε να δούμε τι θα γράψει η τάδε, ο τάδε και η τάδε για το θέμα, για να πάρουμε γραμμή. Κάνουμε καρδούλες και χύνουμε ψηφιακά δάκρυα, όσο υπάλληλοι του facebook βγάζουν άλλοι μια βάρδια της εβδομάδας τους. Παράλληλα, σε ένα σπίτι δίπλα μας, ένα κορίτσι τρώει ξύλο. Παράλληλα, σε μια εταιρεία απέναντι από την δική μας, ένας υπάλληλος απολύεται αδίκως και μένει στον δρόμο.
Καθημερινά, βιώνουμε την αδικία και την φθορά. Όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στην ζωή αυτή γενικώς. Οι παθογένειες του κρατικού μας μηχανισμού, βεβαίως, ξεγυμνωμένου στην ανεπάρκειά του πλέον εδώ και χρόνια και κακοφορμισμένου, κάνουν ακόμα πιο δύσκολη την, από την φύση της, δύσκολη, δυσβάσταχτη ζωή μας, ως ανθρώπινου είδους. Γεγονός.
Και τι να κάνουμε;
Ό,τι γουστάρουμε να κάνουμε. Να αφήσουμε όμως και τους άλλους να κάνουν το ίδιο. Χάνει την ουσία της η Έκφραση συναισθημάτων, η Επανάσταση, η Απεργία, η Αποχή όταν εκείνος που τα βιώνει και τα ξεκινάει και τα επιθυμεί, τα επιβάλλει με άκρως ολοκληρωτικό τρόπο, άμεσα ή έμμεσα, στους υπόλοιπους. Δεν είναι δυνατόν να έχουμε την έννοια της κοινωνικής μας αποδοχής και τούτη την ώρα. Την ώρα που εμείς μπορεί να μην θέλουμε να γράψουμε τίποτα, να μην ανεβάσουμε κανένα στόρι. Μπορεί κι επειδή δεν ξέρουμε πώς να βάλουμε τις σκέψεις μας σε λόγια και εικόνες.
Είναι αηδιαστικό για μένα, και το γράφω έτσι, ανοιχτά, που βλέπω αναρτήσεις στα σόσιαλ ανθρώπων που γνωρίζω καλά, μέσα από την δουλειά και όχι μόνο, τι μισάνθρωποι είναι, τι ψυχές έχουν, τι έχουν κάνει, ποιους ανθρώπους ΔΕΝ βοήθησαν ενώ μπορούσαν, με μισό τηλεφώνημα, τι λένε για τους άλλους όταν βγαίνουν, πώς το λένε, πώς κοιτούν, πώς κρίνουν. Είναι ανατριχιαστικό να βλέπω σπαραξικάρδιες αναρτήσεις τους για τα Τέμπη. Και για τον Φύσσα. Και τον Ζακ. Και όλα αυτά τα πολιτικά εγκλήματα-γιατί εγκλήματα είναι.
Στέκομαι απαρηγόρητη, βρίσκω υποκριτικές πολλές πτυχές αυτού του δημόσιου, σοσιαλμηντιακού πένθους.
Ακόμα και για τα θέατρα και τις μουσικές σκηνές, δυσκολεύομαι να κατανοήσω γιατί κλείνουν**. Ως ντόμινο κι αυτά-για να μην έχει κανείς να τους πει κάτι. Ποιος κανείς; Ποιον φοβόμαστε, τέλος πάντων;
Μήπως τον ίδιο μας τον εαυτό με τα δικά του προβλήματα; Που και χθες πείνασε και σήμερα τσακώθηκε το πρωί με την γυναίκα του και αύριο θα έχει ανάγκη να πιει ένα ποτό;
Μωρέ, μήπως δεν είμαστε όσο Στενοχωρημένοι Θα Έπρεπε; Ωραία, ας κάτσουμε να ασχοληθούμε με αυτό, τι λέτε; Αντί να σκεφτούμε τι θα ψηφίσουμε. Και τι θα κάνουμε από το μετερίζι μας για να αποφύγουμε ξανά μια τέτοια τραγωδία. Όχι, όχι. Τώρα, ας ποστάρουμε και κάτι στο Instagram, μην έχουν να πουν τίποτα για εμάς οι followers μας.
*Συλλογικό πένθος είναι όταν μια ομάδα, μια κοινότητα, μια χώρα, όλη η Γη βιώνει μία απώλεια. Απώλεια δεν είναι μόνο ο θάνατος. Απώλεια είναι και η ασθένεια, η αλλαγή δουλειάς, μια μετακόμιση, ένας χωρισμός, αλλά και μεταβάσεις ζωής θεωρητικά ευχάριστες, όπως ένας γάμος, η ενηλικίωση, η μητρότητα. Σε περιπτώσεις όπως οι τελευταίες, αυτό που «χάνεται» είναι κομμάτια του εαυτού μας. Χάνουμε την πρότερη ταυτότητα μας, τις συνήθειες μας, αυτό που ξέραμε και εμπιστευόμασταν. Χρειάζεται να βρούμε νέους τρόπους να ζούμε, να συνδεόμαστε, να προχωράμε.
**Η Τέχνη έχει λειτουργία παραμυθίας και κάθαρσης. Δεν είναι γλέντι όπου σπάμε πιάτα και χορεύουμε τσιφτετέλια. Συχνά αποτελεί βαθιά ένδειξη πένθους. Γιώργος Βουδικλάρης