Έχει καταστεί θέμα των ημερών, η έκφραση του έρωτα των δύο διάσημων καλλιτεχνών, παρασύροντας τον λαό σε δυο στρατόπεδα, όπως τους αρέσει να κάνει: υπέρ ή κατά; Με μένος και υπερβολική ζέση αμφότερα.
Λες και δεν γίνεται να είσαι υπέρ, αλλά να έχεις κάποιες διαφωνίες ή να είσαι κατά και να παραμένεις άνθρωπος και ευγενής στην έκφραση της αντίθεσής σου.
Τα social media έχουν πάρει φωτιά. Κι οι δημοφιλείς εκφραστές απόψεων τρίβουν χεράκια με τα likes και το engagement.
Διάβασα κάτι που μου άρεσε στο προφίλ ενός δικηγόρου με δημοφιλές Facebook: «Νιώθει δικαιωμένη η αρρενωπότητά μου με το φλώρικο ζεϊμπέκικο του Μπισμπίκη.»
Ξέρω ότι το εννοεί (επειδή τον γνωρίζω), ξέρω ότι έχει την μαεστρία να το γράφει σα να φαίνεται πλακίτσα. Γιατί όλο αυτό είναι και λίγο fun. Και τι παθαίνουμε; Μας πιάνει αλλεργία στο fun, στον έρωτα, στο παιχνίδι του;
Θέλουμε μόνο πολέμους, γυναικοκτονίες, αίματα, σεισμούς; Δεν θέλουμε καθόλου χαρά της ζωής; Γίναμε όλες σοβαρές και όλοι σοβαροί και σηκώνουμε δάχτυλο να μαλώσουμε τους άλλους που «ασχολούνται»; Αφού κι εμείς, κατά βάθος, αυτό κάνουμε: ασχολούμαστε.
Δεν γίνεται ένας άνθρωπος που βιοπορίζεται από την καψούρα, να μην την ζει κιόλας, με όλες της τις υπερβολές πιθανά. Και η τέχνη είναι καψούρα. Φυσικά, η εκδήλωση συναισθημάτων στον δημόσιο στίβο δεν πιστοποιεί την καλλιτεχνική φύση κάποιου ή κάποιας.
Άσε που ο έρωτας, από μόνος του, μπορεί να κάνει κάποιον καλλιτέχνη. Πόσα αγόρια στην ένδοξη ελληνική επαρχία δε χορεύουν κάθε Σαββατόβραδο ζεϊμπέκικο για τα μάτια της καλής τους που δουλεύει μπαργούμαν σε κάποιον από τους εναπομείναντες ναούς της νύχτας, βλέπε κάποιο έντιμο καγκουρομάγαζο; Απλώς, τον Τόλη και την Κατερίνα, τον Μάριο και την Ελένη, ή όπως λέγονται, δεν τους ξέρει κανείς. Τους τρώνε, φυσικά, ωραιότατα στην μούρη οι μερικές εκατοντάδες ή χιλιάδες followers τους.
Δεν θεωρώ ότι όποιος κράζει το ζεύγος Βανδή-Μπισμπίκη είναι μισάνθρωπος ή δεν έχει με κάτι άλλο να ασχοληθεί ή δεν έχει ζήσει εφάμιλλο με το δικό τους πάθος. Καταρχάς, στην κοινωνία της πληροφορίας που ζούμε, καθένας και καθεμιά έχει, πλέον, το δικαίωμα να κρίνει, να διαμορφώνει απόψη για τα πράγματα-εφόσον τα βλέπει, του είναι ορατά και, φυσικά, του πλασάρονται κιόλας. Δεν ζηλεύω μια σελέμπριτι με γαλάζια μάτια, όταν εκφράζω στο καφενείο της εποχής μου, δηλαδή τα social, ότι δεν της ταίριαζε το μακιγιάζ που έκανε στα τάδε βραβεία. Ούτε μου λείπει η ζωή και η χαρά, όταν, ίσως λίγο εμμονικά, παρακολουθώ το story επανασύνδεσης και επαμαχωρισμού των JLO και Μπεν Άφλεκ.
Η περίπτωση, όμως, του Βασίλη Μπισμπίκη και της Δέσποινας Βανδή είναι διακριτή. Για πολλούς λόγους.
Όλους αυτούς τους λόγους που μας κάνουν, κιόλας, να τους συζητάμε, από όποιο πρίσμα, με όποια διάθεση, με όποια υπερβολή ή απαξίωση.
Ξεκινώντας, ας πούμε ότι οι δυο τους φέρουν, έκαστος, έναν ολόκληρο κόσμο, αρκετά διαφορετικό, φαινομενικά, από αυτόν που εκπροσωπεί το ταίρι τους. Ο λαϊκός, «από τα κάτω» Βασίλης Μπισμπίκης, που έχει ζήσει πλατεία Βάθη, Ομόνοια, δηλοί ότι έχει φίλους του πρεζάκια και πουτάνες, έχει εργαστεί με ιδρώτα στο θέατρο, τιμώντας τον ρεαλισμό, έχει αγωνιστεί και έχει φθάσει στα 45 του χρόνια να τον ξέρει όλη η Ελλάδα.
Το σήριαλ «Αυτή η Νύχτα Μένει» τον καθιερώνει ως αρχέτυπο άντρα των Νέων Καιρών: σκληρός και παλιομοδίτης εξωτερικά, αλλά από μέσα τρυφερός, ευαίσθητος, ουσιαστικός φίλος των γυναικών, προορισμένος για έρωτα.
Η Δέσποινα Βανδή, άλλοτε Μαλέα, ετών 53, κουκλάρα, σουξεδιάρα, μορφωμένη, με συνείδηση. Παλλινόστησε στα 6 της στην Καβάλα, έχοντας γεννηθεί στην Γερμανία. Και σπούδασε Φιλοσοφική-κι ας μην την τελείωσε- δούλεψε νύχτα, παντρεύτηκε έναν ποδοσφαιριστή, κατέκτησε το απόλυτο σκήπτρο της λαϊκής σταρ με άπαντα τα συμπαρομαρτούντα: παρουσίαασε εκπομπές, βγήκε σε συνεντεύξεις, την ακολούθησαν οι παπαράτσι στα Mall με τα παιδιά της, σχολιάστηκαν οι πλαστικές της και τα λοιπά και τα λοιπά και τα λοιπά.
Σύμβολο ενός οικοδομήματος που κατέρρευσε, με τραγούδια αμφίβολης ικανότητας να σταθούν διαχρονικά, με την κόντρα της με την Βίσση, θεωρήθηκε για αρκετά μεγάλο διάστημα «ξεπερασμένη», «κάποια που δεν αφορά τη νέα γενιά», «μία από όλες».
Όμως, με έναν μαγικό τρόπο, η Δέσποινα Βανδή κατάφερε να περάσει πάνω από το κύμα της εποχής που την ανέδειξε, να είναι σύγχρονη, να χωρίζει παλικαρίσια από τον Ντέμη της, να παίρνει θέση εναντίον του Νότη Σφακιανάκη και να αποχωρεί από την συνεργασία τους και για πολιτικούς-ηθικούς λόγους.
Κι αυτοί οι δύο τώρα, η Λαίδη κι ο Αλήτης, η κατοχυρωμένη σελέμπριτι κι ο underground «σκύλος», η Ωραία και ο Γόης, ενώθηκαν. Δύο κόσμοι ενώθηκαν και ανανέωσαν, εμπλούτισαν, έδωσαν φρέσκια αξία ο ένας στον άλλο. Ούτε ο πιο προχωρημένος μαρκετίστας δεν θα μπορούσε να το φανταστεί αυτό το πράγμα. Οι δυο τους έχουν εκτιναχθεί, από άποψης φήμης και αξίας, οι κουλτουριάρηδες των black boxes άκουσαν το Νυχτολούλουδο κι έπαθαν την πλάκα τους, οι θαμώνες των μπουζουκιών ψαχούλεψαν το θεατρικό γίγνεσθαι του Μπισμπίκη (με τολμηρές, επιτυχημένες, αλλά επουδενί εμπορικές, της πρώτης γραμμής πραστάσεις). Χαμός. Το brand awareness του καθενός ενισχύθηκε σημαντικά.
Και όχι, δεν το είχαν κανονισμένο.
Διότι, όσες κυκλοφορούμε στα Εξάρχεια, μια από τις γειτονιές-στέκια για τον Μπισμπίκη, τους έχουμε δει μαζί. Χέρι χέρι, στο δρόμο. Να κοιτάζονται. Να πίνουν καφέ. Να χαιρετούν τους φίλους τους ή ακόμα και τους φαν τους. Είναι ευτυχισμένοι. Είναι ώριμοι, έχουν παιδιά με άλλους ανθρώπους, έχουν δημιουργήσει μια νέα οικογένεια, τρόπον τινά, είναι απελευθερωμένοι, φιλιούνται στα μπουζούκια, χορεύει ο ένας για την άλλη, όσο εκείνη του τραγουδά, σπάνε το Ίντερνετ.
Γράφονται διάφορα για «την ηλικία τους», για το ότι «ξεφτιλίζονται» ή ακόμα ότι «τους βλέπουν τα παιδιά τους», «πώς είναι ντυμένη έτσι», «ο άλλος έχει μπυροκοιλιά». Συντηρητισμός πασπαλισμένος με στερεοτυπική ματιά για τον ίδιο τον έρωτα. Λες και ο έρωτας αξίζει μόνο σε νέους και νέες, απαστράπτοντες, που θα μας ρωτήσουν ακριβώς πώς θέλουμε να καταλάβουμε ότι είναι ερωτευμένοι, αλλά χωρίς να προσβληθούμε κιόλας.
Ο δημόσιος χώρος ανήκει στους ανθρώπους, στους πολίτες, στα μέλη μιας κοινωνίας. Αν η Βανδή κι ο Μπισμπίκης κατακεραυνώνονται για την δημοσιότητα της αγάπης τους, ένα ομόφυλο ζευγάρι, ασήμων ή διασήμων, τι μπορεί να περιμένει; Η κυρίαρχη ηθική μάς θέλει μετρημένους-καλά, ιδίως τις γυναίκες. Και η άποψη «ας κάνουν ό, τι θέλουν στο κρεβάτι τους, αρκεί να μην προκαλούν», τελικά, δεν αφορά μόνο την ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα.
Ο πουριτανισμός στην καλύτερή του. Αλλά, αν μου επιτρέπετε, και η μιζέρια. Και, πηγαίνοντάς το ακόμα παραπέρα, η ανάγκη κάποιων (ακόμα και διάσημων!) να υπερασπιστούν το αυτονόητο δικαίωμά μας, όταν δεν θίγουμε την ελευθερία κανενός, να είμαστε και να δρούμε ελεύθερα. Δηλαδή, βγαίνουν άτομα που έχουν πει και κάνει αστειότητες στο δημόσιο βήμα και βίο τους και ομνύουν στο δικαίωμα του Βασίλη και της Δέσποινας να φασώνονται μπροστά στον κόσμο.
Και κάποιοι χειροκροτούν εκείνους που χειροκροτούν το ζεύγος. «Ε, σε πιάνει μια αηδία».
Παιδιά, ζήστε. Και διαβάστε Olafaq, επίσης.