Η Αθήνα της νύχτας γίνεται όλο και πιο κούκλα. Ίσως μια μέρα οι γραμμές που διαχωρίζουν το τέκνο hype από το κούνημα της ανατολής θα λιώσουν και θα εξαφανιστούν. Οι χίπστερ θα πηγαίνουν σε λαϊκά κωλόμπαρα, οι λαϊκοί άνθρωποι σε raves. Οι νέοι άνθρωποι σε ρεμπετάδικα, οι παλιοί σε trance φεστιβαλ. Θα γίνουμε όλοι ένα. Τέτοιες υψωτικές σκέψεις περνάν από το μυαλό σου, καθώς στέκεσαι άπραγος στην ουρά αναμονής ενός χορευτικού club δίπλα στις γραμμές του τρένου. Είσαι στο Γκάζι, δυο-τρεις ώρες μετά τα μεσάνυχτα. Η αναμονή μάλλον θα κρατήσει πολύ. Έτσι αφήνεις τους συνειρμούς να πετάξουν και παράλληλα μιλάς με τους ανθρώπους γύρω σου.

Συναντάς άτομα  που μοιάζουν με εξώφυλλα περιοδικού -όμορφα σαν ομοιώματα- αλλά αληθινοί σαν άνθρωποι. Όταν τους μιλάς ανοίγει ένα σύμπαν βάθους, τρέλας και αταξινόμητης εσωτερικότητας. Ίσως η ίδια λέξη «χιπστερ» -εδώ, σε αυτήν ειδικά την πόλη- μια μέρα απαλλαγεί από τις συνηχήσεις σνομπισμού και επιφανειακής εκζήτησης και επιστρέψει στο παλιό αυθεντικό μπίτνικ νόημα – οι κυνηγοί της ρευστής ομορφιάς, οι στιλάτοι υπαρξιστές της νύχτας.

Πάντως αυτή η ουρά εδώ που είμαστε δεν ρέει ρούπι: μισή ώρα και συνεχίζουμε να είμαστε στο ίδιο σημείο.

Πριν βρεθώ έξω από το κλαμπ πήγα σε ένα φεστιβάλ εναλλακτικών τεχνών και είδα on stage μια πανκ περφόρμερ να χτυπιέται, να ουρλιάζει και να εκτοξεύει στίχους – τη μια στιγμή χορευτικά, την άλλη φολκ. Κάπως έτσι, με τρέλα και κορδέλα -ένα βήμα μπροστά, μια κωλοτούμπα πίσω- θα βρούμε τον τρόπο να φτιάξουμε μια ορίτζιναλ φαντασμαγορία της ψυχής, μια πρωτοπορία με ρίζες στον εναέριο τόπο και στα ξεριζωμένα μυαλά μας. Μέινστριμ και αντεργκραουντ δουλεύουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Διάλογος με την πλανητική κουλτούρα. Όχι απλά προσκύνημα και ειδωλολατρία.

Κοιτάζω το πλήθος που πηγαίνει στο φεστιβάλ. Μερικά αγόρια φοράν κροπς – ο αφαλός έξω, δαχτυλίδια στα αυτιά, ημι-ξυρισμένα κεφάλια απαλά συντονισμένα με φράντζες. Μοιάζουν σαν γκραφίτι που ξεκόλλησαν απ΄τον τοίχο ή video game χαρακτήρες που σπάσαν την οθόνη. Μετά σκέφτομαι το κράξιμο που έτρωγα όταν φορούσα κροπς στην Αθήνα του 2000. Μια πλευρά μου αγαπάει τη νέα εικόνα, μια άλλη θέλει να φωνάξει: έι, sisters, το έκανα προτού γίνει κουλ. Και μια τρίτη φωνή απαντάει στο καπάκι. Σκάσε και τσούλα στο τώρα ψωνάρα.

Όμως η ουρά δεν τσουλάει. Η πορτιέρισσα και ο πορτιέρης με ένα ύφος καρδιναλίου  ανοιγοκλείνουν την πόρτα -μιλάν αδιάφορα στο κινητό-, ανταλλάσσουν νεύματα με ένα αόρατο μάστερ της αίγλης. Μου φαίνεται υπέροχο αυτό το εξωπραγματικά παλαιακό θράσος. Σαν να ορίζουν μια πύλη του χρόνου, άγγελοι του σκότους από βιντεοκασέτα των 80s. Πράκτορες του πασοκικού lifestyle press – ντυμένοι με κουρέλια του μέλλοντος. Σαν κοσμικά ζόμπι που καταβροχθίζουν και ξερνάνε στα μούτρα μας πολλαπλές χρονικές ζώνες. Ορίστε concept για περφορμανς: Κτήνη εκτός ιστορίας. Τερατάκια του πακμαν που αφοδεύουν ένα τουρλού μνήμης στα νυχτερινά πεζοδρόμια της αθήνας. Αδέσποτα του χρόνου. Νιώθω ότι το πρόσωπό τους μπορεί να ξεκολλήσει σαν πλαστική μάσκα – να εμφανιστεί από κάτω η Μιμή Ντενίση με πεντικιούρ αλά Φρέντι Κρούγκερ.

Πιάνω κουβέντα με ένα ζευγάρι επισκεπτών από το Λονδίνο και τσουλάω μοιραία μέσα στους συνειρμούς του παρελθόντος. Θυμόμαστε τερατώδεις πορτιέρηδες σε πόλεις του εξωτερικού – στο Μάνσεστερ μια φίλη είπε ένα αθώο σχόλιο για τη σελήνη και ο πορτιέρης την πέταξε έξω απ΄ την ούρα. Στην ίδια πόλη δε με άφησαν να μπω σε γκέι κλαμπ επειδή έμοιαζα πολύ «με στρέιτ». Eνώ στο Λίβερπουλ έκανα το λάθος να πω «μην ψάχνετε την τσάντα του φίλου, έχει βόμβα», και μας έσπρωξαν έξω σαν πραγματικούς τρομοκράτες. Στην Αθήνα, χρόνια πριν, στο Sodade κάτι σούπερ κυριλέ ξανθομαλλούσες επισκέπτριες ούρλιαζαν στο πορτιέρη ότι τις ρωτήσαμε πόσο κάνει η η είσοδος -τι ξεφτίλες- κι έτσι είσοδος γιοκ για μας τους “προνομιούχους” λευκούς άντρες (κι ας ήταν μετανάστης ο φίλος). Καθώς σκέφτομαι το τελευταίο περιστατικό, το ζευγάρι από την Αγγλία αποφασίζει να φύγει από την ουρά, το ίδιο και κάμποσοι φίλοι, Έλληνες και ξένοι, ψηλοί και κοντοί (αλλά κυρίως… στρέιτ μάλλον άνω των τριάντα – κοίτα πως αλλάζουν τα πράγματα).

Ξαφνικά εμφανίζεται ένα ζευγάρι νέων ανθρώπων που πηδάν την ουρά και συνομιλούν με το φίλο που έχει απομείνει μαζί μου (του είχα προτείνει να φύγουμε δυο τρεις φορές αλλά δεν). Έχουμε φτάσει πια μπροστά μπροστά. Η πορτιέρισσα μου λέει «μην περιμένετε, δεν θα αφήσω να μπει κανένα για δυο τρεις ωρες». Οι φρέσκοι επισκέπτες δεν πτοούνται. Φαίνεται σαν να έχουν έρθει από άλλο πάρτι. Δεν μου απευθύνουν καθόλου το λόγο. Η κοπέλα πιάνει ψιθυριστά κουβέντα με την Πορτιέρισσα του Σκότους. Έρχεται με νόημα στο φίλο μου – του λέει «Μπορεί να βάλει εμας τους τρεις όχι όμως τέσσερις, δεν μπορώ να πω περισσότερα.» Ο φίλος μου με ρωτάει «Θες να κάτσεις πολύ;».

Τσεκάρω το grindr μπας και υπάρχει τίποτα τυχερό και αποφασίζω να κάνω την ηρωική έξοδο. «Ντάξει παιδιά, θα φύγω εγώ» λέω. «Καληνύχτα.» Η πορτιέρισσα χαμογελά με κανιβαλικό ενθουσιασμό…

Αφήνει τους άλλους τρεις να μπουν μέσα και λέει στη φίλη του φίλου: «Την επόμενη φορά να έρχεσαι με πιο στοχευμένη παρέα».

Γλυτώνω 12 ευρώ στην είσοδο, μια περιδίνηση χωρίς κλιματισμό και ένα ξημέρωμα με τα δόντια να τρίζουν από το βλέμμα των άλλων. Σκέφτομαι το διαχρονικό εφέ της απόρριψης – σε όλα τα πεδία. Μου αρνήθηκαν μια αμφιλεγόμενη απόλαυση του αφρού (δηλαδή μια πιθανή ταλαιπωρία), η απόρριψη όμως σκάλωσε αναμφίβολα μέσα μου. Στερώντας μου αυτό που δεν ήξερα αν θέλω, πήρα αυτό που ξέρω ότι θέλω. Ένα κουβάρι από ηδονικούς συλλογισμούς αλλά και ένα χορευτικό σώμα ενόρασης -που έσκασε πάνω μου- χωρίς να ανατρέξω σε ένα ηλεκτρονικό αρχείο.

Περιμένω να πάει πεντέμισι για να πάρω το πρωινό τρένο από το Σταθμό Λαρίσης. Δεν μπαίνω στο πειρασμό να πάρω τσιγάρα, ούτε καν μπύρα απ’ το περίπτερο. Αύριο θα ‘ναι μια υπέροχη μέρα στη θάλασσα. Σκέφτομαι όλα τα πιθανά κομμάτια στο παζλ που συνθέτουν την απορριπτέα εικόνα μου – ηλικία, ντύσιμο, εισοδηματικό στάτους, φάτσα, σεξουαλικό προσανατολισμό, ιδεολογικό προφίλ, σωματότυπος. Και τα ξανα-αγαπάω όλα με καινούριο μπρίο.

Τέλος, σκέφτομαι τις πόρτες στα επαγγελματικά, ερωτικά και κοινωνικά πεδία -που περίμενα  να ανοίξουν- αλλά εκείνες μου χαμογελούσαν συγκαταβατικά σαν να ‘μαι χαρακτήρας του Κάφκα. Εκείνος που μαθαίνει στο τέλος -απ’ τον χαιρέκακο πορτιέρη- ότι δεν τον περίμενε τίποτα πίσω απ΄την κλειστή πόρτα. Ήταν απλά φτιαγμένη για να του παρέχει έναν ανεκπλήρωτο στόχο και να του ξεζουμίζει την ενέργεια.

Καθώς μπαίνω στο τρένο, νιώθω την ενέργεια όλων των άστοχων στόχων μου να πλημμυρίζει σαν συντριβάνι το σώμα, τη μνήμη και το (θνητό μου) μέλλον. Κι αρχίζω να ροχαλίζω σαν εργοστάσιο σε ονείρωξη.