Συνήθως, όταν ένας πολιτικός παραιτείται, είναι επειδή τα θαλάσσωσε. Ανάλογα με την κουλτούρα της χώρας, το παράπτωμα μπορεί να είναι κάτι μικρό, όπως η σοκολάτα Toblerone που αγοράστηκε με την πιστωτική κάρτα του κοινοβουλίου και οδήγησε σε παραίτηση την ηγέτιδα των Σουηδών Σοσιαλδημοκρατών Μόνα Σάλιν ή κάτι πιο σοβαρό, όπως το σιδηροδρομικό ατύχημα στα Τέμπη το οποίο με τη σειρά του οδήγησε στην παραίτηση του Υπουργού Μεταφορών, Κώστα Καραμανλή.
Όμως τους τελευταίους μήνες, τρεις πρωθυπουργοί ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να εγκαταλείψουν τις θέσεις τους για ένα απροσδόκητο, αλλά και εντυπωσιακό λόγο. Στα τέλη Ιανουαρίου, η πρωθυπουργός της Νέας Ζηλανδίας, Τζασίντα Άρντερν, η οποία ήταν στη θέση της επί πέντε χρόνια, δήλωσε ότι θα παραιτηθεί. Τον Φεβρουάριο, το ίδιο έκανε και η πρώτη υπουργός της Σκωτίας τα τελευταία οκτώ χρόνια, η Νίκολα Στέρτζον. Και την Τετάρτη, η Σάνα Μάριν, η πρωθυπουργός της Φινλανδίας, δήλωσε ότι και αυτή θα παραιτηθεί από το αξίωμά της μετά την οριακή ήττα του κόμματός της στις εκλογές της Κυριακής. Στη περίπτωσή της όμως, η Μάριν δεν παραχωρούσε μόνο το πρωθυπουργικό αξίωμα. Αν και εξακολουθεί να είναι δημοφιλής στη Φινλανδία παρά τα εκλογικά αποτελέσματα, παραιτείται και από τον ηγετικό ρόλο του κόμματός της.
Είναι δύσκολο να γνωρίζει κανείς ποιοι είναι οι πραγματικοί λόγοι για τους οποίους ένας πολιτικός αποχωρεί από τη θέση του αρχηγού ενός κόμματος ή μιας κυβέρνησης, εκτός αν πρόκειται ξεκάθαρα για κάποια γκάφα ολκής. Αλλά η γλώσσα που χρησιμοποίησαν η Άρντερν, η Στέρτζον και η Μάριν για να δικαιολογήσουν δημοσίως τις αποχωρήσεις τους είναι ενδιαφέρουσα. «Ξέρω τι απαιτεί αυτή η δουλειά και ξέρω ότι δεν έχω πλέον αρκετή ενέργεια για να μπορώ να ανταπεξέλθω όπως πρέπει», δήλωσε η Άρντερν. «Οι αντοχές μου έχουν δοκιμαστεί», δήλωσε η Μάριν. «Ήταν εξαιρετικά δύσκολα χρόνια και δύσκολες εποχές». Η ομιλία της Στέρτζον στηρίχθηκε επίσης στη συνειδητοποίηση ότι δεν μπορούσε πλέον να δώσει τα πάντα στη δουλειά: «Μόλις πολύ πρόσφατα, νομίζω, άρχισα να κατανοώ, πόσο μάλλον να επεξεργάζομαι, τις σωματικές και ψυχικές επιπτώσεις που είχε πάνω μου».
Η ξεκάθαρη διατύπωση του λόγου παραίτησης λόγω της επαγγελματικής εξουθένωσης με αυτόν τον τρόπο ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στις πολιτικές παραιτήσεις. Νομίζω όμως ότι οποιοσδήποτε πολιτικός στην Ελλάδα που θα έλεγε κάτι τέτοιο η αντιμετώπιση θα ήταν persona non grata, αν αναλογιστούμε τι έχουμε υποστεί ως λαός τα τελευταία χρόνια. Βέβαια ο κύριος λόγος που μου τράβηξε τη προσοχή δεν είναι να προβληματιστούμε για την υπερκόπωση. Είναι επειδή είναι όλες γυναίκες.
Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι με τους οποίους μπορούμε να το παρατηρήσουμε. Μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι οι γυναίκες που υπηρετούν σε εξέχουσες θέσεις είναι πιο πιθανό να είναι πρόθυμες να παραδεχτούν ότι οι απαιτήσεις της δουλειάς είναι ακραίες και ότι κάτω από αυτές τις συνθήκες είναι πολύ πιθανό να εξαντληθείς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι γυναίκες γενικά, είναι πιο ευαίσθητες σε ότι έχει να κάνει με τη συναισθηματική τους ισορροπία. Παρ’ όλη τη συζήτηση που κάνουμε για την ψυχική υγεία και την αυτοφροντίδα, οι άνδρες εξακολουθούν να αισθάνονται ότι το να κάνουν στην άκρη για να δώσουν προτεραιότητα στη δική τους ηρεμία είναι παραδοχή ήττας ή ακόμα και σημάδι αδυναμίας. Είναι επίσης πολύ καλά τεκμηριωμένο ότι οι γυναίκες σε απαιτητικούς ηγετικούς ρόλους καλούνται να επιλέξουν την ισορροπία στη ζωή τους μεταξύ οικογένειας και καριέρας πιο προσεκτικά από ό,τι οι άνδρες, οπότε είναι πιθανό να υποκύπτουν σε αυτή την πίεση και να εγκαταλείπουν την εργασία τους σε υψηλότερα ποσοστά από τους άνδρες.
Μπορεί επίσης να είναι ότι το να είσαι πολιτικός είναι κάπως χάλια. «Είμαι άνθρωπος. Οι πολιτικοί είναι άνθρωποι. Δίνουμε ό,τι μπορούμε, για όσο μπορούμε, και μετά έρχεται η ώρα…», συνέχισε η Άρντερν στην ομιλία της για την παραίτησή της. Η Στέρτζον είπε ουσιαστικά το ίδιο πράγμα: «Είμαι τόσο άνθρωπος όσο και πολιτικός».
Είναι μερικές φορές δύσκολο ως πολίτες να το έχουμε αυτό κατά νου. Όχι άδικα βέβαια καθώς οι πολιτικοί συμπεριφέρονται πολλές φορές με τρόπους που υπονοούν ότι δεν έχουν σε ιδιαίτερη εκτίμηση τα συναισθήματα των πολιτών τους. Αλλά σίγουρα τα λαμβάνουν υπόψη όταν τα πράγματα στραβώνουν. Ίσως οι γυναίκες πολιτικοί να σηκώνουν συναισθηματικά περισσότερο το βάρος αυτού του είδους των πραγμάτων. Και έτσι, πιθανόν και γι’ αυτόν τον λόγο, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι τρεις πιο επιφανείς ηγέτες που παραιτήθηκαν με δική τους πρωτοβουλία τον τελευταίο καιρό είναι γυναίκες. Αυτό δεν σημαίνει αδυναμία, όπως πολύ γρήγορα μπορούν να πουν κάποιοι με μια πρώτη ανάγνωση της είδησης. Αντιθέτως η αυτογνωσία του να πει κάποιος ότι «δεν κάνω πλέον αυτή τη δουλειά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο», θα μπορούσε να γίνει ο κανόνας για το πολιτικό προσωπικό.
Είμαι επιφυλακτικός, λόγω και των επικείμενων εκλογών αν οι πολιτικοί μας έχουν ή έστω φιλοδοξούν να έχουν την αυτογνωσία που επέδειξαν οι προαναφερθείσες γυναίκες συνάδελφοί τους. Γι’ αυτό και αναφέρομαι στους δικούς μας πολιτικούς που διεκδικούν την ψήφο μας, προτείνοντάς τους ότι αν δεν αισθάνονται πως είναι κατάλληλοι για αυτήν τη δουλειά, το καλύτερο πράγμα που μπορούν να κάνουν για τη χώρα μας είναι να το παραδεχτούν.