Μεγάλωσα με ένα σταθερό τηλέφωνο που δεν έχει αναγνώριση, είχε καντράν και κάθε νούμερο που καλούσες ήταν μία ηχηρή δήλωση. Εκεί κάπου στα χρόνια του γυμνάσιου αλλάξαν οι συσκευές και ήρθαν εκείνες με την αναγνώριση και την αναμονή να χτυπάει από μέσα. Στη πρώτη λυκείου απέκτησα και το πρώτο μου κινητό, δεν είχε κάμερα και τα μηνύματα είχαν περιορισμό λέξεων, για αυτό δεν σταματήσαμε να μιλάμε ποτέ στα σταθερά μας τηλέφωνα.
Παλιότερα ήξερα πολλούς σταθερούς αριθμούς τηλεφώνου απ’ έξω, ακόμα και τώρα θυμάμαι τα νούμερα των φιλών από το σχολείο. Για μένα και για τις ακόμα πιο παλιές γενιές το σταθερό ήταν ένας ολόκληρος κόσμος. Το να έχω τη δίκη μου συσκευή μέσα στο δωματίου μου είναι μεγάλο επίτευγμα και κάτι που θύμιζε αμερικάνικη σειρά της εφηβείας μας. Με την άνοδο και την εξέλιξη των κινητών, τα σταθερά τηλέφωνα, άρχισαν να γίνονται μουσειακό αντικείμενο και να βρίσκονται μόνο σε σπίτια ανθρώπων μεγάλης ηλικίας και επιτηρήσεων.
Το πανταχού παρόν χθες
Πάντα πίστευα ότι το σταθερό τηλέφωνο θα έσβηνε μαζί με τις ασπρόμαυρες τηλεοράσεις και τα DVD. Και όμως, το παλιό μου, ταπεινό τηλέφωνο με το σπειροειδές καλώδιο και τη φωνή που βγαίνει σαν από τούνελ, είναι σήμερα ο πιο πιστός μου σύμμαχος στην κοινωνική επιβίωση. Το σταθερό μου τηλέφωνο κρατά ζωντανές τις φιλίες μου, κυριολεκτικά. Μπορεί να το απατάω κάποιες φορές με το ασύρματο, αλλά αυτό είναι εκεί και χτυπάει ακόμα. Γιατί αν περιμένω από το κινητό, τις εφαρμογές και τα «διαβάστηκε» θα είχα ήδη διαγραφεί από τη συλλογική μνήμη των ανθρώπων.
Το σταθερό έχει μια ιερότητα είναι ένα στοιχείο του παρελθόντος που πρέπει να σεβόμαστε. Δεν μπορείς να στείλεις emoji από αυτό. Δεν μπορείς να αφήσεις «απλώς ένα μήνυμα», ακόμα και ο τηλεφωνητής την δεκαετία του ’90 με την κασέτα του και την επιβλητική του παρουσία είχε κάτι πιο ουσιαστικό. Αν δεν υπάρχει τηλεφωνητής οι επιλογές είναι δύο, ή θα μιλήσεις ή δεν θα μιλήσεις. Είναι η τελευταία άμυνα της αληθινής επαφής, είναι έκείνο το μεσω επικοινωνίας που θα ακούσω το γέλιο ή το κλάμα ζωντανά εκείνη τη στίγμη. Δεν μπόρει κανένας να στείλει ηχήτικο. Κάθε φορά που σηκώνω το ακουστικό, νιώθω σαν να καλώ κάποιον σε μία τελετουργία του παλίου καιρού. «Καλησπέρα, ενοχλώ; Μήπως έχεις δουλειά;», τι όμορφες φράσεις, σχεδόν ποιητικές ή τουλάχιστον τείνουν προς τα εκεί. Την εποχή του Messenger και του WhatsApp, μοιάζει με απομεινάρι ευγένειας από άλλη διάσταση.
Και βέβαια, το σταθερό μου τηλέφωνο δεν επιτρέπει ghosting. Δεν υπάρχει το «διάβασα και δεν απάντησα». Δεν έχει αναμμένα μπλε τικ. Έχει μόνο τον ήχο του κουδουνιού, που αν χτυπήσει και δεν το σηκώσεις, σημαίνει πως δεν είσαι σπίτι. Τόσο απλό. Όχι «είδα το μήνυμα αλλά το ξέχασα» ή όχι «θα σου απαντήσω μετά» και μετά απλώς απουσία. Στον κόσμο του σταθερού, η ειλικρίνεια είναι ενσωματωμένη στη συσκευή.
Οι φίλοι μου, κουρασμένοι από τα group chats, βρίσκουν στο τηλέφωνό μου μια όαση ρετρό ηρεμίας. Με παίρνουν για να μιλήσουμε, όχι για να στείλουν φωτογραφία φαγητού ή meme με γάτα που χορεύει. Το σταθερό λειτουργεί σαν φίλτρο και από αυτό περνούν μόνο όσοι έχουν πραγματικό λόγο να επικοινωνήσουν και θέλουν. Είναι σαν ένα φυσικό spam filter για ανθρώπους, αν θέλουμε να το φέρουμε στους όρους του σήμερα.
Και έχει κι αυτό το υπέροχο πράγμα που όταν μιλάς στο σταθερό, δεν μπορείς ταυτόχρονα να κάνεις scroll στο Instagram. Τα χέρια μου είναι δεσμευμένα, το αυτί μου καλυμμένο, η προσοχή μου «ω του θαύματος!» συγκεντρωμένη στον συνομιλητή μου. Νιώθεις τη φωνή του άλλου χωρίς να βλέπεις φωτογραφίες, φίλτρα και stories και ναι αυτό, είναι σχεδόν συγκινητικό. Κάποτε αυτό λεγόταν «επικοινωνία». Τώρα μοιάζει με vintage εμπειρία σε μία πιο ήσυχη και ρομαντική εποχή.
Ακόμη και οι ήχοι του έχουν ψυχή. Το «κλικ» όταν σηκώνεις το ακουστικό, ο μονότονος ήχος αναμονής, το «μπιπ-μπιπ» της γραμμής που έχει κοπεί είναι ήχοι που με ταξιδεύουν στα παιδικά μου χρόνια. Θυμάμαι να καλώ φίλους και να ζητάω τη μαμά τους: «Καλησπέρα, τον Γιώργο θα ήθελα». Τι υπέροχη κοινωνική άσκηση! Σήμερα οι νέοι δεν έχουν ιδέα πώς είναι να σου απαντά κάποιος εντελώς άγνωστος και να πρέπει να είσαι ευγενικός απέναντι του. Ένα μάθημα επικοινωνίας που κανένα TikTok δεν μπορεί να διδάξει.
Το σταθερό μου τηλέφωνο είναι, θα έλεγα, ότι είναι το τελευταίο αντικείμενο στο σπίτι που δεν έχει application. Δεν χρειάζεται αναβάθμιση, δεν ζητάει να το φορτίσεις και δεν σε παρακολουθεί. Δεν σου πετάει ειδοποιήσεις που σου σπάνε τα νεύρα, δεν σου προτείνει «ποιους μπορεί να γνωρίζεις». Δεν γνωρίζει τίποτα για σένα και όμως, σε συνδέει με τους ανθρώπους που σε ξέρουν πραγματικά. Και ναι αυτή είναι η ειρωνεία στην εποχή που ζούμε.
Μπλέξαν οι γραμμές μας
Κάποτε μια φίλη με ρώτησε γιατί το χρειάζομαι. «Μα ποιος χρησιμοποιεί πια σταθερό; Οριακά δεν θυμάμαι πως παίρνουμε τηλέφωνο σε σταθερό», μου είπε γελώντας. Της απάντησα με στόμφο: «Όσοι έχουν ακόμα φίλους που θυμούνται αριθμούς». Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι κανείς δεν θυμάται αριθμούς πια. Αν χαθεί το κινητό, χάνεις και τον κοινωνικό σου κύκλο. Ενώ εγώ έχω χαραγμένο στο μυαλό μου το νούμερο της παιδικής μου φίλης, σαν να είναι στίχος από τραγούδι.
Και μην ξεχνάμε τη ρομαντική πλευρά του πράγματος, το σταθερό είναι ένα ολόκληρο κεφάλαιο στις ερωτικές ιστορίες και ο ρόλος του είναι κομβικός. Πόσες φορές δεν περιμέναμε ένα τηλεφώνημα, κοιτώντας τη συσκευή με αγωνία; Τώρα τα κινητά μας δίνουν την ψευδαίσθηση ελέγχου του τύπου «είναι online, αλλά δεν μου γράφει». Το σταθερό, όμως, είχε αγωνία με σασπένς. Αν δεν χτυπούσε, υπήρχε εξήγηση, «Ή δεν πήρε, ή το καλώδιο είχε χαλάσει». Και στις δύο περιπτώσεις, είχες κάτι απτό να κατηγορήσεις. Ακόμα και το ίδιο το καλώδιο του ακουστικού είναι μια υπενθύμιση ότι οι σχέσεις χρειάζονται σύνδεση, κυριολεκτικά. Αν τεντωθεί πολύ «το καλώδιο», κόβεται. Αν το στριφογυρίσεις μανιωδώς, μπλέκεται. Όπως και οι φιλίες που θέλουν ισορροπία και λίγη προσοχή για να μην κοπούν.
Στην πραγματικότητα, το σταθερό μου τηλέφωνο είναι το πιο «ανθρώπινο» gadget που έχω. Όχι γιατί είναι έξυπνο, αλλά γιατί δεν προσποιείται ότι είναι. Είναι απλώς ένα τηλέφωνο. Και αυτή η απλότητα, σε μια εποχή που ρωτάς την AI αν θα παραγγείλεις σουβλάκια ή pizza, λειτουργεί σαν ανάσα. Όταν χτυπά, ξέρω πως κάποιος έκανε συνειδητά την κίνηση να με καλέσει. Δεν πάτησε απλώς «voice note» ενώ οδηγούσε ή πάτησε μια καρδούλα. Επικοινώνησε ανθρώπινα και ουσιαστικά.
Γι’ αυτό και δεν σκοπεύω να το αποχωριστώ και ίσως μια μέρα να το βάλουν σε μουσείο, δίπλα σε γραφομηχανές και κασέτες και έμενα να εξηγώ τη λειτουργία τους. Αλλά μέχρι τότε, θα συνεχίσω να το σηκώνω με χαρά, να λέω «παρακαλώ» και να ακούω τη φωνή κάποιου φίλου στην άλλη άκρη της γραμμής. Γιατί ναι, μπορεί να μην έχει Wi-Fi, Bluetooth ή AI, αλλά το σταθερό μου τηλέφωνο έχει κάτι που κανένα smartphone δεν θα αποκτήσει ποτέ, ψυχή.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.