Τις προάλλες, ένας φίλος μου έλεγε ότι από τα 21 του –ουσιαστικά από τότε που άρχισε να εργάζεται– το καλοκαίρι γι’ αυτόν δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Κανένας συνειρμός με διακοπές, ξεγνοιασιά, μακρινά ταξίδια, παγωτά και καλοκαιρινές περιπέτειες. «Για μένα είναι απλά δυο εβδομάδες άδειας χωρίς χρήματα για διακοπές, όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι δουλεύω, και μάλιστα με την επιβάρυνση της ζέστης», μου είπε.
Αναλογιζόμενη τα λόγια του, για πρώτη φορά ήρθα αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι ουσιαστικά το καλοκαίρι, αυτή η μεγαλοπρεπής, χιλιοτραγουδισμένη εποχή, που ποιητές και τροβαδούροι της έχουν πλέξει το εγκώμιο, που μεγάλοι και παιδιά περιμένουν πώς και πώς, αυτός ο λαμπρός φάρος που σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της χρονιάς, την συγκομιδή των καρπών της γης, του τρύγου και του ετήσιου μόχθου μας, είναι ουσιαστικά μια φενάκη, η εποχή των μεγάλων προσδοκιών. Αυτή η απομάγευση του καλοκαιριού σε μια μόνο πρόταση, όσο να’ναι με τάραξε. Η ψυχρή συνειδητοποίηση ότι το καλοκαίρι ουσιαστικά είναι ιδέα, είναι ίσως μια από τις μεγαλύτερες σφαλιάρες των αντικειμενικών συνθηκών της εποχής μας.
Φυσικά, αυτή η ελαστική σχέση με τις καλοκαιρινές διακοπές και τη σημασία που τους προσδίδουμε, όπως φαίνεται εξαρτάται από τις αντικειμενικές συνθήκες, και για να το θέσω πιο απλά, από τα λεφτά που μας περισσεύουν στο τέλος της χρονιάς. Επομένως, σε περιόδους κοινωνικής και οικονομικής ανασφάλειας, όπως είναι λογικό, η σημασία των διακοπών χάνει τη σημασία της.
Στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, όταν οι άνθρωποι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πάνε διακοπές, επινοήθηκε ο όρος “staycation”, ένας συνδυασμός των λέξεων “stay” (παραμένω) και “vacation” (διακοπές). Το staycation επανεμφανίστηκε μετά την οικονομική κρίση του 2008 και επανήλθε στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, όταν τα ταξίδια ήταν περιορισμένα και πολλοί άνθρωποι αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες.
Tα τελευταία χρόνια, η έννοια του staycation αποτελεί αντικείμενο πολλών δημοσιευμάτων και συζητήσεων, προβάλλοντας την ιδέα της παραμονής στο σπίτι κατά τη διάρκεια των διακοπών ως μια ελκυστική και εναλλακτική λύση. Αναρωτιέμαι ωστόσο, αν αυτή η επανεμφανιζόμενη τάση στην πραγματικότητα σαρκάζει την οικονομική μας αδυναμία να πάμε διακοπές. Στο παρόν άρθρο, θα εξετάσουμε την έννοια του staycation, την ιστορία και την εξέλιξή του, και θα αναλύσουμε πώς αυτή η τάση επηρεάζει τους Έλληνες που αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες.
Τι είναι το Staycation
Η βασική ιδέα του staycation είναι να απολαύσει κανείς τις διακοπές του παραμένοντας στο σπίτι ή εξερευνώντας την περιοχή του, συμμετέχοντας σε δραστηριότητες που δεν απαιτούν μακρινά ταξίδια ή μεγάλα έξοδα. Παρουσιάζεται ως μια ευκαιρία για χαλάρωση και ανανέωση, χωρίς το άγχος και τα έξοδα ενός ταξιδιού. Ωστόσο, αυτό που φαινομενικά παρουσιάζεται ως μια δημιουργική και οικονομική λύση, κρύβει μια βαθύτερη αλήθεια σχετικά με τις οικονομικές δυσκολίες πολλών ανθρώπων.
Το ελληνικό staycation
Στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, η υψηλή ανεργία και η εργασιακή επισφάλεια έχουν καταστήσει τις διακοπές πολυτέλεια για πολλούς. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), μόνο ένας στους δύο Έλληνες μπορεί να πάει φέτος διακοπές. Τα πορίσματα της έρευνας αποκαλύπτουν επίσης ότι η ακρίβεια στα βασικά αγαθά, ο πληθωρισμός, η φτώχεια και η ανεργία έχουν επιδεινώσει την κατάσταση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα, 1 στους 2 Έλληνες φέτος δεν θα κάνει διακοπές, ενώ από εκείνους που θα κάνουν οι 2 στους 3 θα έχουν μειωμένες δαπάνες. Θυμίζουμε ότι με βάση έρευνα του Ιουνίου (ΣΕΛΠΕ), σχεδόν για 7 στους 10 (69%) το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα λόγω ανατιμήσεων στα προϊόντα είναι ο βασικότερος παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά τις διακοπές και ακολουθούν το αυξημένο κόστος μεταφορικών (43%), το αυξημένο κόστος διαμονής (38%), το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα λόγω του αυξημένου κόστους ενέργειας (37%). Η φετινή εγχώρια τουριστική δαπάνη για εσωτερικό τουρισμό υπολογίζεται μειωμένη κατά 15% σε σχέση με πέρυσι.
Συνεπώς, η ακρίβεια και οι αυξήσεις στους λογαριασμούς ενέργειας και στα είδη πρώτης ανάγκης έχουν επηρεάσει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Η ανεργία παραμένει υψηλή, με πολλές οικογένειες να δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, πόσο μάλλον να σχεδιάσουν διακοπές. Η εργασιακή επισφάλεια και οι χαμηλοί μισθοί αναγκάζουν πολλούς να δουλεύουν υπερωρίες ή να αναζητούν δεύτερες και τρίτες δουλειές για να τα βγάλουν πέρα.
«Έχουμε πόλεμο, κάντε Cocooning»
Όλος αυτός ο ντόρος που γίνεται αυτό το διάστημα με το staycation μου θύμισε το πλέον «μυθολογικό» “cocooning“, έναν όρο που χρησιμοποίησε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού. Σε ένα από τα διαγγέλματά του, προέτρεψε τους πολίτες να παραμείνουν στα σπίτια τους για να προστατευτούν από τον ιό, παρουσιάζοντας το cocooning ως μια μορφή προστασίας και κοινωνικής υπευθυνότητας.
Το cocooning που προέρχεται από το αγγλικό cocoon, δηλαδή το κουκούλι, είναι η συνειδητή απόφαση ενός ατόμου που επιλέγει να μένει κλεισμένο στο σπίτι του και να μην βγει έξω απ’ αυτό προκειμένου να αποφύγει έναν κίνδυνο και μια δυσάρεστη ή κοπιαστική κατάσταση. Στη νεολαιίστικη slang και όχι μόνο- το cocooning είναι το «άραγμα» ή το «σάπισμα» στο σπίτι, όταν δηλαδή για δύο, τρεις ή και περισσότερες ημέρες κινείσαι μεταξύ καναπέ, κρεβατιού και ψυγείου και δεν το κουνάς ρούπι.
Ωστόσο, η ευφάνταστη πρόταση του Πρωθυπουργού για cocooning φάνηκε σε πολλούς ως μια προσπάθεια να αποποίησης των ευθυνών της κυβέρνησης για την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας με κλίνες, αναπνευστήρες και αναλώσιμα και της επαρκούς οικονομικής στήριξης των πολιτών των οποίων οι επιχειρήσεις τους πλήττονταν από τις συνέπειες του μακροχρόνιου lockdown.
Οι ΜΕΘ (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας) γεμίζανε ταχύτατα, και οι πόροι ήταν ανεπαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες των ασθενών. Παράλληλα, οι δημόσιες δομές υγείας έβλεπαν τον προϋπολογισμό τους να μειώνεται και τις υπηρεσίες τους να υποβαθμίζονται.
Ας θυμιθούμε τις συνθήκες που επικρατούσαν στο νοσοκομείο του “Ευαγγελισμού“, που αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι εργαζόμενοι ανέφεραν εξαντλητικά ωράρια και ελλείψεις σε βασικό εξοπλισμό και προσωπικό. Αντί να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα με την ενίσχυση των υποδομών και την πρόσληψη προσωπικού, ο Πρωθυπουργός της χώρας έκανε λόγο για cocooning.
Αναπόφευκτοι επομένως και οι συνειρμοί του cocooning με το επίκαιρο staycation, όπου η παραμονή στο σπίτι παρουσιάζεται ως επιλογή ευχαρίστησης και χαλάρωσης, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί μια αναγκαστική λύση λόγω των οικονομικών δυσκολιών. Και στις δύο περιπτώσεις, η προώθηση αυτών των λύσεων φαντάζει σαν μια προσπάθεια ρομαντικοποίησης μιας σκληρής πραγματικότητας, μιας κανονικοποίησης της αθλιότητας , ενώ παράλληλα αποσιωποιεί τον ρόλο και τις ευθύνες της πολιτείας για την παροχή ουσιαστικής στήριξης στους πολίτες.
Η Ρομαντικοποίηση της φτώχειας
Η προώθηση του cocooning ως λύση για την οικονομική δυσπραγία, αποδεικνύει μια προσπάθεια ρομαντικοποίησης της φτώχειας. Αντί να αντιμετωπίζονται οι βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων, παρουσιάζονται επιφανειακές λύσεις που δεν απαντούν στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Γιατί είναι άλλο να επιλέγεις να μείνεις στο σπίτι σου, ή να μην απομακρυνθείς πολύ από αυτό, κι άλλο να είναι ΑΝΑΓΚΑΣΜΕΝΟΣ να το κάνεις, απλώς και μόνο επειδή είσαι άφραγκος.
Δεν χρειαζόμαστε όρους και ευφάνταστες επινοήσεις από πολιτικούς, influencers και ένα κάρο ειδικούς που ρομαντικοποιούν την φτώχεια και κανονικοποιούν τις δυσμενείς συνθήκες, αλλά ουσιαστική στήριξη και πολιτικές που θα βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους και θα μας επιτρέψουν να απολαύσουμε πραγματικές διακοπές και ποιοτική ζωή. Το staycation, αν και ως ένα βαθμό μπορεί να έχει πλάκα, στην πραγματικότητα αντανακλά την αδυναμία μιας καθόλου ευκαταφρόνητης μερίδας της κοινωνίας να αντέξουν οικονομικά τις διακοπές έτσι όπως τις γνωρίζαμε μέχρι τώρα.
Επομένως, οι ευφάνταστες επινοήσεις που σκαρφίζονται διάφοροι, από τους influencers, μέχρι τον Πρωθυπουργό της χώρας, δεν είναι τόσο αθώες όσο φαντάζουν με μια πρώτη ματιά. Όλες αυτές οι «χαριτωμενιές» που ρομαντικοποιούν την φτώχεια και την ανέχεια, δεν αποτελούν λύση, αλλά έναν εμπαιγμό για τους ανθρώπους που παλεύουν καθημερινά να επιβιώσουν. Αντί για επιφανειακές λύσεις, απαιτείται μια ουσιαστική και μακροπρόθεσμη προσέγγιση που θα επιτρέψει στους ανθρώπους να απολαύσουν πραγματικές διακοπές και ποιοτική ζωή.
➸ Δείτε επίσης: Γιατί στην Ελλάδα αλλάζουμε τις δουλειές σαν τα πουκάμισα;
Τις προάλλες, ένας φίλος μου έλεγε ότι από τα 21 του –ουσιαστικά από τότε που άρχισε να εργάζεται– το καλοκαίρι γι’ αυτόν δεν σημαίνει απολύτως τίποτα. Κανένας συνειρμός με διακοπές, ξεγνοιασιά, μακρινά ταξίδια, παγωτά και καλοκαιρινές περιπέτειες. «Για μένα είναι απλά δυο εβδομάδες άδειας χωρίς χρήματα για διακοπές, όλο το υπόλοιπο καλοκαίρι δουλεύω, και μάλιστα με την επιβάρυνση της ζέστης», μου είπε.
Αναλογιζόμενη τα λόγια του, για πρώτη φορά ήρθα αντιμέτωπη με τη συνειδητοποίηση ότι ουσιαστικά το καλοκαίρι, αυτή η μεγαλοπρεπής, χιλιοτραγουδισμένη εποχή, που ποιητές και τροβαδούροι της έχουν πλέξει το εγκώμιο, που μεγάλοι και παιδιά περιμένουν πώς και πώς, αυτός ο λαμπρός φάρος που σηματοδοτεί την ολοκλήρωση της χρονιάς, την συγκομιδή των καρπών της γης, του τρύγου και του ετήσιου μόχθου μας, είναι ουσιαστικά μια φενάκη, η εποχή των μεγάλων προσδοκιών. Αυτή η απομάγευση του καλοκαιριού σε μια μόνο πρόταση, όσο να’ναι με τάραξε. Η ψυχρή συνειδητοποίηση ότι το καλοκαίρι ουσιαστικά είναι ιδέα, είναι ίσως μια από τις μεγαλύτερες σφαλιάρες των αντικειμενικών συνθηκών της εποχής μας.
Φυσικά, αυτή η ελαστική σχέση με τις καλοκαιρινές διακοπές και τη σημασία που τους προσδίδουμε, όπως φαίνεται εξαρτάται από τις αντικειμενικές συνθήκες, και για να το θέσω πιο απλά, από τα λεφτά που μας περισσεύουν στο τέλος της χρονιάς. Επομένως, σε περιόδους κοινωνικής και οικονομικής ανασφάλειας, όπως είναι λογικό, η σημασία των διακοπών χάνει τη σημασία της.
Στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης της δεκαετίας του 1930, όταν οι άνθρωποι δεν είχαν την οικονομική δυνατότητα να πάνε διακοπές, επινοήθηκε ο όρος “staycation”, ένας συνδυασμός των λέξεων “stay” (παραμένω) και “vacation” (διακοπές). Το staycation επανεμφανίστηκε μετά την οικονομική κρίση του 2008 και επανήλθε στο προσκήνιο κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού, όταν τα ταξίδια ήταν περιορισμένα και πολλοί άνθρωποι αντιμετώπιζαν οικονομικές δυσκολίες.
Tα τελευταία χρόνια, η έννοια του staycation αποτελεί αντικείμενο πολλών δημοσιευμάτων και συζητήσεων, προβάλλοντας την ιδέα της παραμονής στο σπίτι κατά τη διάρκεια των διακοπών ως μια ελκυστική και εναλλακτική λύση. Αναρωτιέμαι ωστόσο, αν αυτή η επανεμφανιζόμενη τάση στην πραγματικότητα σαρκάζει την οικονομική μας αδυναμία να πάμε διακοπές. Στο παρόν άρθρο, θα εξετάσουμε την έννοια του staycation, την ιστορία και την εξέλιξή του, και θα αναλύσουμε πώς αυτή η τάση επηρεάζει τους Έλληνες που αντιμετωπίζουν σοβαρές οικονομικές δυσκολίες.
Τι είναι το Staycation
Η βασική ιδέα του staycation είναι να απολαύσει κανείς τις διακοπές του παραμένοντας στο σπίτι ή εξερευνώντας την περιοχή του, συμμετέχοντας σε δραστηριότητες που δεν απαιτούν μακρινά ταξίδια ή μεγάλα έξοδα. Παρουσιάζεται ως μια ευκαιρία για χαλάρωση και ανανέωση, χωρίς το άγχος και τα έξοδα ενός ταξιδιού. Ωστόσο, αυτό που φαινομενικά παρουσιάζεται ως μια δημιουργική και οικονομική λύση, κρύβει μια βαθύτερη αλήθεια σχετικά με τις οικονομικές δυσκολίες πολλών ανθρώπων.
Το ελληνικό staycation
Στην Ελλάδα, η οικονομική κρίση των τελευταίων ετών, η υψηλή ανεργία και η εργασιακή επισφάλεια έχουν καταστήσει τις διακοπές πολυτέλεια για πολλούς. Σύμφωνα με το Ινστιτούτο Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών (ΙΕΛΚΑ), μόνο ένας στους δύο Έλληνες μπορεί να πάει φέτος διακοπές. Τα πορίσματα της έρευνας αποκαλύπτουν επίσης ότι η ακρίβεια στα βασικά αγαθά, ο πληθωρισμός, η φτώχεια και η ανεργία έχουν επιδεινώσει την κατάσταση.
Ειδικότερα, σύμφωνα με την έρευνα, 1 στους 2 Έλληνες φέτος δεν θα κάνει διακοπές, ενώ από εκείνους που θα κάνουν οι 2 στους 3 θα έχουν μειωμένες δαπάνες. Θυμίζουμε ότι με βάση έρευνα του Ιουνίου (ΣΕΛΠΕ), σχεδόν για 7 στους 10 (69%) το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα λόγω ανατιμήσεων στα προϊόντα είναι ο βασικότερος παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά τις διακοπές και ακολουθούν το αυξημένο κόστος μεταφορικών (43%), το αυξημένο κόστος διαμονής (38%), το μειωμένο διαθέσιμο εισόδημα λόγω του αυξημένου κόστους ενέργειας (37%). Η φετινή εγχώρια τουριστική δαπάνη για εσωτερικό τουρισμό υπολογίζεται μειωμένη κατά 15% σε σχέση με πέρυσι.
Συνεπώς, η ακρίβεια και οι αυξήσεις στους λογαριασμούς ενέργειας και στα είδη πρώτης ανάγκης έχουν επηρεάσει σημαντικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Η ανεργία παραμένει υψηλή, με πολλές οικογένειες να δυσκολεύονται να καλύψουν τις βασικές τους ανάγκες, πόσο μάλλον να σχεδιάσουν διακοπές. Η εργασιακή επισφάλεια και οι χαμηλοί μισθοί αναγκάζουν πολλούς να δουλεύουν υπερωρίες ή να αναζητούν δεύτερες και τρίτες δουλειές για να τα βγάλουν πέρα.
«Έχουμε πόλεμο, κάντε Cocooning»
Όλος αυτός ο ντόρος που γίνεται αυτό το διάστημα με το staycation μου θύμισε το πλέον «μυθολογικό» “cocooning“, έναν όρο που χρησιμοποίησε ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας, Κυριάκος Μητσοτάκης κατά τη διάρκεια της πανδημίας του κορονοϊού. Σε ένα από τα διαγγέλματά του, προέτρεψε τους πολίτες να παραμείνουν στα σπίτια τους για να προστατευτούν από τον ιό, παρουσιάζοντας το cocooning ως μια μορφή προστασίας και κοινωνικής υπευθυνότητας.
Το cocooning που προέρχεται από το αγγλικό cocoon, δηλαδή το κουκούλι, είναι η συνειδητή απόφαση ενός ατόμου που επιλέγει να μένει κλεισμένο στο σπίτι του και να μην βγει έξω απ’ αυτό προκειμένου να αποφύγει έναν κίνδυνο και μια δυσάρεστη ή κοπιαστική κατάσταση. Στη νεολαιίστικη slang και όχι μόνο- το cocooning είναι το «άραγμα» ή το «σάπισμα» στο σπίτι, όταν δηλαδή για δύο, τρεις ή και περισσότερες ημέρες κινείσαι μεταξύ καναπέ, κρεβατιού και ψυγείου και δεν το κουνάς ρούπι.
Ωστόσο, η ευφάνταστη πρόταση του Πρωθυπουργού για cocooning φάνηκε σε πολλούς ως μια προσπάθεια να αποποίησης των ευθυνών της κυβέρνησης για την ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας με κλίνες, αναπνευστήρες και αναλώσιμα και της επαρκούς οικονομικής στήριξης των πολιτών των οποίων οι επιχειρήσεις τους πλήττονταν από τις συνέπειες του μακροχρόνιου lockdown.
Οι ΜΕΘ (Μονάδες Εντατικής Θεραπείας) γεμίζανε ταχύτατα, και οι πόροι ήταν ανεπαρκείς για να καλύψουν τις ανάγκες των ασθενών. Παράλληλα, οι δημόσιες δομές υγείας έβλεπαν τον προϋπολογισμό τους να μειώνεται και τις υπηρεσίες τους να υποβαθμίζονται.
Ας θυμιθούμε τις συνθήκες που επικρατούσαν στο νοσοκομείο του “Ευαγγελισμού“, που αντιμετώπισε τεράστια προβλήματα κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Οι εργαζόμενοι ανέφεραν εξαντλητικά ωράρια και ελλείψεις σε βασικό εξοπλισμό και προσωπικό. Αντί να αντιμετωπιστούν αυτά τα προβλήματα με την ενίσχυση των υποδομών και την πρόσληψη προσωπικού, ο Πρωθυπουργός της χώρας έκανε λόγο για cocooning.
Αναπόφευκτοι επομένως και οι συνειρμοί του cocooning με το επίκαιρο staycation, όπου η παραμονή στο σπίτι παρουσιάζεται ως επιλογή ευχαρίστησης και χαλάρωσης, ενώ στην πραγματικότητα αποτελεί μια αναγκαστική λύση λόγω των οικονομικών δυσκολιών. Και στις δύο περιπτώσεις, η προώθηση αυτών των λύσεων φαντάζει σαν μια προσπάθεια ρομαντικοποίησης μιας σκληρής πραγματικότητας, μιας κανονικοποίησης της αθλιότητας , ενώ παράλληλα αποσιωποιεί τον ρόλο και τις ευθύνες της πολιτείας για την παροχή ουσιαστικής στήριξης στους πολίτες.
Η Ρομαντικοποίηση της φτώχειας
Η προώθηση του cocooning ως λύση για την οικονομική δυσπραγία, αποδεικνύει μια προσπάθεια ρομαντικοποίησης της φτώχειας. Αντί να αντιμετωπίζονται οι βαθύτερες αιτίες των προβλημάτων, παρουσιάζονται επιφανειακές λύσεις που δεν απαντούν στις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων. Γιατί είναι άλλο να επιλέγεις να μείνεις στο σπίτι σου, ή να μην απομακρυνθείς πολύ από αυτό, κι άλλο να είναι ΑΝΑΓΚΑΣΜΕΝΟΣ να το κάνεις, απλώς και μόνο επειδή είσαι άφραγκος.
Δεν χρειαζόμαστε όρους και ευφάνταστες επινοήσεις από πολιτικούς, influencers και ένα κάρο ειδικούς που ρομαντικοποιούν την φτώχεια και κανονικοποιούν τις δυσμενείς συνθήκες, αλλά ουσιαστική στήριξη και πολιτικές που θα βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσής τους και θα μας επιτρέψουν να απολαύσουμε πραγματικές διακοπές και ποιοτική ζωή. Το staycation, αν και ως ένα βαθμό μπορεί να έχει πλάκα, στην πραγματικότητα αντανακλά την αδυναμία μιας καθόλου ευκαταφρόνητης μερίδας της κοινωνίας να αντέξουν οικονομικά τις διακοπές έτσι όπως τις γνωρίζαμε μέχρι τώρα.
Επομένως, οι ευφάνταστες επινοήσεις που σκαρφίζονται διάφοροι, από τους influencers, μέχρι τον Πρωθυπουργό της χώρας, δεν είναι τόσο αθώες όσο φαντάζουν με μια πρώτη ματιά. Όλες αυτές οι «χαριτωμενιές» που ρομαντικοποιούν την φτώχεια και την ανέχεια, δεν αποτελούν λύση, αλλά έναν εμπαιγμό για τους ανθρώπους που παλεύουν καθημερινά να επιβιώσουν. Αντί για επιφανειακές λύσεις, απαιτείται μια ουσιαστική και μακροπρόθεσμη προσέγγιση που θα επιτρέψει στους ανθρώπους να απολαύσουν πραγματικές διακοπές και ποιοτική ζωή.