Όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι τα καλοκαίρια όταν πηγαίναμε στο χωριό, να με ρωτάνε στο δρόμο, εκείνο το κλασικό -στα όρια του γραφικού- «Τίνος είσαι εσύ;», και αμέσως βαπτιζόμουν «η κόρη του Φίλιππου». Κάθε φορά που μια γιαγιά ή ένας θείος στην επαρχία μας έχει ρωτήσει κάτι τέτοιο, νομίζω ότι πρόκειται για μια ολόκληρη ψυχοκοινωνική εποποιία που θέλει τη γυναίκα κτήμα ενός άνδρα.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκα στην πόλη του συντρόφου μου -μια επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, -δεν έχει σημασία ποια- αποφάσισα να γραφτώ σε ένα γυμναστήριο. Ενώ η γυμνάστρια και τα υπόλοιπα κορίτσια ήταν πάνω κάτω στην ηλικία μου (30 ετών), με το που μπήκα στην αίθουσα, προς μεγάλη μου έκπληξη, δέχτηκα μια αντίστοιχη ερώτηση. Πάγωσα και απάντησα σχεδόν μηχανικά, «είμαι η κοπέλα του Χ, που είναι γιος του Α», «ναι, ναι του γιατρού», συμπλήρωσα διευκρινιστικά. Δεν ήμουν η Χριστιάνα, δεν είχα προσωπικότητα. Μια προσωπικότητα για την οποία πάλεψα χρόνια, διαβάζοντας άπειρα βιβλία, ακούγοντας χιλιάδες δίσκους και πολλά πολλά χρόνια στα πανεπιστημιακά έδρανα. Επιπλέον εισπνέοντας γαλόνια δακρυγόνα στους δρόμους για την υπεράσπιση του αξιακού μου κώδικα και όλων όσων εγώ θεωρούσα δίκαια. Αγάπες, μοναξιές, θυσίες, μαθήματα μπαλέτου, χωρισμοί, ματαιώσεις, χαμένες ευκαιρίες, χαμένες καριέρες, θυσίες και αγώνες για να γίνω αυτό που είμαι -ό,τι και να είμαι. Όλα εξωραΐστηκαν σε μια και μόνο ερώτηση: «Σε ποιον ανήκεις;». Καθώς με έλουζαν ανάμεικτα συναισθήματα ντροπής και θυμού και χαμογελούσα αμήχανα, οραματιζόμουν να ουρλιάξω με οργή εκείνο το φεμινιστικό σύνθημα της δεκαετίας του 70 και 80:
«Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του ανδρός μου, θέλω να είμαι ο εαυτός μου».
Όσο κι αν η κοινωνία μας εξελίχθηκε από τότε, τόσο με την αλλαγή του οικογενειακού δικαίου του 1982 όσο και από την εξέλιξη των γυναικών στην εκπαίδευση και στην εργασία γενικότερα, σε κάθε εκλογές η σκληροπυρηνική παράδοση μας χτυπάει στη μούρη. Έτσι, βλέπουμε στα ψηφοδέλτια να λέει, π.χ.
Μάριος Βασιλειάδης, του Γεράσιμου
Ανδριανή Παπαδάκη, του Γεωργίου, σύζυγος Φιλίππου
Η γυναίκα ως πολεμικό λάφυρο
Δε νομίζω πως μπορούμε να αντιληφθούμε την έννοια της γυναίκας ως ιδιοκτησία του άνδρα χωρίς να τη συνδέσουμε με την ιστορία της “περίφραξης” του σώματος των ίδιων των γυναικών, τη μηχανοποίηση του σώματός τους αλλά και την απαξίωση της αναπαραγωγικής εργασίας. Όταν αφαιρέθηκε από τις γυναίκες ο έλεγχος πάνω στο σώμα τους, την αντισύλληψη, τη γέννα, την εργατική δύναμη (παιδιά), με τη συμβολή της εκκλησίας, του κράτους και των θεσμών του.
Η προέλευση της γυναίκας ως μορφή ιδιοκτησίας μπορεί να εντοπιστεί στις πρώτες στιγμές της ιστορίας του είδους μας, όταν οι μικρές ομάδες Homo sapiens ζούσαν νομαδικά. Καθώς οι πληθυσμοί τους αυξάνονταν, οι φυλές άρχισαν να καταπατούν η μία τη γη της άλλης και άρχισαν οι πρώτοι πόλεμοι. Όταν εκείνες οι προϊστορικές φυλές πολεμούσαν για την επικράτεια, οι νικητές σκότωναν τους άνδρες και έπαιρναν τις γυναίκες ως ανταμοιβή της νίκης. Ένα όφελος αυτού, ήταν να ενισχυθεί η γενετική ποικιλομορφία της φυλής και να μειωθεί η ενδογαμία, αλλά από τη γυναικεία σκοπιά αυτές οι λεηλατημένες γυναίκες ήταν απλώς τσιφλίκι. Δεν είχαν καμία δύναμη ή ελευθερία επιλογής. Συχνά, χρησιμοποιούνταν ως σκλάβες.
Σήμερα βλέπουμε την ίδια ανδρική συμπεριφορά στους σύγχρονους πολέμους. Οι Ιάπωνες αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν Κορεάτισσες “γυναίκες παρηγοριάς” για να εξυπηρετούν τους στρατιώτες τους. Νιγηριανοί μαχητές άρπαξαν εκατοντάδες νεαρές γυναίκες από ένα σχολείο του Τσιμπόκ για να τις μοιράσουν ως σκλάβες του σεξ και συζύγους στους στρατιώτες τους. Το χαλιφάτο ISIS έσφαξε τους άνδρες των Γιαζίντι, αλλά κράτησε τις γυναίκες για τους ίδιους σεξουαλικούς σκοπούς. Οι ηγέτες αυτών των σύγχρονων φυλών έπραξαν ακριβώς όπως οι πρωτόγονοί μας πρόγονοι όταν μοίραζαν τα λάφυρα του πολέμου στους πολεμιστές τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι γυναίκες που υπηρετούν στο στρατό εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως ιδιοκτησία. Η σεξουαλική εκμετάλλευση προς τις γυναίκες αποτελεί μείζον πρόβλημα όχι μόνο μεταξύ των εν ενεργεία μονάδων, αλλά και εντός των ακαδημιών που εκπαιδεύουν τους μελλοντικούς αξιωματικούς.
Γάμος: η μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας
Καθώς οι κοινωνίες γίνονταν πιο οργανωμένες, η απροκάλυπτη απόκτηση γυναικών ως λάφυρο πολέμου υποχώρησε. Η θέση της γυναίκας καθοριζόταν από συμβατικές ρυθμίσεις (γάμος) που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της κοινωνικής σταθερότητας και στην αποτροπή επιθετικών απειλών από το να διαταράξουν την κοινωνική τάξη. Ένα δημόσιο τελετουργικό αναγνώριζε και μαρτυρούσε αυτή τη νομική σχέση -ο γάμος- και καθόριζε ότι η γυναίκα ανήκε μόνο σε έναν άνδρα. Η βασική αρχή του γάμου, με άλλα λόγια, ήταν η μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας και ο γάμος ήταν η δημόσια αναγνώριση αυτής της μεταβίβασης.
Σε μια παραδοσιακή γαμήλια τελετή, για παράδειγμα, ο πατέρας της νύφης την “παραδίδει”, μεταβιβάζοντας τον τίτλο ιδιοκτησίας του στο νέο ιδιοκτήτη. Κανείς ωστόσο δεν χρειάζεται να παραδώσει τον γαμπρό καθώς δεν αποτελεί ιδιοκτησία. Μετά την τελετή η νύφη που παίρνει το όνομα του συζύγου της επιβεβαιώνει το νέο ιδιοκτησιακό της καθεστώς. Στη συνέχεια φοράει ένα δεύτερο δαχτυλίδι (τη βέρα) που, όπως μια πινακίδα “πουλήθηκε” σε ακίνητο, σηματοδοτεί ότι είναι πλέον εκτός αγοράς. Αυτά τα διάφορα τελετουργικά και οι παραδόσεις των σύγχρονων γάμων θα μπορούσαν να θεωρηθούν μόνο γραφικά απομεινάρια παλαιότερων και πλέον απορριφθέντων συμβόλων της γυναικείας ιδιότητας, αν δεν υπήρχαν οι σημερινές ενδείξεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γυναικών.
Ένα σχετικό χρηματικό αντάλλαγμα ήταν η προίκα, το κεφάλαιο που έφερνε η νύφη στο γάμο ως βοήθεια για την ίδρυση του νέου νοικοκυριού, ιδίως όταν οι γυναίκες δεν μπορούσαν να κερδίσουν χρήματα ή να κατέχουν οι ίδιες περιουσιακά στοιχεία. Όσο μεγαλύτερη ήταν η προίκα, τόσο πιο πολύτιμη ήταν η γυναίκα.
Η προίκα μοιάζει με μια εταιρική εξαγορά στην οποία ο αγοραστής λαμβάνει τόσο μετοχές (το ίδιο το ακίνητο) όσο και μια πληρωμή σε μετρητά για να κλείσει η συμφωνία (Πριν μερικά χρόνια, ένας άνδρας στην Ινδία πούλησε το νεφρό της γυναίκας του χωρίς τη συγκατάθεσή της, επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος με το ποσό της προίκας της).
Σε άλλους πολιτισμούς, οι άνδρες χρησιμοποιούσαν την οικονομική τους ευμάρεια και την υψηλή κοινωνική τους θέση για να αποκτήσουν πολλές συζύγους. Μερικές φορές επιδείκνυαν αυτόν τον πλούτο ανοιχτά, ενώ σε άλλες κοινωνίες τον έκρυβαν πίσω από τους τοίχους των χαρεμιών. Σήμερα, καθώς οι άνδρες που κατέχουν πλούτο και δύναμη, συχνά χρησιμοποιούν μια ελκυστική -και συνήθως νεαρή γυναίκα ως “τρόπαιο”.
Η κοπέλα του τάδε
Όπως μας θύμισε και ο τίτλος στο άρθρο του Πρώτου Θέματος (το βράδυ άλλαξε ο τίτλος), είμαστε από πολλές απόψεις, πολιτισμικά οι ίδιοι άνθρωποι τώρα με εκείνες τις αρχαίες φυλές. Όπως και στην Αγία Γραφή, η γυναίκα, ουσιαστικά, αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του άνδρα και εξομοιώνεται, λίγο πολύ, με υπάρχοντα όπως το βόδι, το γαϊδούρι και το χωράφι.
Δεν είναι η Νικόλ Ελευθεριάδου, είναι… η κοπέλα του Βεζένκοφ. Δεν είναι η αθλήτρια του Ολυμπιακού και της Εθνικής Ομάδας Πόλο, μια γυναίκα που έχει τη δική της προσωπικότητα, και επιτεύγματα, είναι…η γυναίκα του άντρα, το κτήμα του. Έρχεται να επισφραγίσει ότι η “φυσική” θέση των γυναικών βρίσκεται στο κρεβάτι, στα παιδιά, στη κουζίνα, ταυτίζοντας τη γυναίκα με τη “φύση” και τον άνδρα με τον “πολιτισμό”, τη δημόσια σφαίρα, την επιτυχία και τα επιτεύγματα -άξια αναφοράς
Εμείς οι δημοσιογράφοι -ειδικά εμείς, ως οι λεγόμενοι «εργολάβοι της ηθικής» που ο ρόλος μας είναι να ενημερώνουμε για θέματα ισότητας, δημοκρατίας, ισονομίας θα έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πως χειριζόμαστε τον δημόσιο λόγο.
Και γιατί να το κάνουμε αυτό; Μα ακριβώς επειδή ο συγκεκριμένος τίτλος φυσικοποιεί αυτό το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Και το τι ακολουθεί, όταν οι γυναίκες αρνηθούν αυτούς τους “φυσικούς” ρόλους ως κτήματα των ανδρών, το έχουμε δει να συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη, στην Κω, στην Νίκαια, στη Μάνη κ.ά. Αφού η τάδε κοπέλα δεν είναι η τάδε με όνομα κι επίθετο, αλλά…είναι η γυναίκα – κτήμα του τάδε άντρα και επομένως μπορεί να την κάνει ό,τι θέλει!
Αυτή η αντίληψη των γυναικών ως κτήμα των ανδρών αντανακλάται στα “οδοφράγματα” που στήνουμε καθημερινά για να προστατευτούμε: όλους τους λεπτούς τρόπους με τους οποίους προστατεύουμε τον εαυτό μας από το να μείνουμε μόνες με κάποιους άνδρες σε γραφείο ή με κάποιον άλλο στο αμάξι ή όλους τους άγνωστους άνδρες σε μεγάλα άδεια κτίρια- μερικούς από τους άνδρες που γνωρίζουμε- τους άγνωστους άνδρες που δεν γνωρίζουμε- σε κάθε σκοτεινό πάρκινγκ.
Τη φωνή που σου φωνάζει σε μια συνάντηση, γιατί και πώς τολμάς να μιλάς- τη γνώση ότι ο χρόνος σου δεν υπολογίζεται και η εργασία σου πάντα θα υποτιμάται, οπότε θα πρέπει να κάνεις διπλάσια δουλειά- κάθε φορά που πήρες ταξί αντί να περπατήσεις μέσα από το πάρκο τα βράδια- κάθε φορά που αγνόησες το χυδαίο σχόλιο ενός συναδέλφου στη δουλειά, ενός τύπου στο δρόμο ή σε ένα μπαρ ή σε ένα πάρτι, γιατί ποιος ξέρει τι θα κάνει αν αντιδράσεις… χίλιες παρεμβατικές πράξεις τόσο μικρές και τόσο συνηθισμένες που δεν τις μαρτυράς ποτέ σε κανέναν, ακόμα και όταν καταγγέλλεις την ανισότητα, ακόμα και όταν αγωνίζεσαι για την προώθηση μιας φεμινιστικής ατζέντας, γιατί πολύ απλά έτσι είναι η ζωή.
Ωστόσο, πρέπει και οφείλουμε να φωνάξουμε το όνομά μας – όλα αυτά για τα οποία φτύσαμε αίμα να κερδίσουμε, όλα αυτά που είμαστε- ό,τι κι αν είμαστε. Ακόμα κι αν δεν έχουμε στην φαρέτρα μας λαμπρά επιτεύγματα, τίτλους, μεταλλεία, πρωταθλήματα και τρόπαια.
✥ Δείτε επίσης: Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελληνίδων τα ιερά
Όταν ήμουν μικρή, θυμάμαι τα καλοκαίρια όταν πηγαίναμε στο χωριό, να με ρωτάνε στο δρόμο, εκείνο το κλασικό -στα όρια του γραφικού- «Τίνος είσαι εσύ;», και αμέσως βαπτιζόμουν «η κόρη του Φίλιππου». Κάθε φορά που μια γιαγιά ή ένας θείος στην επαρχία μας έχει ρωτήσει κάτι τέτοιο, νομίζω ότι πρόκειται για μια ολόκληρη ψυχοκοινωνική εποποιία που θέλει τη γυναίκα κτήμα ενός άνδρα.
Αρκετά χρόνια αργότερα, όταν βρέθηκα στην πόλη του συντρόφου μου -μια επαρχιακή πόλη της Βόρειας Ελλάδας, -δεν έχει σημασία ποια- αποφάσισα να γραφτώ σε ένα γυμναστήριο. Ενώ η γυμνάστρια και τα υπόλοιπα κορίτσια ήταν πάνω κάτω στην ηλικία μου (30 ετών), με το που μπήκα στην αίθουσα, προς μεγάλη μου έκπληξη, δέχτηκα μια αντίστοιχη ερώτηση. Πάγωσα και απάντησα σχεδόν μηχανικά, «είμαι η κοπέλα του Χ, που είναι γιος του Α», «ναι, ναι του γιατρού», συμπλήρωσα διευκρινιστικά. Δεν ήμουν η Χριστιάνα, δεν είχα προσωπικότητα. Μια προσωπικότητα για την οποία πάλεψα χρόνια, διαβάζοντας άπειρα βιβλία, ακούγοντας χιλιάδες δίσκους και πολλά πολλά χρόνια στα πανεπιστημιακά έδρανα. Επιπλέον εισπνέοντας γαλόνια δακρυγόνα στους δρόμους για την υπεράσπιση του αξιακού μου κώδικα και όλων όσων εγώ θεωρούσα δίκαια. Αγάπες, μοναξιές, θυσίες, μαθήματα μπαλέτου, χωρισμοί, ματαιώσεις, χαμένες ευκαιρίες, χαμένες καριέρες, θυσίες και αγώνες για να γίνω αυτό που είμαι -ό,τι και να είμαι. Όλα εξωραΐστηκαν σε μια και μόνο ερώτηση: «Σε ποιον ανήκεις;». Καθώς με έλουζαν ανάμεικτα συναισθήματα ντροπής και θυμού και χαμογελούσα αμήχανα, οραματιζόμουν να ουρλιάξω με οργή εκείνο το φεμινιστικό σύνθημα της δεκαετίας του 70 και 80:
«Δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του ανδρός μου, θέλω να είμαι ο εαυτός μου».
Όσο κι αν η κοινωνία μας εξελίχθηκε από τότε, τόσο με την αλλαγή του οικογενειακού δικαίου του 1982 όσο και από την εξέλιξη των γυναικών στην εκπαίδευση και στην εργασία γενικότερα, σε κάθε εκλογές η σκληροπυρηνική παράδοση μας χτυπάει στη μούρη. Έτσι, βλέπουμε στα ψηφοδέλτια να λέει, π.χ.
Μάριος Βασιλειάδης, του Γεράσιμου
Ανδριανή Παπαδάκη, του Γεωργίου, σύζυγος Φιλίππου
Η γυναίκα ως πολεμικό λάφυρο
Δε νομίζω πως μπορούμε να αντιληφθούμε την έννοια της γυναίκας ως ιδιοκτησία του άνδρα χωρίς να τη συνδέσουμε με την ιστορία της “περίφραξης” του σώματος των ίδιων των γυναικών, τη μηχανοποίηση του σώματός τους αλλά και την απαξίωση της αναπαραγωγικής εργασίας. Όταν αφαιρέθηκε από τις γυναίκες ο έλεγχος πάνω στο σώμα τους, την αντισύλληψη, τη γέννα, την εργατική δύναμη (παιδιά), με τη συμβολή της εκκλησίας, του κράτους και των θεσμών του.
Η προέλευση της γυναίκας ως μορφή ιδιοκτησίας μπορεί να εντοπιστεί στις πρώτες στιγμές της ιστορίας του είδους μας, όταν οι μικρές ομάδες Homo sapiens ζούσαν νομαδικά. Καθώς οι πληθυσμοί τους αυξάνονταν, οι φυλές άρχισαν να καταπατούν η μία τη γη της άλλης και άρχισαν οι πρώτοι πόλεμοι. Όταν εκείνες οι προϊστορικές φυλές πολεμούσαν για την επικράτεια, οι νικητές σκότωναν τους άνδρες και έπαιρναν τις γυναίκες ως ανταμοιβή της νίκης. Ένα όφελος αυτού, ήταν να ενισχυθεί η γενετική ποικιλομορφία της φυλής και να μειωθεί η ενδογαμία, αλλά από τη γυναικεία σκοπιά αυτές οι λεηλατημένες γυναίκες ήταν απλώς τσιφλίκι. Δεν είχαν καμία δύναμη ή ελευθερία επιλογής. Συχνά, χρησιμοποιούνταν ως σκλάβες.
Σήμερα βλέπουμε την ίδια ανδρική συμπεριφορά στους σύγχρονους πολέμους. Οι Ιάπωνες αυτοκράτορες χρησιμοποίησαν Κορεάτισσες “γυναίκες παρηγοριάς” για να εξυπηρετούν τους στρατιώτες τους. Νιγηριανοί μαχητές άρπαξαν εκατοντάδες νεαρές γυναίκες από ένα σχολείο του Τσιμπόκ για να τις μοιράσουν ως σκλάβες του σεξ και συζύγους στους στρατιώτες τους. Το χαλιφάτο ISIS έσφαξε τους άνδρες των Γιαζίντι, αλλά κράτησε τις γυναίκες για τους ίδιους σεξουαλικούς σκοπούς. Οι ηγέτες αυτών των σύγχρονων φυλών έπραξαν ακριβώς όπως οι πρωτόγονοί μας πρόγονοι όταν μοίραζαν τα λάφυρα του πολέμου στους πολεμιστές τους. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, οι γυναίκες που υπηρετούν στο στρατό εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως ιδιοκτησία. Η σεξουαλική εκμετάλλευση προς τις γυναίκες αποτελεί μείζον πρόβλημα όχι μόνο μεταξύ των εν ενεργεία μονάδων, αλλά και εντός των ακαδημιών που εκπαιδεύουν τους μελλοντικούς αξιωματικούς.
Γάμος: η μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας
Καθώς οι κοινωνίες γίνονταν πιο οργανωμένες, η απροκάλυπτη απόκτηση γυναικών ως λάφυρο πολέμου υποχώρησε. Η θέση της γυναίκας καθοριζόταν από συμβατικές ρυθμίσεις (γάμος) που αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της κοινωνικής σταθερότητας και στην αποτροπή επιθετικών απειλών από το να διαταράξουν την κοινωνική τάξη. Ένα δημόσιο τελετουργικό αναγνώριζε και μαρτυρούσε αυτή τη νομική σχέση -ο γάμος- και καθόριζε ότι η γυναίκα ανήκε μόνο σε έναν άνδρα. Η βασική αρχή του γάμου, με άλλα λόγια, ήταν η μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας και ο γάμος ήταν η δημόσια αναγνώριση αυτής της μεταβίβασης.
Σε μια παραδοσιακή γαμήλια τελετή, για παράδειγμα, ο πατέρας της νύφης την “παραδίδει”, μεταβιβάζοντας τον τίτλο ιδιοκτησίας του στο νέο ιδιοκτήτη. Κανείς ωστόσο δεν χρειάζεται να παραδώσει τον γαμπρό καθώς δεν αποτελεί ιδιοκτησία. Μετά την τελετή η νύφη που παίρνει το όνομα του συζύγου της επιβεβαιώνει το νέο ιδιοκτησιακό της καθεστώς. Στη συνέχεια φοράει ένα δεύτερο δαχτυλίδι (τη βέρα) που, όπως μια πινακίδα “πουλήθηκε” σε ακίνητο, σηματοδοτεί ότι είναι πλέον εκτός αγοράς. Αυτά τα διάφορα τελετουργικά και οι παραδόσεις των σύγχρονων γάμων θα μπορούσαν να θεωρηθούν μόνο γραφικά απομεινάρια παλαιότερων και πλέον απορριφθέντων συμβόλων της γυναικείας ιδιότητας, αν δεν υπήρχαν οι σημερινές ενδείξεις για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γυναικών.
Ένα σχετικό χρηματικό αντάλλαγμα ήταν η προίκα, το κεφάλαιο που έφερνε η νύφη στο γάμο ως βοήθεια για την ίδρυση του νέου νοικοκυριού, ιδίως όταν οι γυναίκες δεν μπορούσαν να κερδίσουν χρήματα ή να κατέχουν οι ίδιες περιουσιακά στοιχεία. Όσο μεγαλύτερη ήταν η προίκα, τόσο πιο πολύτιμη ήταν η γυναίκα.
Η προίκα μοιάζει με μια εταιρική εξαγορά στην οποία ο αγοραστής λαμβάνει τόσο μετοχές (το ίδιο το ακίνητο) όσο και μια πληρωμή σε μετρητά για να κλείσει η συμφωνία (Πριν μερικά χρόνια, ένας άνδρας στην Ινδία πούλησε το νεφρό της γυναίκας του χωρίς τη συγκατάθεσή της, επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος με το ποσό της προίκας της).
Σε άλλους πολιτισμούς, οι άνδρες χρησιμοποιούσαν την οικονομική τους ευμάρεια και την υψηλή κοινωνική τους θέση για να αποκτήσουν πολλές συζύγους. Μερικές φορές επιδείκνυαν αυτόν τον πλούτο ανοιχτά, ενώ σε άλλες κοινωνίες τον έκρυβαν πίσω από τους τοίχους των χαρεμιών. Σήμερα, καθώς οι άνδρες που κατέχουν πλούτο και δύναμη, συχνά χρησιμοποιούν μια ελκυστική -και συνήθως νεαρή γυναίκα ως “τρόπαιο”.
Η κοπέλα του τάδε
Όπως μας θύμισε και ο τίτλος στο άρθρο του Πρώτου Θέματος (το βράδυ άλλαξε ο τίτλος), είμαστε από πολλές απόψεις, πολιτισμικά οι ίδιοι άνθρωποι τώρα με εκείνες τις αρχαίες φυλές. Όπως και στην Αγία Γραφή, η γυναίκα, ουσιαστικά, αποτελεί περιουσιακό στοιχείο του άνδρα και εξομοιώνεται, λίγο πολύ, με υπάρχοντα όπως το βόδι, το γαϊδούρι και το χωράφι.
Δεν είναι η Νικόλ Ελευθεριάδου, είναι… η κοπέλα του Βεζένκοφ. Δεν είναι η αθλήτρια του Ολυμπιακού και της Εθνικής Ομάδας Πόλο, μια γυναίκα που έχει τη δική της προσωπικότητα, και επιτεύγματα, είναι…η γυναίκα του άντρα, το κτήμα του. Έρχεται να επισφραγίσει ότι η “φυσική” θέση των γυναικών βρίσκεται στο κρεβάτι, στα παιδιά, στη κουζίνα, ταυτίζοντας τη γυναίκα με τη “φύση” και τον άνδρα με τον “πολιτισμό”, τη δημόσια σφαίρα, την επιτυχία και τα επιτεύγματα -άξια αναφοράς
Εμείς οι δημοσιογράφοι -ειδικά εμείς, ως οι λεγόμενοι «εργολάβοι της ηθικής» που ο ρόλος μας είναι να ενημερώνουμε για θέματα ισότητας, δημοκρατίας, ισονομίας θα έπρεπε να είμαστε πολύ προσεκτικοί στο πως χειριζόμαστε τον δημόσιο λόγο.
Και γιατί να το κάνουμε αυτό; Μα ακριβώς επειδή ο συγκεκριμένος τίτλος φυσικοποιεί αυτό το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Και το τι ακολουθεί, όταν οι γυναίκες αρνηθούν αυτούς τους “φυσικούς” ρόλους ως κτήματα των ανδρών, το έχουμε δει να συμβαίνει στη Θεσσαλονίκη, στην Κω, στην Νίκαια, στη Μάνη κ.ά. Αφού η τάδε κοπέλα δεν είναι η τάδε με όνομα κι επίθετο, αλλά…είναι η γυναίκα – κτήμα του τάδε άντρα και επομένως μπορεί να την κάνει ό,τι θέλει!
Αυτή η αντίληψη των γυναικών ως κτήμα των ανδρών αντανακλάται στα “οδοφράγματα” που στήνουμε καθημερινά για να προστατευτούμε: όλους τους λεπτούς τρόπους με τους οποίους προστατεύουμε τον εαυτό μας από το να μείνουμε μόνες με κάποιους άνδρες σε γραφείο ή με κάποιον άλλο στο αμάξι ή όλους τους άγνωστους άνδρες σε μεγάλα άδεια κτίρια- μερικούς από τους άνδρες που γνωρίζουμε- τους άγνωστους άνδρες που δεν γνωρίζουμε- σε κάθε σκοτεινό πάρκινγκ.
Τη φωνή που σου φωνάζει σε μια συνάντηση, γιατί και πώς τολμάς να μιλάς- τη γνώση ότι ο χρόνος σου δεν υπολογίζεται και η εργασία σου πάντα θα υποτιμάται, οπότε θα πρέπει να κάνεις διπλάσια δουλειά- κάθε φορά που πήρες ταξί αντί να περπατήσεις μέσα από το πάρκο τα βράδια- κάθε φορά που αγνόησες το χυδαίο σχόλιο ενός συναδέλφου στη δουλειά, ενός τύπου στο δρόμο ή σε ένα μπαρ ή σε ένα πάρτι, γιατί ποιος ξέρει τι θα κάνει αν αντιδράσεις… χίλιες παρεμβατικές πράξεις τόσο μικρές και τόσο συνηθισμένες που δεν τις μαρτυράς ποτέ σε κανέναν, ακόμα και όταν καταγγέλλεις την ανισότητα, ακόμα και όταν αγωνίζεσαι για την προώθηση μιας φεμινιστικής ατζέντας, γιατί πολύ απλά έτσι είναι η ζωή.
Ωστόσο, πρέπει και οφείλουμε να φωνάξουμε το όνομά μας – όλα αυτά για τα οποία φτύσαμε αίμα να κερδίσουμε, όλα αυτά που είμαστε- ό,τι κι αν είμαστε. Ακόμα κι αν δεν έχουμε στην φαρέτρα μας λαμπρά επιτεύγματα, τίτλους, μεταλλεία, πρωταθλήματα και τρόπαια.