Τίποτα δεν φωνάζει περισσότερο Gen Z από την εφαρμογή του TikTok. Είναι η βίβλος του σύγχρονου νεολαίου, το απόλυτο “know how” για όποιον θέλει να είναι relevant. Το κοινό του περιλαμβάνει πια κάθε ηλικία και κάθε πικραμένο που θέλει λίγη δημοσιότητα και πολλά ευρώ. Είναι η πιο εθιστική από όλες τις εφαρμογές και θέλει περισσότερη πειθαρχία και από νεοσύλλεκτο της τελευταίας E.Σ.Ο. για να μην σπαταλήσεις τις ώρες σου εκεί. Ένας γρήγορος κόσμος γεμάτος άχρηστα αντικείμενα, κακή μουσική και πολλά λάθη. Για την ακρίβεια το ένα πίσω από το άλλο. Γονείς που προβάλλουν τα παιδιά τους από βρεφική (κι όλας) ηλικία, δίνοντας πρόσβαση στον κάθε παιδόφιλο να έχει δωρεάν υλικό. Κορίτσια στην εφηβεία χορεύουν σεξιστικά τραπ τραγούδια γιατί είναι viral, και η Γωγώ από τα Σεπόλια (τυχαίο όνομα και περιοχή) ορκίζεται στο νέο σέρουμ της τάδε εταιρίας και σου δείχνει το skin care routine της, ενώ η Τζίνα μάς ξεναγεί σε μια μέρα της στο κολλέγιο.
Παλιά η διασημότητα ήταν κάτι σπάνιο. Για να γίνει διάσημος έπρεπε να έχεις κάτι ξεχωριστό από τον μέσο όρο. Γενικά κανείς δεν είχε πρόβλημα με αυτό. Είτε πολύ ωραίος θα ήσουν, είτε πολύ ταλαντούχος είτε κάτι πολύ γενικώς θα είχες, ακόμα και ειδεχθές έγκλημα. Οι σταρ των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα ήταν όλοι τους μυθικά, ακόμα και όσο βρίσκονταν εν ζωή, πρόσωπα. Η ζωή τους ήταν ένα δεύτερο αφήγημα παράλληλα με το έργο τους και σχεδόν τίποτα από ότι έβλεπε το φως της δημόσιας σφαίρας, δεν ήταν απόλυτα αληθινό. Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν με την έλευση της τηλεόρασης στα σπίτια αλλά και με το οριστικό τέλος του “καθωσπρεπισμού” ας αναγκαία αρετή, με την έλευση της δεκαετίας του ’60.
Οι σταρ γίνονται πιο απλοί, μπαίνουν στα σπίτια του κόσμου και γεννιέται η εικόνα του προσιτού απρόσιτου, και βέβαια πολλαπλασιάζονται οι παπαράτσι όπου ανοίγουν την κλειδαρότρυπα για τον λαό, στον μύθο της της showbiz. Η διασημότητα από εκεί που ήταν κάτι σπάνιο και ανά περιπτώσεις δυσάρεστο και δείγμα λαϊκής καταγωγής ή χαλαρών ηθών, αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται φιλοδοξία και για τον μέσο Αμερικανό. Ο Andy Warhol, ο άνθρωπος πίσω από την έννοια του σταρ όπως την μάθαμε, είχε καταλάβει πολύ καλά την ανάγκη του ανθρώπου για διασημότητα και πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από την ανάγκη μας για αποδοχή. Στην ιστορία έχει μείνει η φράση του, ότι όλοι δικαιούνται 15 λεπτά διασημότητας, όμως ούτε καν ο ίδιος μπορούσε ποτέ να φανταστεί αυτό που συνέχει σήμερα.
Η διασημότητα και ο τρόπος διαχείρισης της, περνάει από πολλά στάδια ωστόσο όλα θα αλλάξουν οριστικά με τα social media και βέβαια τον σύγχρονο βασιλιά τους τον TikTok. Μιλάς στην κάμερα, σε ακολουθούν χιλιάδες, είσαι κάποιος χωρίς να κάνεις τίποτα και εύκολα μετατρέπεις τον εαυτό σου σε ένα προσωπικό brand, το οποίο να είσαι τυχερός και παίξεις σωστά το παιχνίδι, θα σου αποφέρει οικονομικά οφέλη που το πτυχίο σου αδυνατεί. Γιατί μπορεί η γνώση να είναι δύναμη, όμως οι followers το 2025 είναι υπερδύναμη και η ικανοποίηση τους, νόμους.
Ο content creator είναι η δουλειά του τώρα κι ας είναι εξαιρετικά δύσκολο να την ορίσεις. Ζευγάρια με κοινούς λογαριασμούς μοιράζονται την καθημερινότητα τους και την σχέση τους με το κοινό, παιδιά παριστάνουν τους ενήλικες σε ένα freak show με τους γονείς να θαυμάζουν συγκινημένοι, το ένα viral που θα απασχολήσει το ευρύ κοινό ξεπετιέται μετά το άλλο και όλα αυτά παράλληλα με ένα ατελειώτο διάλλειμα για διαφημίσεις προιόντων που βρήκαν εύκολο και φτηνό (συνήθως) τρόπο να προωθήθούν. Το κοινό χαρακτηριστικό ωστόσο όλων σε αυτόν τον κόσμο είναι η μικρή διάρκεια και η εύκολη πρόσληψη. Όλα είναι εύπεπτα, απλά, σχεδόν ανόητα.
Όλοι κάνουμε χαζομάρες, γινόμαστε κλόουν ή πατάτες βραστές σε έναν καναπέ με μία σειρά να παίζει και βεβαίως δεν γεννηθήκαμε όλοι για να είμαστε ο Μίλαν Κούντερα 24/7. Η βλακεία και η ελαφράδα είναι απαραίτητα και για τον πιο διανοούμενο και προσωπικά υποπτεύομαι πάντα τον τύπο κουλτουριάρη που δεν αναγνωρίζει τίποτα πέρα από τον ποιοτικό του μικρόκοσμο. Όμως ο τύπος της ανοησίας του TikTok, δεν έχει να κάνει ακριβώς με ένα μη “ποιοτικό” περιεχόμενο χαμηλής καλλιτεχνικής αξίας. Υπάρχουν creators για κάθε πιθανοί γούστο και πυλώνα. Η βλακεία που το ορίζει έχει να κάνει με πραγματικά χαμηλό IQ, σε βίντεο που σε καλούν να αντιγράψεις πράγματα που ακόμα και ο γάτος μου θα κοίταγε με απέχθεια. Όλα μοιάζουν να έχουν ένα ταβάνι ευκολίας, και μέσα στην ποικιλία των χρηστών όλοι παραδόξως, μοιάζουν ίδιοι. Σαν να δημιουργείται σιγά σιγά μία μάζα ανθρώπων με κοινά γούστα, ενδιαφέροντα και τρόπο διασκέδασης, πάντα μέσω της πλατφόρμας για να υπάρχει ανατροφοδότηση.
Το μεγαλύτερο παράδοξο που έφερε όμως το TikTok και γενικότερα τα social media και η επέλαση τους, είναι ότι όλοι πρέπει να έχουμε κάτι να πούμε ακόμα κι αν δεν έχουμε. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένας θρίαμβος της δημοκρατίας, αλλά δεν είναι. Όλοι έχουμε γνώμη και άποψη ακόμα και για πράγματα που ελάχιστα κατέχουμε, όλοι αναγάγουμε αυθαίρετα εαυτούς σε αυθεντία, κρίνουμε, βρίζουμε, στέλνουμε κατάρες. Όλοι θεωρούμε πια τους εαυτούς μας εν δυνάμει διάσημους χωρίς να κοπιάσουμε για αυτό, χωρίς να έχουμε κάτι καλλιεργήσει ή έστω να μας ευνόησε η φύση με κάποιο χάρισμα. Όσο πιο καθημερινός και ίδιος είσαι με τον μέσο Έλληνα, μανούλα, παιδάκι, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να κερδίσεις το χρυσό εισιτήριο του Willy Wonka και να γίνεις επαγγελματίας content creator με δόξα και τιμή.
Ο χρόνος της διασημότητας μας έχει ξεπεράσει κατα πολύ τα 15 λεπτά του Warhol, και μπορεί άνετα να “καβατζώσει” και την δεκαετία, μία ολόκληρη καριέρα, έναν γάμο και εφτά παιδιά όλα υπό το φως της κάμερας ενός iPhone. Από πότε πήγαμε από το «είναι κακό να σε νοιάζει τι κάνει ο διπλανός σου;», στο να τρώμε μεσημεριανό χαζεύοντας τι αγόρασε από το super market ο Χ, θα σας γελάσω. Προσωπικά νιώθω άβολα. Εξοργίζομαι, αν με ρωτάτε. Η ησυχία και το «δεν ξέρω» μου έχουν γίνει ιδιαίτερα συμπαθή σε έναν κόσμο γεμάτο βεβαιότητες. Ίσως γιατί εκτιμώ το «δεν ξέρω» ως κίνηση ειλικρίνειας και αφορμή αναζήτησης. Δεν βγάζω εγώ τους κανόνες όμως (μπορεί και καλύτερα).
Το kitchen sink realism, ένα ρεύμα καλλιτεχνικό που αναπτύχθηκε στην βρετανία το 60 μέχρι και το 90, είχε ως θέμα του την καθημερινότητα της εργατικής τάξης. Τώρα αυτό πως σου ήρθε, θα με ρωτήσετε; Δεν νομίζω ότι οι TikTokers κάνουν κάτι πολύ διαφορετικό, όμως ταυτόχρονα υπάρχει μία τεράστια όσο και καθοριστική διαφορά. Αυτό που κάποτε το kitchen sink realism αγκάλιαζε – το να είσαι φτωχός και να προσπαθείς να την παλέψεις – τώρα είναι κάτι που κρύβουμε. Κοιτάμε ηδονοβλεπτικά την ζωή των πλουσίων, και προσπαθούμε να την μιμηθούμε σε ένα βαθμό αποτυπώνοντας την στον λογαριασμό μας στο TikTok. Η υπεραξία μας είναι το χρήμα και πάνω σε αυτό έχουμε χτίσει όλη την σύγχρονη κουλτούρα που καθημερινά κάνει παρέλαση στο feed μας. Ακόμα και τα viral προϊόντα που χαζεύουμε με τις ώρες είτε είναι luxury είτε ακόμα χειρότερα, είναι φτηνές αποπιμήσεις. Όλα μοιάζουν ακριβά, από τα skin care προϊόντα, μέχρι τα είδη σπιτιού του Jumbo, με μία συγκεκριμένη “ψευτό” ακριβή αισθητική, καθώς όλοι έχουμε δικαιώμα στο καλύτερο. Όλοι έχουμε κινητά που κοστίζουν όσο ο μισθός μας (και βάλε), όλοι πάμε εκεί που πάνε όλοι για να κάνουμε ένα ακόμη story. Αρνούμαστε πεισματικά να παραδεχτούμε ότι είμαστε απλά καθημερινοί άνθρωποι, που έτυχε να περάσουμε από εδώ και κανείς δεν νοιάζεται αν μας άρεσε το τάδε εστιατόριο, ή τι τρώμε πριν την προπόνηση. Και καλά κάνει. Η αυθεντικότητα και η ιδιωτικότητα είναι τα πιο δυσεύρετα αγαθά από ποτέ.
Ο κόσμος μέσα από τις οθόνες μας είναι πιο μίζερος γιατί μικραίνει, χάνεται ο ανοιχτός ορίζοντας και μαζί του και οι ατέλειωτες δυνατότητες. Ένα βίντεο άλλωστε είναι ένα τετελεσμένο γεγονός. Κακά τα ψέματα, χωρίς κινητά θα είμασταν καλύτερα. Δεν είναι βέβαια αυτή η λύση γιατί είναι κομμάτι της σύγχρονης ζωής και ποτέ δεν φταίει το μέσο, μην τρελαθούμε. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Αλλά κλείνοντας, αναρωτιέμαι: μπορούμε καλύτερα ή εγώ τα πάρα πήρα όλα αυτά στα σοβαρά;
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Τίποτα δεν φωνάζει περισσότερο Gen Z από την εφαρμογή του TikTok. Είναι η βίβλος του σύγχρονου νεολαίου, το απόλυτο “know how” για όποιον θέλει να είναι relevant. Το κοινό του περιλαμβάνει πια κάθε ηλικία και κάθε πικραμένο που θέλει λίγη δημοσιότητα και πολλά ευρώ. Είναι η πιο εθιστική από όλες τις εφαρμογές και θέλει περισσότερη πειθαρχία και από νεοσύλλεκτο της τελευταίας E.Σ.Ο. για να μην σπαταλήσεις τις ώρες σου εκεί. Ένας γρήγορος κόσμος γεμάτος άχρηστα αντικείμενα, κακή μουσική και πολλά λάθη. Για την ακρίβεια το ένα πίσω από το άλλο. Γονείς που προβάλλουν τα παιδιά τους από βρεφική (κι όλας) ηλικία, δίνοντας πρόσβαση στον κάθε παιδόφιλο να έχει δωρεάν υλικό. Κορίτσια στην εφηβεία χορεύουν σεξιστικά τραπ τραγούδια γιατί είναι viral, και η Γωγώ από τα Σεπόλια (τυχαίο όνομα και περιοχή) ορκίζεται στο νέο σέρουμ της τάδε εταιρίας και σου δείχνει το skin care routine της, ενώ η Τζίνα μάς ξεναγεί σε μια μέρα της στο κολλέγιο.
Παλιά η διασημότητα ήταν κάτι σπάνιο. Για να γίνει διάσημος έπρεπε να έχεις κάτι ξεχωριστό από τον μέσο όρο. Γενικά κανείς δεν είχε πρόβλημα με αυτό. Είτε πολύ ωραίος θα ήσουν, είτε πολύ ταλαντούχος είτε κάτι πολύ γενικώς θα είχες, ακόμα και ειδεχθές έγκλημα. Οι σταρ των πρώτων δεκαετιών του 21ου αιώνα ήταν όλοι τους μυθικά, ακόμα και όσο βρίσκονταν εν ζωή, πρόσωπα. Η ζωή τους ήταν ένα δεύτερο αφήγημα παράλληλα με το έργο τους και σχεδόν τίποτα από ότι έβλεπε το φως της δημόσιας σφαίρας, δεν ήταν απόλυτα αληθινό. Όλα αυτά άρχισαν να αλλάζουν με την έλευση της τηλεόρασης στα σπίτια αλλά και με το οριστικό τέλος του “καθωσπρεπισμού” ας αναγκαία αρετή, με την έλευση της δεκαετίας του ’60.
Οι σταρ γίνονται πιο απλοί, μπαίνουν στα σπίτια του κόσμου και γεννιέται η εικόνα του προσιτού απρόσιτου, και βέβαια πολλαπλασιάζονται οι παπαράτσι όπου ανοίγουν την κλειδαρότρυπα για τον λαό, στον μύθο της της showbiz. Η διασημότητα από εκεί που ήταν κάτι σπάνιο και ανά περιπτώσεις δυσάρεστο και δείγμα λαϊκής καταγωγής ή χαλαρών ηθών, αρχίζει σιγά σιγά να γίνεται φιλοδοξία και για τον μέσο Αμερικανό. Ο Andy Warhol, ο άνθρωπος πίσω από την έννοια του σταρ όπως την μάθαμε, είχε καταλάβει πολύ καλά την ανάγκη του ανθρώπου για διασημότητα και πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από την ανάγκη μας για αποδοχή. Στην ιστορία έχει μείνει η φράση του, ότι όλοι δικαιούνται 15 λεπτά διασημότητας, όμως ούτε καν ο ίδιος μπορούσε ποτέ να φανταστεί αυτό που συνέχει σήμερα.
Η διασημότητα και ο τρόπος διαχείρισης της, περνάει από πολλά στάδια ωστόσο όλα θα αλλάξουν οριστικά με τα social media και βέβαια τον σύγχρονο βασιλιά τους τον TikTok. Μιλάς στην κάμερα, σε ακολουθούν χιλιάδες, είσαι κάποιος χωρίς να κάνεις τίποτα και εύκολα μετατρέπεις τον εαυτό σου σε ένα προσωπικό brand, το οποίο να είσαι τυχερός και παίξεις σωστά το παιχνίδι, θα σου αποφέρει οικονομικά οφέλη που το πτυχίο σου αδυνατεί. Γιατί μπορεί η γνώση να είναι δύναμη, όμως οι followers το 2025 είναι υπερδύναμη και η ικανοποίηση τους, νόμους.
Ο content creator είναι η δουλειά του τώρα κι ας είναι εξαιρετικά δύσκολο να την ορίσεις. Ζευγάρια με κοινούς λογαριασμούς μοιράζονται την καθημερινότητα τους και την σχέση τους με το κοινό, παιδιά παριστάνουν τους ενήλικες σε ένα freak show με τους γονείς να θαυμάζουν συγκινημένοι, το ένα viral που θα απασχολήσει το ευρύ κοινό ξεπετιέται μετά το άλλο και όλα αυτά παράλληλα με ένα ατελειώτο διάλλειμα για διαφημίσεις προιόντων που βρήκαν εύκολο και φτηνό (συνήθως) τρόπο να προωθήθούν. Το κοινό χαρακτηριστικό ωστόσο όλων σε αυτόν τον κόσμο είναι η μικρή διάρκεια και η εύκολη πρόσληψη. Όλα είναι εύπεπτα, απλά, σχεδόν ανόητα.
Όλοι κάνουμε χαζομάρες, γινόμαστε κλόουν ή πατάτες βραστές σε έναν καναπέ με μία σειρά να παίζει και βεβαίως δεν γεννηθήκαμε όλοι για να είμαστε ο Μίλαν Κούντερα 24/7. Η βλακεία και η ελαφράδα είναι απαραίτητα και για τον πιο διανοούμενο και προσωπικά υποπτεύομαι πάντα τον τύπο κουλτουριάρη που δεν αναγνωρίζει τίποτα πέρα από τον ποιοτικό του μικρόκοσμο. Όμως ο τύπος της ανοησίας του TikTok, δεν έχει να κάνει ακριβώς με ένα μη “ποιοτικό” περιεχόμενο χαμηλής καλλιτεχνικής αξίας. Υπάρχουν creators για κάθε πιθανοί γούστο και πυλώνα. Η βλακεία που το ορίζει έχει να κάνει με πραγματικά χαμηλό IQ, σε βίντεο που σε καλούν να αντιγράψεις πράγματα που ακόμα και ο γάτος μου θα κοίταγε με απέχθεια. Όλα μοιάζουν να έχουν ένα ταβάνι ευκολίας, και μέσα στην ποικιλία των χρηστών όλοι παραδόξως, μοιάζουν ίδιοι. Σαν να δημιουργείται σιγά σιγά μία μάζα ανθρώπων με κοινά γούστα, ενδιαφέροντα και τρόπο διασκέδασης, πάντα μέσω της πλατφόρμας για να υπάρχει ανατροφοδότηση.
Το μεγαλύτερο παράδοξο που έφερε όμως το TikTok και γενικότερα τα social media και η επέλαση τους, είναι ότι όλοι πρέπει να έχουμε κάτι να πούμε ακόμα κι αν δεν έχουμε. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ένας θρίαμβος της δημοκρατίας, αλλά δεν είναι. Όλοι έχουμε γνώμη και άποψη ακόμα και για πράγματα που ελάχιστα κατέχουμε, όλοι αναγάγουμε αυθαίρετα εαυτούς σε αυθεντία, κρίνουμε, βρίζουμε, στέλνουμε κατάρες. Όλοι θεωρούμε πια τους εαυτούς μας εν δυνάμει διάσημους χωρίς να κοπιάσουμε για αυτό, χωρίς να έχουμε κάτι καλλιεργήσει ή έστω να μας ευνόησε η φύση με κάποιο χάρισμα. Όσο πιο καθημερινός και ίδιος είσαι με τον μέσο Έλληνα, μανούλα, παιδάκι, τόσο περισσότερες πιθανότητες έχεις να κερδίσεις το χρυσό εισιτήριο του Willy Wonka και να γίνεις επαγγελματίας content creator με δόξα και τιμή.
Ο χρόνος της διασημότητας μας έχει ξεπεράσει κατα πολύ τα 15 λεπτά του Warhol, και μπορεί άνετα να “καβατζώσει” και την δεκαετία, μία ολόκληρη καριέρα, έναν γάμο και εφτά παιδιά όλα υπό το φως της κάμερας ενός iPhone. Από πότε πήγαμε από το «είναι κακό να σε νοιάζει τι κάνει ο διπλανός σου;», στο να τρώμε μεσημεριανό χαζεύοντας τι αγόρασε από το super market ο Χ, θα σας γελάσω. Προσωπικά νιώθω άβολα. Εξοργίζομαι, αν με ρωτάτε. Η ησυχία και το «δεν ξέρω» μου έχουν γίνει ιδιαίτερα συμπαθή σε έναν κόσμο γεμάτο βεβαιότητες. Ίσως γιατί εκτιμώ το «δεν ξέρω» ως κίνηση ειλικρίνειας και αφορμή αναζήτησης. Δεν βγάζω εγώ τους κανόνες όμως (μπορεί και καλύτερα).
Το kitchen sink realism, ένα ρεύμα καλλιτεχνικό που αναπτύχθηκε στην βρετανία το 60 μέχρι και το 90, είχε ως θέμα του την καθημερινότητα της εργατικής τάξης. Τώρα αυτό πως σου ήρθε, θα με ρωτήσετε; Δεν νομίζω ότι οι TikTokers κάνουν κάτι πολύ διαφορετικό, όμως ταυτόχρονα υπάρχει μία τεράστια όσο και καθοριστική διαφορά. Αυτό που κάποτε το kitchen sink realism αγκάλιαζε – το να είσαι φτωχός και να προσπαθείς να την παλέψεις – τώρα είναι κάτι που κρύβουμε. Κοιτάμε ηδονοβλεπτικά την ζωή των πλουσίων, και προσπαθούμε να την μιμηθούμε σε ένα βαθμό αποτυπώνοντας την στον λογαριασμό μας στο TikTok. Η υπεραξία μας είναι το χρήμα και πάνω σε αυτό έχουμε χτίσει όλη την σύγχρονη κουλτούρα που καθημερινά κάνει παρέλαση στο feed μας. Ακόμα και τα viral προϊόντα που χαζεύουμε με τις ώρες είτε είναι luxury είτε ακόμα χειρότερα, είναι φτηνές αποπιμήσεις. Όλα μοιάζουν ακριβά, από τα skin care προϊόντα, μέχρι τα είδη σπιτιού του Jumbo, με μία συγκεκριμένη “ψευτό” ακριβή αισθητική, καθώς όλοι έχουμε δικαιώμα στο καλύτερο. Όλοι έχουμε κινητά που κοστίζουν όσο ο μισθός μας (και βάλε), όλοι πάμε εκεί που πάνε όλοι για να κάνουμε ένα ακόμη story. Αρνούμαστε πεισματικά να παραδεχτούμε ότι είμαστε απλά καθημερινοί άνθρωποι, που έτυχε να περάσουμε από εδώ και κανείς δεν νοιάζεται αν μας άρεσε το τάδε εστιατόριο, ή τι τρώμε πριν την προπόνηση. Και καλά κάνει. Η αυθεντικότητα και η ιδιωτικότητα είναι τα πιο δυσεύρετα αγαθά από ποτέ.
Ο κόσμος μέσα από τις οθόνες μας είναι πιο μίζερος γιατί μικραίνει, χάνεται ο ανοιχτός ορίζοντας και μαζί του και οι ατέλειωτες δυνατότητες. Ένα βίντεο άλλωστε είναι ένα τετελεσμένο γεγονός. Κακά τα ψέματα, χωρίς κινητά θα είμασταν καλύτερα. Δεν είναι βέβαια αυτή η λύση γιατί είναι κομμάτι της σύγχρονης ζωής και ποτέ δεν φταίει το μέσο, μην τρελαθούμε. Ο καθένας είναι υπεύθυνος για τον εαυτό του. Αλλά κλείνοντας, αναρωτιέμαι: μπορούμε καλύτερα ή εγώ τα πάρα πήρα όλα αυτά στα σοβαρά;
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.