Το Νοέμβριο του 1990 ο Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, υπουργός της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έφερε στη Βουλή ένα πολυνομοσχέδιο που έβαζε ταφόπλακα στη δημόσια παιδεία. Η κατάργηση της παροχής δωρεάν πανεπιστημιακών συγγραμμάτων και οι περικοπές στη δωρεάν σίτιση και στέγαση ήταν μόνο κάποια από τα μέτρα που αφορούσαν την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στα γυμνάσια και λύκεια ήθελε να καταργήσει το θεσμό των 15μελές, τις αδικαιολόγητες απουσίες και να επαναφέρει τη σχολική ποδιά. Αυτός ήταν και ο λόγος που ονομάστηκε “το πολυνομοσχέδιο της ποδιάς”. Η αναχρονιστική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας καλοδέχτηκε με θέρμη τη διάταξη που ήθελε οι μαθητές να ελέγχονται ακόμα και στη καθημερινή εξωσχολική τους δραστηριότητα ενώ οι εκδρομές απαγορεύονταν.
Η απάντηση των μαθητών και φοιτητών της χώρας ήταν άμεση. Τέλη Νοεμβρίου τελούσε υπό κατάληψη πάνω από το 70% των σχολείων. Οι μαθητές και οι μαθήτριες δεν ήταν διατεθειμένοι να παραδώσουν το μέλλον τους στα χέρια των ιδιωτικών επιχειρήσεων που σε συμφωνία με την κυβέρνηση ήθελαν να ιδιωτικοποιήσουν τη παιδεία δημιουργώντας μαθητές δύο ταχυτήτων. Ομάδες περιφρούρησης δεν άφηναν κανένα να περάσει τις καγκελόπορτες των σχολείων ενώ στην πλειονότητα τους οι δάσκαλοι και οι καθηγητές ήταν στο πλευρό των μαθητών τους.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν έκανε πίσω παρά τις εκκλήσεις. Στην αρένα των μεγάλων συμφερόντων έπρεπε να χυθεί στην κυριολεξία αίμα για να αποφασίσουν -έστω και καθυστερημένα- να αποσύρουν το πολυνομοσχέδιο. Η δολοφονία του καθηγητή Νίκου Τεμπονέρα, στις 8 Ιανουαρίου 1991, από τον πρόεδρο της τοπικής ΟΝΝΕΔ Ιωάννη Καλαμπόκα ήταν ένα τραγικό γεγονός που κανείς μας δεν θα ξεχάσει όσα χρόνια κι αν περάσουν. Όπως κι ο θάνατος ακόμα τεσσάρων ανθρώπων που έχασαν τη ζωή τους στο συλλαλητήριο που διοργανώθηκε δύο ημέρες μετά. Η φωτιά προκλήθηκε από δακρυγόνο που πέταξε αστυνομικός. Μπροστά στο πολιτικό κόστος και την κοινωνική αγανάκτηση ο Μητσοτάκης ζητάει το κεφάλι του Κοντογαννόπουλου ο οποίος παραιτείται και τη θέση του παίρνει ο Γιώργος Σουφλιάς. Το πολυνομοσχέδιο-έκτρωμα αποσύρεται και το μαθητικό-φοιτητικό κίνημα μετράει την πρώτη του νίκη μετά την εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Από τις 22 Δεκεμβρίου 2022 οι σπουδαστές και οι σπουδάστριες της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου τελούν υπό κατάληψη. Το ίδιο ισχύει και για τους σπουδαστές άλλων σχολών. Το ίδιο ισχύει και για τους μαθητές των καλλιτεχνικών σχολείων. Η γενιά των social media και του “καναπέ” όπως πολλούς συμφέρει να πιστεύουν αντιστέκεται στο Π.Δ. που θέλει να υποβαθμίσει τις σπουδές τους και να απαξιώσει τα όνειρα τους. Στο πλευρό τους οι καθηγητές τους, συνδικάτα και το Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών. Στο πλευρό τους βρίσκεται και η συντριπτική πλειονότητα του καλλιτεχνικού κόσμου που απαιτεί να αποσυρθεί το Π.Δ.
Οι εξηγήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι τουλάχιστον ντροπιαστικές. Υποτιμούν το σύνολο των καλλιτεχνών και δείχνουν για ακόμη μια φορά την αμηχανία και τον πανικό που προκαλούν οι ελεύθερες φωνές στη συγκεκριμένη κυβέρνηση.
Δεν θα ωραιοποιήσω τις καταστάσεις και δεν με αφορά κιόλας. Δεν είμαι δημόσιος υπάλληλος και δεν με πληρώνει κανένας οργανισμός. Από τον αγώνα των καλλιτεχνών λείπουν αρκετοί. Για άλλη μια φορά τα κάστανα από τη φωτιά τα βγάζουν όσοι δεν έχουν κι όσοι έχουν να χάσουν τα περισσότερα. Ένα ακαδημαϊκό έτος ας πούμε… Για αυτό κι ο αγώνας τους είναι αγιασμένος.
Την 13η Φεβρουαρίου οι σπουδαστές/στριες του Εθνικού θα χάσουν το ακαδημαϊκό τους έτος, αφού πρώτα θα έχει παραιτηθεί ο σύλλογος διδασκόντων της πρώτης κρατικής σχολής δραματικής τέχνης. Ποτέ ξανά, ούτε στην περίοδο της επταετής χούντας- δεν μιλούσαμε για καθολική παραίτηση των καθηγητών μιας σχολής. Κι όμως ο Μητσοτάκης κωφεύει. Δίνει εντολές κλούβες πραιτοριανών να κλείσουν το δρόμο στην πορεία που πραγματοποιήθηκε την περασμένη Πέμπτη, 2 Φεβρουαρίου. Αστυνομικοί πετάνε δακρυγόνα και κυκλώνουν τη Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου. Από ποιους κινδυνεύει το Εθνικό; Οι “Βρυκόλακες” έχουν μείνει μόνο κι αυτοί θύματα του συστημικού συντηρητισμού είναι. Από ποιους κινδυνεύει το Εθνικό, λοιπόν;
Είμαστε στο πλευρό αυτών των παιδιών που οδηγούν τη δική τους γενιά και φτιάχνουν τα δικά τους μικρά και μεγάλα κάστρα. Στο πλευρό των παιδιών που διαβάζουν ποίηση στις καταλήψεις και Λούλα Αναγνωστάκη και Τσέχωφ και δεν το βάζουν κάτω. Αν αφήσουμε τώρα αυτά τα παιδιά μόνα τους είναι σαν να στρώνουμε το δρόμο στα κολέγια που ήδη έχουν δώσει τα χέρια κάτω από το τραπέζι. Σε λίγα χρόνια θα τους κρίνουμε για το αν παίζουν καλό θέατρο και θα γράφουμε ολόκληρα κατεβατά που ίσως και να μην διαβάζει κανείς. Τώρα είναι η ώρα που εμείς θα κριθούμε. Κι ας μην πει κανείς πως δεν ήξερε. Το χρωστάμε σε αυτά τα παιδιά να είμαστε στο πλευρό τους.