Ο Θανάσης Τριαρίδης γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1970. Στο βιογραφικό του αναγράφεται καθαρά: «Συγγραφέας και αντιρρησίας συνείδησης». Έχει γράψει 28 βιβλία με αφηγήσεις και δοκίμια και περισσότερα από 150 άρθρα, όλα συγκεντρωμένα εδώ. Στα χρόνια 1996-2001 υπήρξε ακτιβιστής του Δικτύου DROM για τα κοινωνικά δικαιώματα των Τσιγγάνων, ενώ από το 1996 συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία του Δικτύου Εθελοντών Δοτών Αιμοπεταλίων Θεσσαλονίκης. Έχει γράψει πολλά κείμενα ενάντια στα έθνη, τις θρησκείες, τους ολοκληρωτισμούς, τους κοσμοδιορθωτισμούς και τον ανθρωποδιορθωτισμό, το ρατσισμό και κάθε μορφή ατομικής και συλλογικής βίας.

Αν έχετε δει ποτέ κείμενό του στο θέατρο, γνωρίζετε την δύναμη της πένας του η οποία ξεγυμνώνει, παγώνει και, συγχρόνως, καίει τα πάντα στο πέρασμά της. Ο Θανάσης Τριαρίδης γράφει για όσα κρατούν ξάγρυπνο τον ευαίσθητο άνθρωπο και είναι ευχής έργον να τον έχεις συνεργάτη σου-με οποιοδήποτε τρόπο. Συνεργάζεται με ερασιτεχνικούς θιάσους, με θεατρικές σχολές, είναι ανοιχτός στα νέα άτομα, η πολιτική του στάση και η οξεία ματιά του πάνω στα πράγματα δεν του αφαιρούν ίχνος τρυφερότητας και γλυκύτητας. Έχει ενδιαφέρον να τον ακούμε να ξεδιπλώνει τις σκέψεις του γύρω από την ουσία, αλλά και την λειτουργία ενός πολιτικού θεάτρου. Αν δεν μιλήσει πάνω σε αυτό το θέμα ο Θανάσης Τριαρίδης, ποιος θα μιλήσει; Ο λόγος σε εκείνον.

Θα μοιραστώ σκέψεις για ένα πολιτικό θέατρο. Εδώ και μερικά χρόνια, από τα ταξίδια μου στην Αφρική και μετά, βλέπω το θέατρο, την τέχνη γενικότερα, ως μέσο και όχι ως αυτοσκοπό. Ο σκοπός είναι αυτό που σας είπα και προηγουμένως: να υπερασπιστούμε μέσα από την κοινωνική όσμωση και την συνειδητοποίηση που η τέχνη δημιουργεί τα περίσσια παιδιά του κόσμου μας. Είτε τα βομβαρδίζει κάποιος μεγαλοδολοφόνος (και μιλάω για όλους ανεξαιρέτως τους μεγαλοδολοφονους, από τον Λεοπόλδο του Βελγίου μέχρι τον Χίτλερ, από τον Χάρυ Τρούμαν μέχρι τον Στάλιν, από τον Μάο μέχρι τον Πούτιν) – είτε τα καταδικάζει στην πείνα και στον θάνατο ολόκληρος ο δυτικός κόσμος. Άρα καταλήγω πως αυτό που προσπαθώ να κάνω τουλάχιστον την τελευταία εφταετία είναι ένα είδος πολιτικού θέατρου.

Διόλου δεν με ενδιαφέρει να ευχαριστηθεί ο κόσμος που έρχεται στην παράσταση, να «περάσει καλά», όπως λέγεται. Σε ό,τι με αφορά, κάνω πια θέατρο (και γράφω βιβλία) μόνο για έναν λόγο: Για να ενεργοποιήσουμε μέσω της παιδείας και της καλλιτεχνικής συγκίνησης μια πνευματική συσπείρωση γύρω από την πυρηνική αρχή του ανθρωπισμού: Πως κάθε άνθρωπος, κάθε παιδί που γεννιέται, όπου κι αν γεννιέται, κοντά ή μακριά, έχει το ιερό δικαίωμα να υπάρξει και να ζήσει παρόμοια με τα δικά μας παιδιά ή και παρόμοια με το παιδί του πλουσιότερου ανθρώπου της γης. Πως δεν υπάρχουν περίσσια παιδιά, ούτε περίσσιοι άνθρωποι, που χρησιμεύουν ως έρμα του δικού μας πολιτισμού – υπάρχουν μονάχα οι ελεεινοί εαυτοί μας που λογαριάζουμε ως «περίσσιους» τους απελπισμένους και τους δυστυχισμένους.

Οι θεατές του θεάτρου που έρχονται να δουν τις παραστάσεις μου ανήκουν στην διευρυμένη ελίτ των ασφαλών και βολεμένων – όπως στην ίδια διευρυμένη ελίτ ανήκω φυσικά κι εγώ κι όλοι οι συντελεστές των παραστάσεων μου. Κατά πόσο δικαιούμαστε να καταθέτουμε ιστορίες για την ανθρώπινη απελπισία από τους αναπαυτικούς καναπέδες μας; Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε, είναι να βάλουμε αυτή την ερώτηση – στους εαυτούς μας και στους θεατές. Δίχως ετούτη την αφετηρία, δεν μπορούμε να πάμε πουθενά.

Με απασχολεί πάρα πολύ το τι κάνουν οι θεατές μετά την παράσταση. Όπως επίσης με απασχολεί τι έκαναν πιο πριν από την παράσταση. Λίγο-πολύ ξέρω τι έκαναν πιο πριν και τι θα κάνουν μετά. Θα προσπαθούν να εδραιώσουν την θέση τους στην ελίτ που ανήκουν – όπως περίπου το ίδιο προσπαθώ να κάνω κι εγώ. Ως εκ τούτου, πρώτος σκοπός μιας πολιτικής παράστασής οφείλει να είναι το να δηλωθεί καθαρά και ξάστερα το ρήγμα ανάμεσα σε όλους εμάς από την μια και σε όλους εκείνους για τους οποίους μιλάμε. Η παράσταση θα τελειώσει και εμείς θα είμαστε εδώ χορτάτοι και οι πεινασμένοι θα εξακολουθούν να πεινάνε. Η συνειδητοποίηση αυτούς του ρήγματος ενδέχεται να μας οδηγήσει στην ντροπή. Δεν βλέπω άλλον δρόμο προς την συνειδητοποίηση εκτός από την ντροπή – αυτό που ο Παλαμάς έγραψε: «ντρέπομαι για την ζέστα μου και για την αρχοντιά μου…»

Πρέπει να δούμε τι θα πει «πολιτικό θέατρο». Κατά την εκτίμησή μου είναι ένα θέατρο που σε έρχεται σε ρήξη με τον σχηματισμένο βιοπολιτικό κανόνα στον οποίο μετέχουν τόσο οι θεατές όσο και οι συντελεστές της παράστασης. Είναι ένα θέατρο που καις ενώπιον όλων την ιερή αυτοκατάφαση που αποτελεί τον ζωτικό συνεκτικό δεσμό της αίθουσας και της κοινωνίας. Όσο πιο πολύ θυμώσουν οι θεατές, όσο λιγότερο καλά περάσουν, τόσο περισσότερη θεατρική ουσία έχει γεννηθεί. Κοντολογίς, πολιτικό θέατρο, κατά την εκτίμησή μου, είναι το θέατρο που αναπαριστά ή αφηγείται ή και αποκαλύπτει πως συντελεστές και θεατές είμαστε από κοινού δολοφόνοι. Το πολιτικό θέατρο δεν πρέπει να σχηματίζεται υπό την σκέπη και την ασφάλεια ενός κλασικού κείμενου. Μπορεί από τα κλασικά κείμενα να βγουν εξαιρετικές παραστάσεις – αλλά δεν το πολιτικό θέατρο όπως το ορίζω εγώ. Το πολιτικό θέατρο οφείλει να είναι επείγον και επώδυνο. Και να έχει τίμημα. Θέλω να προσεχτεί πολύ αυτή η παράμετρος – και για αυτό θα την επαναλάβω: Το πολιτικό θέατρο οφείλει να έχει τίμημα. Το έργο «Τρόμος και αθλιότητα του Τρίτου Ράιχ» ήτανε ένα αξεπέραστο δείγμα πολιτικού θεάτρου το 1936. Σήμερα, εφόσον το ίδιο έργο ανεβαίνει στο Εθνικό Θέατρο μιας χώρας που κάνει Pushback δίχως να μιλάει για τα Pushback, γίνεται ένα ωραιότατο πλυντήριο μιας κοινωνίας που ναζοστικοποιείται με βήμα ταχύ.

Θεωρώ άνευ νοήματος την φράση πως «όλα τα θεατρικά έργα παράγουν πολιτική», πως «τα πάντα είναι πολιτική», πως «το κάθε τι κουβαλάει το πολιτικό του αποτύπωμα». Η φράση αυτή μέσα στην γενικότητα της (και εξαιτίας αυτής) καταργεί την έννοια της πολιτικής. Αν τα πάντα είναι πολιτική τότε όλα σχετικοποιούνται και αποκτούν ισοδύναμο αξιακό βάρος: και τα παιδιά που πεθαίνουν από πείνα και τα παιδιά που πεθαίνουν από τα Pushback και το ποιο eyeliner θα χρησιμοποιήσω απόψε πριν βγω για την βραδινή μου διασκέδαση. Προσωπικά όταν ακούω την φράση «Κάθε έργο τέχνης είναι πολιτική», ακούω έναν καλλιτέχνη που είναι αποφασισμένος να μην μιλήσει για το έγκλημα των Pushback, προκειμένου να μην χάσει την επιχορήγηση, την εύνοια του κράτους, την πιθανότητα να ενσωματωθεί σε αυτό.

Μόλις πριν από ενάμιση μήνα σε ένα προαναγγελθέν «ναυάγιο» στα ανοιχτά της Πύλου δολοφονήθηκαν περισσότεροι από 650 άνθρωποι – οι περισσότεροι ήταν γυναικόπαιδα κλεισμένα σε ένα αμπάρι. Η μαζική αυτή δολοφονία (καθώς και το εξακολουθητικό έγκλημα των Pushback) αγνοείται από τις θεατρικές παραστάσεις στα ανοιχτά θέατρα της Ελλάδας (όπου συνήθως είτε παρέες έμπειρες στην διασπάθιση γλυκοτρώνε κρατικά λεφτά – είτε τηλεοπτικοί πρωταγωνιστές εξαργυρώνουν την επιδοκιμασία των πολλαπλώς δυστυχών τηλεθεατών τους). Αυτό είναι για μένα η αφετηρία κάθε συζήτησης γύρω από το θέατρο: οι δολοφονημένοι γύρω μας. Το εάν μια παράσταση μιλάει για αυτούς, για την οδύνη τους, για το παράπονό τους, για την δική μας συναυτουργία στον χαμό τους-ή τους θάβει στη μούγγα μιας διεσταλμένης δηθενιάς.  Αν το θέατρο χάσει την έννοια του επείγοντος, αν συνηθίσουμε να σιωπούμε για τους παροντικούς φόνους, τότε δεν κάνουμε θέατρο. Κάνουμε ένα μεγάλο βαλσαμωμένο tableau vivant.

Η τέχνη μας γίνεται στις πολιτείες των χορτάτων, των βολεμένων, των ασφαλών-κι εμείς είμαστε κομμάτι της ασφάλειάς τους. Η τέχνη μας δεν γίνεται στις φαβέλες των απελπισμένων, ούτε στις ρημαγμένες πολιτείες που τα παιδιά πεθαίνουν τριών μηνών από δυσεντερία. Αν ωστόσο η τέχνη δεν βρει έναν δρόμο να μας συνδέσει με ετούτες τις πολιτείες με την δυσεντερία, αν δεν βρει ένα τρόπο να φέρει τις φαβελες στον κόσμο μας, αν δεν μιλήσει για τα αμπάρια των επαναπροωθήσεων-ε, τότε η τέχνη μας δεν είναι τέχνη. Μπορεί να είναι μια ομαδική εκτόνωση, μια μορφή ψυχοθεραπείας ή και ψυχανάλυσης, αλλά τέχνη δεν είναι.

Πιστεύω πως η τέχνη και το θέατρο υπηρετούν τον εαυτό τους εφόσον μπορούν να μας ενώνουν με εκείνους που δεν έχουν δυνατότητα να μας ακούσουν.

Info:

Μετά την θερμή υποδοχή κοινού και κριτικών, το «Lebensraum» του Θανάση Τριαρίδη σε σκηνοθεσία Γιώτας Σερεμέτη επιστρέφει για 8 παραστάσεις στο Faust τον Ιανουάριο.

«Το καθαυτό νόημα του Lebensraum συμπυκνώνεται σε τούτο: οι αληθινοί δολοφόνοι είναι – και θα είναι για πάντοτε – οι θεατές», σημειώνει ο συγγραφέας. Το έργο εκκινεί από την ναζιστική, επεκτατική θεωρία του Ζωτικού Χώρου και την μεταγράφει εφιαλτικά στο σήμερα. Τα όρια ανάμεσα στους ηθοποιούς και το κοινό καταργούνται. Ποιος θέτει το όριο ανάμεσα στην αθωότητα και την ενοχή και ποιος είναι σε θέση ν’ ανακαλύψει την αλήθεια πίσω από το ψέμα;

Σκηνοθεσία: Γιώτα Σερεμέτη
Σχεδιασμός φωτισμού: Κώστας Φιλίππογλου
Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γιώτα Δημητριάδη

Παίζουν: Δέσποινα Αποστολίδου, Κατερίνα Σταθοπούλου

Πληροφορίες Παράστασης:
Έναρξη Παραστάσεων: Από Δευτέρα 1 Ιανουαρίου

Δευτέρα 01 Ιανουαρίου
Τρίτη 02 Ιανουαρίου
Δευτέρα 08 Ιανουαρίου
Τρίτη 09 Ιανουαρίου
Δευτέρα 15 Ιανουαρίου
Τρίτη 16 Ιανουαρίου
Δευτέρα 22 Ιανουαρίου
Τρίτη 23 Ιανουαρίου

Ώρα έναρξης: 20:30

Τιμές εισιτηρίων
Γενική Είσοδος: 12€
Φοιτητικό, Άνω των 65 ετών: 10 €
Ανέργων, ΑΜΕΑ, Ατέλειες: 5 €

Διάρκεια παράστασης : 70 λεπτά

FAUST
Καλαμιώτου 11 και Αθηναΐδος 12, 10560 Αθήνα
Τηλ. 210 3234095

Προπώληση εισιτηρίων εδώ