Η παρακμή της έντυπης δημοσιογραφίας και η σταδιακή εξαφάνιση του κοινού της μοιάζουν με μια θλιβερή συμφωνία που παίζεται εδώ και πολλά χρόνια σε πολύ αργό τέμπο. Εφημερίδες και περιοδικά που κάποτε κοσμούσαν τις προθήκες και τα σαλόνια μας, σήμερα χάνονται, παρασυρμένα από τον αμείλικτο άνεμο της ψηφιακής εποχής. Η κατανάλωση της πληροφορίας έχει μετατραπεί σε βιαστικές μπουκίτσες ειδήσεων, τα λεγόμενα «sound bites», μέσω εφαρμογών των μεγάλων ειδησεογραφικών γιγάντων, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως αιτία και αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής.
Κι όμως, όπως το βινύλιο ξαναβρήκε τη θέση του στα ράφια μας, οι γραφομηχανές ξαναχρησιμοποιούνται με ρομαντική νοσταλγία, το αναλογικό φωτογραφικό φιλμ επιστρέφει σαν μια τελετουργία της εικόνας και οι χειροτεχνίες κερδίζουν την προσοχή μας σε έναν μηχανοποιημένο κόσμο, γεννάται το ερώτημα: Υπάρχει άραγε χώρος για την αναγέννηση της έντυπης δημοσιογραφίας;
Ίσως η επιστροφή αυτή να είναι μια αντίδραση στη φρενίτιδα του ψηφιακού κόσμου. Σε μια εποχή που οι πληροφορίες περνούν από τα μάτια μας με την ταχύτητα του φωτός, το έντυπο προσφέρει κάτι που έχει χαθεί: την αργή κατανάλωση. Ένα άρθρο σε μια έντυπη εφημερίδα δεν είναι απλώς λέξεις· είναι μια εμπειρία – η αφή του χαρτιού, η μυρωδιά του μελανιού, ο ήχος των σελίδων που γυρίζουν.
Και γι’ αυτό, όπως το βινύλιο προσφέρει μια πιο ζεστή ηχητική εμπειρία, η επιστροφή της έντυπης δημοσιογραφίας να προσφέρει μια πιο βαθιά σύνδεση με την πληροφορία, μια ευκαιρία να σταθούμε, να στοχαστούμε, να αφομοιώσουμε. Και ίσως, μέσα σε αυτή την παράξενη αναβίωση των παλιών τεχνών, να βρούμε τη θέση μας ξανά ως αναγνώστες, όχι απλώς καταναλωτές, της πληροφορίας.
Θυμάμαι παλιά να γράφω στο ένθετο περιοδικό Homme της Ημερησίας: «Η εκδοτική αγορά είναι κορεσμένη. Τα περιοδικά πέθαναν. Κανένας δεν έχει χρόνο να διαβάσει τι γράφουν και το μόνο που φαίνεται ξεκάθαρο στον ορίζοντα, είναι το Internet, μοναδική σανίδα σωτηρίας για τους φανατικούς της πληροφορίας. Εξάλλου ποιος ο λόγος να ξεφυλλίζεις γυαλιστερές σελίδες, χωρίς να τις διαβάζεις, όταν μπορείς να πάρεις την καθημερινή σου δόση πληροφορίας-διασκέδασης από το κομπιούτερ στο γραφείο, στο σπίτι, ή όπου αλλού κι αν βρίσκεσαι; Τι κάνουν όλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι που πακετάρουν τα κασετοφωνάκια στις τσάντες τους και ορμάνε παθιασμένοι στο κυνήγι που άνοιξε o πυρετός ενός dotcom θησαυρού. Σώστε τα δέντρα! Ας γίνουν όλα εικονικά!».
Αυτή ήταν η μεγάλη σκέψη, τουλάχιστον μέχρι το 1999 (πριν διαψευσθούν ο μεγάλοι φόβοι του μιλένιουμ) αλλά τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Ποιος, άλλωστε, είχε ανάγκη να καταπίνει σφηνάκια πληροφορίας που του σερβίρει μια οθόνη σε κάποιο internet café ή, ακόμα χειρότερα, στο κινητό που τότε ήταν άθλος να διαβάσεις ακόμα και ένα sms; Αν και η πικρή αλήθεια, είναι ότι σταδιακά το κόστος της ανάγνωσης ενός καλού περιοδικού στο δίκτυο, έφτασε να απέχει λίγο από το να αγοράσεις το ίδιο περιοδικό στο περίπτερο. Η χειροπιαστή επαφή με το περιοδικό, κι αυτές οι πεταχτές δόσεις οπτικής απόλαυσης, θύμισαν σε όλους το γεγονός ότι τελικά μπορείς να κλείσεις το κομπιούτερ σου, να βάλεις τα πόδια αναπαυτικά πάνω στο γραφείο και ν’ αρχίσεις το διάβασμα: μια στάση που εδώ και χρόνια νοσταλγεί η ψυχή μας (ή έστω η δική μου).
Η σημερινή κυριαρχία θέση των online περιοδικών κι αυτή που στην πραγματικότητα θα έπρεπε να υπηρετούν, είναι η λειτουργία τους ως συμπληρωματικά «ψηφιακά» ένθετα των γυαλιστερών γονιών τους. Φυσικά και μπορείς να ανατρέξεις στο δίκτυο για να βρεις όλα τα παλιά εξώφυλλα του Esquire ή να ενημερωθείς για τις εποχιακές τάσεις στο Vogue.com, αλλά η σκληρή αλήθεια είναι ότι όχι μόνο δεν μπορείς να βρεις το πλήρες περιεχόμενο παλιών τευχών εύκολα, αλλά ακόμα κι αν μάθεις τις κυρίαρχες τάσεις, κανένα ηλεκτρονικό περιεχόμενο δεν μπορεί να συγκριθεί με το αληθινό, τυπωμένο περιοδικό πάνω στο τραπέζι σου ή δίπλα στο κρεβάτι σου.
Ο Τύπος, παρά τη φαινομενική του παρακμή στην εποχή του Internet, εξακολουθεί να κουβαλά μια γοητεία που οι οθόνες δεν μπορούν να προσφέρουν. Είναι ένα μέσο που, αντί να απαιτεί σύνδεση στο Wi-Fi ή αναμονή για φόρτωση σελίδας, λειτουργεί με την απλότητα μιας κίνησης: γυρνάς σελίδα. Το περιοδικό, σαν πιστός σύντροφος, σε ακολουθεί από το γραφείο στο αεροπλάνο, από τον πρωινό καφέ στην τουαλέτα και από εκεί στην παραλία. Είναι μια εμπειρία «απτική», φυσική, σχεδόν ανακουφιστική μέσα στη θύελλα των pixels που μας περιβάλλουν.
Κι όμως, ο Τύπος έχει κι άλλα όπλα στη φαρέτρα του, λιγότερο προφανή αλλά εξίσου σημαντικά. Εκεί όπου το Διαδίκτυο παίζει ένα σκληρό παιχνίδι με τις διαφημίσεις, γεμίζοντας τις οθόνες μας με αναδυόμενα παράθυρα (μπαίνεις να διαβάσεις μια είδηση και μέχρι να την διαβάσεις έχεις κλείσει 10 pop-ups), χορηγούμενα posts και ατέλειωτα banners, τα έντυπα παραμένουν ευέλικτα και κατανοητά. Οι διαφημίσεις στον Τύπο είναι καθιερωμένες, μέρος μιας παράδοσης που δεν απαιτεί να πατήσεις το “Χ” για να τις εξαφανίσεις. Είναι εκεί, σταθερές, αλλά χωρίς να ενοχλούν – μια σιωπηλή συμφωνία ανάμεσα στον αναγνώστη και το μέσο.
Κι εδώ, ένα παράδοξο κάνει την εμφάνισή του: πολλά έντυπα που αντλούν τη θεματολογία τους από τον κόσμο του Web – από τεχνικές αναλύσεις μέχρι επιχειρηματικά θέματα – γεμίζουν τις διαφημιστικές τους σελίδες με κάτι αναπάντεχο: μάρκες τσιγάρων. Ένα μέσο που γεννήθηκε για να εξυμνήσει την τεχνολογία και τα αναλώσιμα της νέας εποχής, καταλήγει να φιλοξενεί το σύμβολο μιας παλιάς, σχεδόν vintage, αμαρτίας.
Ίσως αυτό να είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αντοχής του Τύπου. Παρά τη φουρτούνα του Δικτύου, διατηρεί τη δική του ταυτότητα, έναν χώρο όπου οι αντιφάσεις όχι μόνο επιβιώνουν αλλά βρίσκουν και έναν παράδοξο τρόπο να συνυπάρχουν. Κι αν κάτι μας θυμίζει αυτή η εικόνα, είναι ότι ο Τύπος δεν είναι απλώς ένα μέσο, είναι ο πιο όμορφος καθρέφτης, που αντανακλά όχι μόνο τις αλλαγές της εποχής αλλά και τις παράλογες, γοητευτικές αντιθέσεις της.
Διαβάζει η Gen Z περιοδικά;
Η Generation Z είναι η πρώτη γενιά που μεγάλωσε σε έναν πλήρως ψηφιακό κόσμο. Ζουν και αναπνέουν μέσα από οθόνες, αφιερώνοντας κατά μέσο όρο 10,6 ώρες την ημέρα σε διαδικτυακό περιεχόμενο – σχεδόν δύο ώρες περισσότερες από τους Millennials. Σε έναν κόσμο που τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το ψηφιακό, θα περίμενε κανείς ότι η έντυπη λέξη θα είχε χαθεί οριστικά από το λεξιλόγιο αυτής της γενιάς.
Κι όμως, εδώ βρίσκεται η ανατροπή: το 92% των Gen Z προτιμά τα έντυπα βιβλία από τα ψηφιακά. Επιπλέον, σύμφωνα με το Folio, ο μέσος εκπρόσωπος αυτής της γενιάς αφιερώνει ακόμη μία ώρα την εβδομάδα στην ανάγνωση περιοδικών. Είναι μια εκπληκτική αποκάλυψη, σχεδόν παράδοξη, που έχει προκαλέσει ερωτήματα, όπως αυτό που έθεσε πρόσφατα το Reuters: «Αν οι Millennials σκότωσαν την έντυπη έκδοση, θα μπορέσει η Generation Z να την αναστήσει;».
Οι νέοι κάνουν τα πάντα ψηφιακά – και αυτό μπορεί να είναι εξαντλητικό! Η έντυπη ανάγνωση, ωστόσο, συνεχίζει να προσφέρει μια σύνδεση που οι οθόνες δεν μπορούν να μιμηθούν. Είναι η εμπειρία του χαρτιού, η απτή απόλαυση του να γυρνάς σελίδα, η απουσία της αδιάκοπης φωτεινότητας της οθόνης. Η Generation Z, λοιπόν, φαίνεται να ανακαλύπτει ξανά την έντυπη κουλτούρα, και αυτή η εξέλιξη μπορεί να είναι η αναζωογόνηση που χρειάζεται το μέσο για να ανθίσει ξανά. Αν οι εκδότες καταφέρουν να αιχμαλωτίσουν τις καρδιές, το μυαλό και τα μάτια αυτής της γενιάς, ίσως η ιστορία του Τύπου να μην έχει τελειώσει, αλλά να γράφει τώρα ένα νέο, πολλά υποσχόμενο κεφάλαιο.
Ως καταναλωτές και φανατικοί λάτρεις των περιοδικών, εμείς οι κάποιοι παλαιότεροι είχαμε την τάση να αγοράζουμε τους τίτλους που μας άρεσαν, εκείνα που μιλούσαν στη φαντασία μας και ικανοποιούσαν τις πιο ιδιότροπες επιθυμίες μας. Αυτός ο αόρατος λαβύρινθος των επιθυμιών – ένα χάος γεμάτο ανατροπές, τάσεις και ιδιοτροπίες – έγινε και ο χάρτης που οδήγησε την πορεία της εκδοτικής ιστορίας. Και όμως, πόσοι από τους φανατικούς αναγνώστες ενός περιοδικού σήμερα συνειδητοποιούν τη δύναμη που κρατούν στα χέρια τους; Πόσοι γνωρίζουν ότι αυτές οι ίδιες προτιμήσεις τους μπορούν να καθορίσουν, ακόμη και να ανατρέψουν, τη μοίρα ενός έντυπου μέσου;
Ελάχιστοι ίσως γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι το βρετανικό GQ, ένα από τα πιο καθιερωμένα αντρικά περιοδικά στον κόσμο, έχει αλλάξει το μέγεθός του τόσες πολλές φορές, προσαρμοζόμενο πάντα στις εκάστοτε απαιτήσεις του κοινού του. Και κάτι ακόμη πιο παράδοξο; Παρά το όνομά του (Gentlemen’s Quarterly), η μηνιαία κυκλοφορία του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την αρχική του μορφή, όταν τυπωνόταν μόνο τέσσερις φορές τον χρόνο.
Εξίσου απίθανο φαίνεται να εξηγήσει κανείς σε μια νέα αναγνώστρια ότι η λαμπερή, σύγχρονη Vogue, σύμβολο της μόδας και του εκλεπτυσμένου lifestyle, ξεκίνησε το 1892 ως ένα εβδομαδιαίο περιοδικό που στόχευε να αποτυπώσει τη μόδα, την υψηλή κοινωνία και το joie de vivre της εποχής. Πώς θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι η σημερινή βίβλος της μόδας κάποτε έμοιαζε περισσότερο με έναν εβδομαδιαίο καθρέφτη της καθημερινότητας;
Αυτές οι ιστορίες μας θυμίζουν κάτι θεμελιώδες: τα περιοδικά, όπως και οι άνθρωποι, εξελίσσονται. Είναι οργανισμοί που αντανακλούν τις εποχές, τις ανάγκες και τις φαντασιώσεις του κοινού τους. Κάθε αλλαγή μεγέθους, μορφής ή περιοδικότητας είναι μια μαρτυρία της αέναης προσπάθειας να παραμείνουν επίκαιρα, συναρπαστικά και, πάνω απ’ όλα, συνδεδεμένα με τους αναγνώστες τους. Και ίσως, τελικά, αυτή η ευλυγισία, αυτή η ικανότητα να προσαρμόζονται στις επιθυμίες μας, να είναι ο λόγος που πασχίζουν σήμερα να υπάρξουν.
Αλλά, από την αρχή της παρακμής των περιοδικών, δεν έφταιγε μόνο το Internet. Τα glossy, μηνιαία περιοδικά, κάποτε σύμβολα του εκλεπτυσμένου και του πολυτελούς, άρχισαν να μοιάζουν με δυσκίνητους δεινόσαυρους, απολιθώματα μιας εποχής που σερνόταν όλο και πιο αργά προς το χείλος του γκρεμού. Από την άλλη, το Internet παρέμενε (δίπλα τους πάντα) αυτό που υπήρξε από την πρώτη του μέρα: ένας ακατάπαυστα κινούμενος στόχος. Ένα μέσο που δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται, να αλλάζει, να διαφεύγει από οποιαδήποτε σταθερή μορφή ή πρόβλεψη.
Σήμερα, οι τεχνολογίες του μοιάζουν να ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου η παρανοϊκή ταχύτητα της εξέλιξης έχει γίνει ο κανόνας. Το περιεχόμενό του δεν είναι ποτέ ίδιο. Χθες ήταν άρθρα, σήμερα είναι reels, αύριο κάτι που δεν έχει επινοηθεί ακόμα. Δεν αλλάζουν μόνο τα URLs, αυτά τα ψηφιακά δρομάκια που οδηγούν στο περιεχόμενο· αλλάζει η ίδια η φύση του εγχειρήματος. Κάθε λίγους μήνες, το Internet μοιάζει να επανεφευρίσκει τον εαυτό του, να αναδομείται σαν ένα άυλο κυβερνοπάνκ χταπόδι που φυτρώνει νέα πλοκάμια πριν καν καταλάβουμε τη λειτουργία των προηγούμενων. Και αυτή η αέναη ροή και ανασύνθεση το καθιστούν όχι απλώς μέσο, αλλά φαινόμενο. Ένας ζωντανός οργανισμός που ανασαίνει, μεγαλώνει και εξελίσσεται με ρυθμούς που τα περιοδικά –όσο λαμπερά κι αν είναι– απλώς δεν μπορούν να συναγωνιστούν. Με αποτέλεσμα, στον κόσμο των pixels και των ταχυτήτων, οι σελίδες να μοιάζουν ότι βαραίνουν, ενώ το Internet συνεχίζει να πετά, ελαφρύ, μεταβλητό, και πάντα απρόβλεπτο.
Καλό είναι επίσης να μην ξεχνάμε ότι οι επενδυτές σπάνια αναμένουν από νέα περιοδικά να τους επιστρέψουν κέρδη από το ξεκίνημά τους, αφού η ιστορία έχει αποδείξει ότι ακόμα και οι πιο πετυχημένοι τίτλοι απαιτούσαν πέντε χρόνια για να εξισορροπήσουν. Κι αυτό που παραμένει αληθινή πληροφορία για τους σκληροπυρηνικούς επαγγελματίες του Διαδικτύου είναι πολύ πιθανό να διαδοθεί στον ευρύτερο πληθυσμό του Internet, καθώς το web γίνεται γρηγορότερο και ευκολότερο για τον πολύ κόσμο και ο οποίος πλέον νιώθει άνετα με αυτό το εργαλείο. Κι αυτό είναι κάτι που βάζει τους εκδότες σε σκληρή θέση. Δύο ή τρία χρόνια κάτω από τη γραμμή, όταν κανονικά θα περίμεναν την αποδοτικότητα των εντύπων τους, μπορεί να βρουν τους εαυτούς τους να χάνουν τον πυρήνα των αναγνωστών τους.
Φυσικά, κανένας σύγχρονος επαγγελματίας, δεν μπορεί να θεωρεί ότι το Web θα τον βγάλει νοκ-αουτ. Τα περιοδικά σήμερα μπορεί να έχουν πραγματικά προβλήματα. Το ίδιο έχει και το Web. Κι όσο το εύρος ζώνης βελτιώνεται, τόσο πιο μεγάλο θα είναι το πρόβλημα της παρουσίασης και προβολής της πληροφορίας σε μια μικρή οθόνη υπολογιστή. Αλλά, κανένας, δεν ανησυχεί. Ούτε καν οι εκδότες των περιοδικών για το Internet. Γιατί, μπορεί ως κατηγορία αυτά τα περιοδικά να αποτελούν είδος προς εξαφάνιση, αλλά πάλι ποιος θα μπορούσε να είχε προβλέψει, έξι ή επτά χρόνια πριν, όταν το Internet ήταν ακόμη ακαδημαϊκό παιχνίδι για επιστήμονες, σπουδαστές και χάκερς, τα περίπτερα και οι πάγκοι θα γέμιζαν από περιοδικά αφιερωμένα εξ ολοκλήρου σ’ αυτό;
Ο δεινόσαυρος, το pixel και η μάχη του χαρτιού στην ψηφιακή εποχή
Η έντυπη δημοσιογραφία σήμερα μοιάζει με έναν καπετάνιο που προσπαθεί να διατηρήσει τη ρότα του ενώ το πλοίο του βυθίζεται σιγά-σιγά. Οι επενδυτές και οι μεγαλοεκδότες – αυτοί οι ευγενείς φρουροί του καπιταλισμού – σπάνια περίμεναν άμεσες αποδόσεις από οποιονδήποτε νέο τίτλο. Οι καλύτεροι και πιο ανθεκτικοί από αυτούς είχαν εξάλλου τη σοφία της ιστορίας: ακόμα και οι πιο πετυχημένοι τίτλοι στην ιστορία των περιοδικών χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να ισορροπήσουν. Μα πέντε χρόνια; Στην ψηφιακή εποχή, πέντε χρόνια είναι μια αιωνιότητα. Στο διάστημα αυτό, το web θα έχει ήδη περάσει από τρεις διαφορετικές γενιές λογισμικού και οι αναγνώστες σου ίσως να έχουν γίνει αφοσιωμένοι ακόλουθοι ενός TikTok influencer που διαβάζει τίτλους ειδήσεων πάνω από ένα μπολ με δημητριακά.
Η αλήθεια είναι πως το web, με την ταχύτητα και την ευκολία του, δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης. Η πληροφορία που κάποτε ήταν αποκλειστικό προνόμιο ενός μικρού κύκλου επαγγελματιών, σήμερα διασπείρεται στο κοινό με ρυθμό αστραπής. Κι αυτό, φυσικά, θέτει τους εκδότες σε μια ζοφερή θέση: δύο ή τρία χρόνια μετά την έναρξη ενός νέου εντύπου – όταν κανονικά θα περίμεναν να αρχίσουν να βλέπουν φως στο τούνελ – βρίσκουν τον πυρήνα των αναγνωστών τους να έχει εξαφανιστεί, σαν άμμος που χάνεται μέσα από τα δάχτυλά τους.
Ας μην γελιόμαστε, όμως. Κανένας σύγχρονος επαγγελματίας δεν περιμένει το web να του δώσει τη χαριστική βολή. Τα περιοδικά είχαν και έχουν τα προβλήματά τους, πολλά έκλεισαν, αλλά το ίδιο έχει και το web και πολλά online περιοδικά τα πήρε κι αυτά ο διάολος. Όσο το εύρος ζώνης απλώνεται, τόσο πιο έντονο θα γίνεται το πρόβλημα της παρουσίασης πληροφορίας σε μια μικρή οθόνη. Κι όμως, η αλήθεια παραμένει: κανένας δεν ανησυχεί πραγματικά. Οι εκδότες περιοδικών, ακόμα κι εκείνων που ασχολούνται με το ίδιο το Internet, μοιάζουν να κινούνται με μια παράδοξη ηρεμία, σαν να παίζουν ρώσικη ρουλέτα με την ψηφιακή εποχή.
Αλλά ας θυμηθούμε κάτι ειρωνικό: ποιος θα μπορούσε να προβλέψει, πριν από είκοσι χρόνια, όταν το Internet ήταν ακόμη ένα «ακαδημαϊκό παιχνίδι» για επιστήμονες, φοιτητές και χάκερς, ότι τα περίπτερα θα γέμιζαν με περιοδικά αφιερωμένα εξ ολοκλήρου σε αυτό; Είναι σαν να βλέπεις ένα δεινόσαυρο να διαφημίζει το φτυάρι που θα σκάψει τον ίδιο του τον τάφο. Γιατί σήμερα, κανένα από εκείνα τα ιντερνετικά περιοδικά δεν υπάρχει ούτε για δείγμα
Κι έτσι, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: το χαρτί μπορεί να κατακτήσει ξανά την προσοχή μας, ή μήπως η μοίρα του είναι να στέκεται στα περίπτερα ως μια νοσταλγική υπενθύμιση της εποχής που η πληροφορία είχε βάρος – κυριολεκτικό και μεταφορικό;
➪ Διαβάστε επίσης: Η μελαγχολία του Δεκέμβρη στην Αθήνα
Η παρακμή της έντυπης δημοσιογραφίας και η σταδιακή εξαφάνιση του κοινού της μοιάζουν με μια θλιβερή συμφωνία που παίζεται εδώ και πολλά χρόνια σε πολύ αργό τέμπο. Εφημερίδες και περιοδικά που κάποτε κοσμούσαν τις προθήκες και τα σαλόνια μας, σήμερα χάνονται, παρασυρμένα από τον αμείλικτο άνεμο της ψηφιακής εποχής. Η κατανάλωση της πληροφορίας έχει μετατραπεί σε βιαστικές μπουκίτσες ειδήσεων, τα λεγόμενα «sound bites», μέσω εφαρμογών των μεγάλων ειδησεογραφικών γιγάντων, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως αιτία και αποτέλεσμα αυτής της αλλαγής.
Κι όμως, όπως το βινύλιο ξαναβρήκε τη θέση του στα ράφια μας, οι γραφομηχανές ξαναχρησιμοποιούνται με ρομαντική νοσταλγία, το αναλογικό φωτογραφικό φιλμ επιστρέφει σαν μια τελετουργία της εικόνας και οι χειροτεχνίες κερδίζουν την προσοχή μας σε έναν μηχανοποιημένο κόσμο, γεννάται το ερώτημα: Υπάρχει άραγε χώρος για την αναγέννηση της έντυπης δημοσιογραφίας;
Ίσως η επιστροφή αυτή να είναι μια αντίδραση στη φρενίτιδα του ψηφιακού κόσμου. Σε μια εποχή που οι πληροφορίες περνούν από τα μάτια μας με την ταχύτητα του φωτός, το έντυπο προσφέρει κάτι που έχει χαθεί: την αργή κατανάλωση. Ένα άρθρο σε μια έντυπη εφημερίδα δεν είναι απλώς λέξεις· είναι μια εμπειρία – η αφή του χαρτιού, η μυρωδιά του μελανιού, ο ήχος των σελίδων που γυρίζουν.
Και γι’ αυτό, όπως το βινύλιο προσφέρει μια πιο ζεστή ηχητική εμπειρία, η επιστροφή της έντυπης δημοσιογραφίας να προσφέρει μια πιο βαθιά σύνδεση με την πληροφορία, μια ευκαιρία να σταθούμε, να στοχαστούμε, να αφομοιώσουμε. Και ίσως, μέσα σε αυτή την παράξενη αναβίωση των παλιών τεχνών, να βρούμε τη θέση μας ξανά ως αναγνώστες, όχι απλώς καταναλωτές, της πληροφορίας.
Θυμάμαι παλιά να γράφω στο ένθετο περιοδικό Homme της Ημερησίας: «Η εκδοτική αγορά είναι κορεσμένη. Τα περιοδικά πέθαναν. Κανένας δεν έχει χρόνο να διαβάσει τι γράφουν και το μόνο που φαίνεται ξεκάθαρο στον ορίζοντα, είναι το Internet, μοναδική σανίδα σωτηρίας για τους φανατικούς της πληροφορίας. Εξάλλου ποιος ο λόγος να ξεφυλλίζεις γυαλιστερές σελίδες, χωρίς να τις διαβάζεις, όταν μπορείς να πάρεις την καθημερινή σου δόση πληροφορίας-διασκέδασης από το κομπιούτερ στο γραφείο, στο σπίτι, ή όπου αλλού κι αν βρίσκεσαι; Τι κάνουν όλοι αυτοί οι δημοσιογράφοι που πακετάρουν τα κασετοφωνάκια στις τσάντες τους και ορμάνε παθιασμένοι στο κυνήγι που άνοιξε o πυρετός ενός dotcom θησαυρού. Σώστε τα δέντρα! Ας γίνουν όλα εικονικά!».
Αυτή ήταν η μεγάλη σκέψη, τουλάχιστον μέχρι το 1999 (πριν διαψευσθούν ο μεγάλοι φόβοι του μιλένιουμ) αλλά τα πράγματα δεν έγιναν ακριβώς έτσι. Ποιος, άλλωστε, είχε ανάγκη να καταπίνει σφηνάκια πληροφορίας που του σερβίρει μια οθόνη σε κάποιο internet café ή, ακόμα χειρότερα, στο κινητό που τότε ήταν άθλος να διαβάσεις ακόμα και ένα sms; Αν και η πικρή αλήθεια, είναι ότι σταδιακά το κόστος της ανάγνωσης ενός καλού περιοδικού στο δίκτυο, έφτασε να απέχει λίγο από το να αγοράσεις το ίδιο περιοδικό στο περίπτερο. Η χειροπιαστή επαφή με το περιοδικό, κι αυτές οι πεταχτές δόσεις οπτικής απόλαυσης, θύμισαν σε όλους το γεγονός ότι τελικά μπορείς να κλείσεις το κομπιούτερ σου, να βάλεις τα πόδια αναπαυτικά πάνω στο γραφείο και ν’ αρχίσεις το διάβασμα: μια στάση που εδώ και χρόνια νοσταλγεί η ψυχή μας (ή έστω η δική μου).
Η σημερινή κυριαρχία θέση των online περιοδικών κι αυτή που στην πραγματικότητα θα έπρεπε να υπηρετούν, είναι η λειτουργία τους ως συμπληρωματικά «ψηφιακά» ένθετα των γυαλιστερών γονιών τους. Φυσικά και μπορείς να ανατρέξεις στο δίκτυο για να βρεις όλα τα παλιά εξώφυλλα του Esquire ή να ενημερωθείς για τις εποχιακές τάσεις στο Vogue.com, αλλά η σκληρή αλήθεια είναι ότι όχι μόνο δεν μπορείς να βρεις το πλήρες περιεχόμενο παλιών τευχών εύκολα, αλλά ακόμα κι αν μάθεις τις κυρίαρχες τάσεις, κανένα ηλεκτρονικό περιεχόμενο δεν μπορεί να συγκριθεί με το αληθινό, τυπωμένο περιοδικό πάνω στο τραπέζι σου ή δίπλα στο κρεβάτι σου.
Ο Τύπος, παρά τη φαινομενική του παρακμή στην εποχή του Internet, εξακολουθεί να κουβαλά μια γοητεία που οι οθόνες δεν μπορούν να προσφέρουν. Είναι ένα μέσο που, αντί να απαιτεί σύνδεση στο Wi-Fi ή αναμονή για φόρτωση σελίδας, λειτουργεί με την απλότητα μιας κίνησης: γυρνάς σελίδα. Το περιοδικό, σαν πιστός σύντροφος, σε ακολουθεί από το γραφείο στο αεροπλάνο, από τον πρωινό καφέ στην τουαλέτα και από εκεί στην παραλία. Είναι μια εμπειρία «απτική», φυσική, σχεδόν ανακουφιστική μέσα στη θύελλα των pixels που μας περιβάλλουν.
Κι όμως, ο Τύπος έχει κι άλλα όπλα στη φαρέτρα του, λιγότερο προφανή αλλά εξίσου σημαντικά. Εκεί όπου το Διαδίκτυο παίζει ένα σκληρό παιχνίδι με τις διαφημίσεις, γεμίζοντας τις οθόνες μας με αναδυόμενα παράθυρα (μπαίνεις να διαβάσεις μια είδηση και μέχρι να την διαβάσεις έχεις κλείσει 10 pop-ups), χορηγούμενα posts και ατέλειωτα banners, τα έντυπα παραμένουν ευέλικτα και κατανοητά. Οι διαφημίσεις στον Τύπο είναι καθιερωμένες, μέρος μιας παράδοσης που δεν απαιτεί να πατήσεις το “Χ” για να τις εξαφανίσεις. Είναι εκεί, σταθερές, αλλά χωρίς να ενοχλούν – μια σιωπηλή συμφωνία ανάμεσα στον αναγνώστη και το μέσο.
Κι εδώ, ένα παράδοξο κάνει την εμφάνισή του: πολλά έντυπα που αντλούν τη θεματολογία τους από τον κόσμο του Web – από τεχνικές αναλύσεις μέχρι επιχειρηματικά θέματα – γεμίζουν τις διαφημιστικές τους σελίδες με κάτι αναπάντεχο: μάρκες τσιγάρων. Ένα μέσο που γεννήθηκε για να εξυμνήσει την τεχνολογία και τα αναλώσιμα της νέας εποχής, καταλήγει να φιλοξενεί το σύμβολο μιας παλιάς, σχεδόν vintage, αμαρτίας.
Ίσως αυτό να είναι η μεγαλύτερη απόδειξη της αντοχής του Τύπου. Παρά τη φουρτούνα του Δικτύου, διατηρεί τη δική του ταυτότητα, έναν χώρο όπου οι αντιφάσεις όχι μόνο επιβιώνουν αλλά βρίσκουν και έναν παράδοξο τρόπο να συνυπάρχουν. Κι αν κάτι μας θυμίζει αυτή η εικόνα, είναι ότι ο Τύπος δεν είναι απλώς ένα μέσο, είναι ο πιο όμορφος καθρέφτης, που αντανακλά όχι μόνο τις αλλαγές της εποχής αλλά και τις παράλογες, γοητευτικές αντιθέσεις της.
Διαβάζει η Gen Z περιοδικά;
Η Generation Z είναι η πρώτη γενιά που μεγάλωσε σε έναν πλήρως ψηφιακό κόσμο. Ζουν και αναπνέουν μέσα από οθόνες, αφιερώνοντας κατά μέσο όρο 10,6 ώρες την ημέρα σε διαδικτυακό περιεχόμενο – σχεδόν δύο ώρες περισσότερες από τους Millennials. Σε έναν κόσμο που τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το ψηφιακό, θα περίμενε κανείς ότι η έντυπη λέξη θα είχε χαθεί οριστικά από το λεξιλόγιο αυτής της γενιάς.
Κι όμως, εδώ βρίσκεται η ανατροπή: το 92% των Gen Z προτιμά τα έντυπα βιβλία από τα ψηφιακά. Επιπλέον, σύμφωνα με το Folio, ο μέσος εκπρόσωπος αυτής της γενιάς αφιερώνει ακόμη μία ώρα την εβδομάδα στην ανάγνωση περιοδικών. Είναι μια εκπληκτική αποκάλυψη, σχεδόν παράδοξη, που έχει προκαλέσει ερωτήματα, όπως αυτό που έθεσε πρόσφατα το Reuters: «Αν οι Millennials σκότωσαν την έντυπη έκδοση, θα μπορέσει η Generation Z να την αναστήσει;».
Οι νέοι κάνουν τα πάντα ψηφιακά – και αυτό μπορεί να είναι εξαντλητικό! Η έντυπη ανάγνωση, ωστόσο, συνεχίζει να προσφέρει μια σύνδεση που οι οθόνες δεν μπορούν να μιμηθούν. Είναι η εμπειρία του χαρτιού, η απτή απόλαυση του να γυρνάς σελίδα, η απουσία της αδιάκοπης φωτεινότητας της οθόνης. Η Generation Z, λοιπόν, φαίνεται να ανακαλύπτει ξανά την έντυπη κουλτούρα, και αυτή η εξέλιξη μπορεί να είναι η αναζωογόνηση που χρειάζεται το μέσο για να ανθίσει ξανά. Αν οι εκδότες καταφέρουν να αιχμαλωτίσουν τις καρδιές, το μυαλό και τα μάτια αυτής της γενιάς, ίσως η ιστορία του Τύπου να μην έχει τελειώσει, αλλά να γράφει τώρα ένα νέο, πολλά υποσχόμενο κεφάλαιο.
Ως καταναλωτές και φανατικοί λάτρεις των περιοδικών, εμείς οι κάποιοι παλαιότεροι είχαμε την τάση να αγοράζουμε τους τίτλους που μας άρεσαν, εκείνα που μιλούσαν στη φαντασία μας και ικανοποιούσαν τις πιο ιδιότροπες επιθυμίες μας. Αυτός ο αόρατος λαβύρινθος των επιθυμιών – ένα χάος γεμάτο ανατροπές, τάσεις και ιδιοτροπίες – έγινε και ο χάρτης που οδήγησε την πορεία της εκδοτικής ιστορίας. Και όμως, πόσοι από τους φανατικούς αναγνώστες ενός περιοδικού σήμερα συνειδητοποιούν τη δύναμη που κρατούν στα χέρια τους; Πόσοι γνωρίζουν ότι αυτές οι ίδιες προτιμήσεις τους μπορούν να καθορίσουν, ακόμη και να ανατρέψουν, τη μοίρα ενός έντυπου μέσου;
Ελάχιστοι ίσως γνωρίζουν, για παράδειγμα, ότι το βρετανικό GQ, ένα από τα πιο καθιερωμένα αντρικά περιοδικά στον κόσμο, έχει αλλάξει το μέγεθός του τόσες πολλές φορές, προσαρμοζόμενο πάντα στις εκάστοτε απαιτήσεις του κοινού του. Και κάτι ακόμη πιο παράδοξο; Παρά το όνομά του (Gentlemen’s Quarterly), η μηνιαία κυκλοφορία του σήμερα δεν έχει καμία σχέση με την αρχική του μορφή, όταν τυπωνόταν μόνο τέσσερις φορές τον χρόνο.
Εξίσου απίθανο φαίνεται να εξηγήσει κανείς σε μια νέα αναγνώστρια ότι η λαμπερή, σύγχρονη Vogue, σύμβολο της μόδας και του εκλεπτυσμένου lifestyle, ξεκίνησε το 1892 ως ένα εβδομαδιαίο περιοδικό που στόχευε να αποτυπώσει τη μόδα, την υψηλή κοινωνία και το joie de vivre της εποχής. Πώς θα μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι η σημερινή βίβλος της μόδας κάποτε έμοιαζε περισσότερο με έναν εβδομαδιαίο καθρέφτη της καθημερινότητας;
Αυτές οι ιστορίες μας θυμίζουν κάτι θεμελιώδες: τα περιοδικά, όπως και οι άνθρωποι, εξελίσσονται. Είναι οργανισμοί που αντανακλούν τις εποχές, τις ανάγκες και τις φαντασιώσεις του κοινού τους. Κάθε αλλαγή μεγέθους, μορφής ή περιοδικότητας είναι μια μαρτυρία της αέναης προσπάθειας να παραμείνουν επίκαιρα, συναρπαστικά και, πάνω απ’ όλα, συνδεδεμένα με τους αναγνώστες τους. Και ίσως, τελικά, αυτή η ευλυγισία, αυτή η ικανότητα να προσαρμόζονται στις επιθυμίες μας, να είναι ο λόγος που πασχίζουν σήμερα να υπάρξουν.
Αλλά, από την αρχή της παρακμής των περιοδικών, δεν έφταιγε μόνο το Internet. Τα glossy, μηνιαία περιοδικά, κάποτε σύμβολα του εκλεπτυσμένου και του πολυτελούς, άρχισαν να μοιάζουν με δυσκίνητους δεινόσαυρους, απολιθώματα μιας εποχής που σερνόταν όλο και πιο αργά προς το χείλος του γκρεμού. Από την άλλη, το Internet παρέμενε (δίπλα τους πάντα) αυτό που υπήρξε από την πρώτη του μέρα: ένας ακατάπαυστα κινούμενος στόχος. Ένα μέσο που δεν σταμάτησε ποτέ να εξελίσσεται, να αλλάζει, να διαφεύγει από οποιαδήποτε σταθερή μορφή ή πρόβλεψη.
Σήμερα, οι τεχνολογίες του μοιάζουν να ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου η παρανοϊκή ταχύτητα της εξέλιξης έχει γίνει ο κανόνας. Το περιεχόμενό του δεν είναι ποτέ ίδιο. Χθες ήταν άρθρα, σήμερα είναι reels, αύριο κάτι που δεν έχει επινοηθεί ακόμα. Δεν αλλάζουν μόνο τα URLs, αυτά τα ψηφιακά δρομάκια που οδηγούν στο περιεχόμενο· αλλάζει η ίδια η φύση του εγχειρήματος. Κάθε λίγους μήνες, το Internet μοιάζει να επανεφευρίσκει τον εαυτό του, να αναδομείται σαν ένα άυλο κυβερνοπάνκ χταπόδι που φυτρώνει νέα πλοκάμια πριν καν καταλάβουμε τη λειτουργία των προηγούμενων. Και αυτή η αέναη ροή και ανασύνθεση το καθιστούν όχι απλώς μέσο, αλλά φαινόμενο. Ένας ζωντανός οργανισμός που ανασαίνει, μεγαλώνει και εξελίσσεται με ρυθμούς που τα περιοδικά –όσο λαμπερά κι αν είναι– απλώς δεν μπορούν να συναγωνιστούν. Με αποτέλεσμα, στον κόσμο των pixels και των ταχυτήτων, οι σελίδες να μοιάζουν ότι βαραίνουν, ενώ το Internet συνεχίζει να πετά, ελαφρύ, μεταβλητό, και πάντα απρόβλεπτο.
Καλό είναι επίσης να μην ξεχνάμε ότι οι επενδυτές σπάνια αναμένουν από νέα περιοδικά να τους επιστρέψουν κέρδη από το ξεκίνημά τους, αφού η ιστορία έχει αποδείξει ότι ακόμα και οι πιο πετυχημένοι τίτλοι απαιτούσαν πέντε χρόνια για να εξισορροπήσουν. Κι αυτό που παραμένει αληθινή πληροφορία για τους σκληροπυρηνικούς επαγγελματίες του Διαδικτύου είναι πολύ πιθανό να διαδοθεί στον ευρύτερο πληθυσμό του Internet, καθώς το web γίνεται γρηγορότερο και ευκολότερο για τον πολύ κόσμο και ο οποίος πλέον νιώθει άνετα με αυτό το εργαλείο. Κι αυτό είναι κάτι που βάζει τους εκδότες σε σκληρή θέση. Δύο ή τρία χρόνια κάτω από τη γραμμή, όταν κανονικά θα περίμεναν την αποδοτικότητα των εντύπων τους, μπορεί να βρουν τους εαυτούς τους να χάνουν τον πυρήνα των αναγνωστών τους.
Φυσικά, κανένας σύγχρονος επαγγελματίας, δεν μπορεί να θεωρεί ότι το Web θα τον βγάλει νοκ-αουτ. Τα περιοδικά σήμερα μπορεί να έχουν πραγματικά προβλήματα. Το ίδιο έχει και το Web. Κι όσο το εύρος ζώνης βελτιώνεται, τόσο πιο μεγάλο θα είναι το πρόβλημα της παρουσίασης και προβολής της πληροφορίας σε μια μικρή οθόνη υπολογιστή. Αλλά, κανένας, δεν ανησυχεί. Ούτε καν οι εκδότες των περιοδικών για το Internet. Γιατί, μπορεί ως κατηγορία αυτά τα περιοδικά να αποτελούν είδος προς εξαφάνιση, αλλά πάλι ποιος θα μπορούσε να είχε προβλέψει, έξι ή επτά χρόνια πριν, όταν το Internet ήταν ακόμη ακαδημαϊκό παιχνίδι για επιστήμονες, σπουδαστές και χάκερς, τα περίπτερα και οι πάγκοι θα γέμιζαν από περιοδικά αφιερωμένα εξ ολοκλήρου σ’ αυτό;
Ο δεινόσαυρος, το pixel και η μάχη του χαρτιού στην ψηφιακή εποχή
Η έντυπη δημοσιογραφία σήμερα μοιάζει με έναν καπετάνιο που προσπαθεί να διατηρήσει τη ρότα του ενώ το πλοίο του βυθίζεται σιγά-σιγά. Οι επενδυτές και οι μεγαλοεκδότες – αυτοί οι ευγενείς φρουροί του καπιταλισμού – σπάνια περίμεναν άμεσες αποδόσεις από οποιονδήποτε νέο τίτλο. Οι καλύτεροι και πιο ανθεκτικοί από αυτούς είχαν εξάλλου τη σοφία της ιστορίας: ακόμα και οι πιο πετυχημένοι τίτλοι στην ιστορία των περιοδικών χρειάστηκαν πέντε χρόνια για να ισορροπήσουν. Μα πέντε χρόνια; Στην ψηφιακή εποχή, πέντε χρόνια είναι μια αιωνιότητα. Στο διάστημα αυτό, το web θα έχει ήδη περάσει από τρεις διαφορετικές γενιές λογισμικού και οι αναγνώστες σου ίσως να έχουν γίνει αφοσιωμένοι ακόλουθοι ενός TikTok influencer που διαβάζει τίτλους ειδήσεων πάνω από ένα μπολ με δημητριακά.
Η αλήθεια είναι πως το web, με την ταχύτητα και την ευκολία του, δεν αφήνει περιθώρια χαλάρωσης. Η πληροφορία που κάποτε ήταν αποκλειστικό προνόμιο ενός μικρού κύκλου επαγγελματιών, σήμερα διασπείρεται στο κοινό με ρυθμό αστραπής. Κι αυτό, φυσικά, θέτει τους εκδότες σε μια ζοφερή θέση: δύο ή τρία χρόνια μετά την έναρξη ενός νέου εντύπου – όταν κανονικά θα περίμεναν να αρχίσουν να βλέπουν φως στο τούνελ – βρίσκουν τον πυρήνα των αναγνωστών τους να έχει εξαφανιστεί, σαν άμμος που χάνεται μέσα από τα δάχτυλά τους.
Ας μην γελιόμαστε, όμως. Κανένας σύγχρονος επαγγελματίας δεν περιμένει το web να του δώσει τη χαριστική βολή. Τα περιοδικά είχαν και έχουν τα προβλήματά τους, πολλά έκλεισαν, αλλά το ίδιο έχει και το web και πολλά online περιοδικά τα πήρε κι αυτά ο διάολος. Όσο το εύρος ζώνης απλώνεται, τόσο πιο έντονο θα γίνεται το πρόβλημα της παρουσίασης πληροφορίας σε μια μικρή οθόνη. Κι όμως, η αλήθεια παραμένει: κανένας δεν ανησυχεί πραγματικά. Οι εκδότες περιοδικών, ακόμα κι εκείνων που ασχολούνται με το ίδιο το Internet, μοιάζουν να κινούνται με μια παράδοξη ηρεμία, σαν να παίζουν ρώσικη ρουλέτα με την ψηφιακή εποχή.
Αλλά ας θυμηθούμε κάτι ειρωνικό: ποιος θα μπορούσε να προβλέψει, πριν από είκοσι χρόνια, όταν το Internet ήταν ακόμη ένα «ακαδημαϊκό παιχνίδι» για επιστήμονες, φοιτητές και χάκερς, ότι τα περίπτερα θα γέμιζαν με περιοδικά αφιερωμένα εξ ολοκλήρου σε αυτό; Είναι σαν να βλέπεις ένα δεινόσαυρο να διαφημίζει το φτυάρι που θα σκάψει τον ίδιο του τον τάφο. Γιατί σήμερα, κανένα από εκείνα τα ιντερνετικά περιοδικά δεν υπάρχει ούτε για δείγμα
Κι έτσι, το ερώτημα παραμένει ανοιχτό: το χαρτί μπορεί να κατακτήσει ξανά την προσοχή μας, ή μήπως η μοίρα του είναι να στέκεται στα περίπτερα ως μια νοσταλγική υπενθύμιση της εποχής που η πληροφορία είχε βάρος – κυριολεκτικό και μεταφορικό;
➪ Διαβάστε επίσης: Η μελαγχολία του Δεκέμβρη στην Αθήνα