Οι περισσότεροι Έλληνες γυρίζουν από τις διακοπές με το κεφάλι βαρύ. Τα οικονομικά των περισσότερων είναι «εύθραυστα»: ακόμα κι αν τα βγάζουμε πέρα, ξέρουμε ότι μια ζημιά στο αμάξι ή μια ξαφνική αναποδιά στη δουλειά μπορεί να μας γονατίσει. Να μην μιλήσω για αποταμιεύσεις, θα αφήσω τα ανέκδοτα για αργότερα.

Οι μέρες μιας σταθερής, μακροχρόνιας δουλειάς έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Χιλιάδες νοικοκυριά βουτηγμένα σε χρέη, ενώ όλοι ξέρουμε πως μια σοβαρή ασθένεια μπορεί να καταστρέψει οικονομικά μια οικογένεια. Δηλαδή, τα δίκτυα προστασίας που θα έπρεπε να μας κρατούν όρθιους σήμερα είναι ρημαγμένα. Κάποιοι, εκείνοι που ίσως θεωρούσαν τη θέση τους δεδομένη στην κοινωνική ιεραρχία νιώθουν κι αυτοί τώρα την απειλή, αφού η ανασφάλεια ξεχειλίζει παντού, από την πολιτική μέχρι την καθημερινή μας γλώσσα. Τα μέσα μάθανε να μασάνε τον μαϊντανό, μας λένε ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μας πάρει τις δουλειές, αλλά, τελικά, μπορεί και να μην αλλάξει και τίποτα. Εν τω μεταξύ όμως, οι φωτιές έχουν κάνει δουλειά, η κλιματική κρίση πλησιάζει μέρα με τη μέρα, και κανένας εκεί έξω δεν μοιάζει διατεθειμένος (να μην πω ικανός) να ανακόψει την πορεία της.

Κι αν η κυβέρνηση δεν καταφέρνει να λύσει τα πιο πιεστικά μας προβλήματα, αποδεικνύεται συχνά ικανότατη ώστε να δημιουργεί καινούρια. Άρα, η καθημερινή μας ευημερία εξαρτάται από τις ορέξεις ενός πολιτικού συστήματος που θυμίζει περισσότερο καφενείο παρά σοβαρό κράτος. Γιατί; Διότι, παρά το γεγονός ότι η Ελλάδα παρουσιάζει στα χαρτιά μια «ανάκαμψη», με δείκτες που φαίνονται ενθαρρυντικοί σε οικονομικές αναλύσεις και δηλώσεις υπουργών, οι Έλληνες δεν νιώθουν καλά με τη ζωή τους. Έρευνες και καθημερινές εμπειρίες αποκαλύπτουν ότι χρειάζεται όλο και περισσότερη προσπάθεια για να κρατήσεις ένα μισθό που να φτάνει, να μαζέψεις λίγες οικονομίες ή απλώς να καλύψεις τα έξοδα του μήνα. Το αποτέλεσμα είναι μια συλλογική αίσθηση ότι τα πράγματα πάνε στραβά, ακόμη κι αν οι αριθμοί δείχνουν το αντίθετο.

Και στην καρδιά αυτής της διάθεσης έχει φωλιάσει η ανασφάλεια. Η ιδέα πως ό,τι έχουμε μπορεί να χαθεί ανά πάσα στιγμή, από δυνάμεις οικονομικές, πολιτικές ή τεχνολογικές τις οποίες, φυσικά, και δεν ελέγχουμε. Κι όταν ζεις με την αίσθηση ότι όλα κρέμονται από μια κλωστή, είναι αδύνατο να απολαύσεις πραγματικά αυτά που ήδη έχεις. Γι’ αυτό δεν κυριαρχούν η αισιοδοξία ή η ικανοποίηση, αλλά η απαισιοδοξία και το άγχος.

Κι αυτά τα συναισθήματα, διαβρωτικά σαν υγρασία σε παλιά πολυκατοικία που έχει να βάλει πετρέλαιο είκοσι χρόνια, δεν μπορούν να μείνουν μόνο στην ατομική σφαίρα του καθένα μας, διαπερνούν τις κοινότητες, την πολιτική, την καθημερινή μας κουβέντα κι έτσι ο φαύλος κύκλος της ανασφάλειας βαθαίνει και η Ελλάδα γίνεται ένας τόπος όπου τα χαρτιά μιλούν για ανάπτυξη, την ώρα που οι άνθρωποι μιλούν για επιβίωση.

Αν οι γονείς σου είχαν ξοδέψει τις οικονομίες μιας ζωής για να σπουδάσεις, ή αν εσύ είχες φορτωθεί δάνεια, δεκάδες δουλειές του ποδαριού και στερήσεις για να τα καταφέρεις, θα ήθελες τουλάχιστον η επένδυση αυτή να «πιάσει τόπο». Σωστά; Να αποδώσει. Ειδικά όταν βγαίνεις στην αγορά εργασίας κουβαλώντας χρέη και αβεβαιότητα. Εδώ και δεκαετίες, οι νέοι στην Ελλάδα ακούν το ίδιο τροπάριο: «εκεί έξω η ζωή είναι κόλαση, οπότε διάλεξε σπουδές που θα σου εξασφαλίσουν δουλειά». Αν αγαπάς τα μαθηματικά ή την πληροφορική, έχει καλώς. Αν αγαπάς τη λογοτεχνία ή την τέχνη, κρίμα, θα πρέπει να καταπιείς το πάθος σου γιατί «δεν έχει δουλειές για αρτίστες σήμερα».

Το πρόβλημα είναι ότι οι «καλές δουλειές» δεν είναι ποτέ εγγυημένες. Για χρόνια τα παιδιά έπεφταν με τα μούτρα στη νομική, μέχρι που γέμισε ο τόπος άνεργους δικηγόρους. Μετά ήρθε το «μάθε κώδικα» και τώρα η τεχνητή νοημοσύνη απειλεί να φάει τις μισές entry-level δουλειές του κλάδου. Οι φοιτητές συνεχίζουν να ψάχνουν τον σίγουρο δρόμο, μόνο για να ανακαλύψουν ότι ούτε το πιο «επικερδές» πτυχίο δεν μπορεί να τους χαρίσει πραγματική ασφάλεια.

Η Ελλάδα παραμένει έτσι το σκηνικό ενός παράλογου θεάτρου: οι οικογένειες θυσιάζουν τα πάντα για το πτυχίο, αλλά το πτυχίο μοιάζει όλο και περισσότερο με χαρτί χωρίς αντίκρισμα. Τι ντροπή να έχεις σπαταλήσει τέσσερα χρόνια σε έναν κλάδο που διάλεξες όχι επειδή τον αγαπούσες, αλλά επειδή σου έταζε «σίγουρα λεφτά» και στο τέλος να βλέπεις αυτά τα λεφτά να εξατμίζονται πριν φτάσουν καν σε εσένα.

Στην Ελλάδα, το «αντίδοτο» σε αυτό το ρίσκο θεωρήθηκε πάντα το «καλό πανεπιστήμιο». Οι οικογένειες έριχναν το βάρος στον τίτλο: ΕΚΠΑ, Πολυτεχνείο, ΑΣΟΕΕ, και για όσους μπορούσαν να πληρώσουν, ξενιτιά και «brand name» σχολές στο εξωτερικό. Το αποτέλεσμα; Ένας αδυσώπητος αγώνας δρόμου για τα λίγα «καλά» τμήματα. Φροντιστήρια από το δημοτικό, ξένες γλώσσες, ιδιωτικά στο σπίτι, καλοκαίρια θυσιασμένα στον βωμό της προετοιμασίας, και οικογένειες βυθισμένες στα έξοδα, όλα για «μια θέση» που έμοιαζε εισιτήριο ζωής.

Κι όμως, το «εισιτήριο» αυτό καταλήγει να κοστίζει όσο ένα διαμέρισμα στο κέντρο και να μην εξασφαλίζει τίποτα. Στην καλύτερη περίπτωση, το παιδί θα βγει στην αγορά με ένα πτυχίο που δεν ανταποκρίνεται ούτε στις προσδοκίες του ούτε στις ανάγκες της εποχής. Στη χειρότερη, το επάγγελμα που διάλεξε θα έχει ήδη αρχίσει να αντικαθίσταται από αλγόριθμους και μηχανές. Αυτή η ανασφάλεια στην τριτοβάθμια εκπαίδευση και στις δουλειές που ακολουθούν έχει φτιάξει μια γενιά φοιτητών αναγκασμένων να σκέφτονται εγωιστικά. Σήμερα ένας νέος προγραμματιστής στο γραφείο μου είπε «την έχω ακούσει συχνά αυτή τη λέξη αλλά δεν ξέρω τι είναι ο “αρχισυντάκτης”». Δεν είναι ακριβώς δικό τους φταίξιμο, είναι το μόνο που τους υπαγορεύει το σύστημα. Στο πανεπιστήμιο δεν μπαίνουν πια για να γνωρίσουν τον κόσμο ή να καλλιεργηθούν, μπαίνουν για να μάθουν πώς θα βγάλουν όσο περισσότερα γίνεται στην Ιατρική, στη Δικηγορία ή στα Οικονομικά ή στην Πληροφορική.

Τα χρόνια που θα έπρεπε να είναι γεμάτα ανακαλύψεις και ανοιχτούς ορίζοντες, μετατρέπονται έτσι σε ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος: ποιος θα σπρώξει τον διπλανό του πιο αποτελεσματικά για να πάρει τη δουλειά, το μεταπτυχιακό, το εισόδημα. Μια χώρα που παράγει πτυχιούχους με άγχος αντί για γνώση.

Από την άλλη, η ελληνική εργατική τάξη γνωρίζει την ανασφάλεια από πρώτο χέρι. Σήμερα, τα περισσότερα εργοστάσια και βιοτεχνίες που έδιναν δουλειά έχουν εξαφανιστεί, άλλες μεταφέρθηκαν στα Βαλκάνια, άλλες σάπισαν στην εγκατάλειψη και έγιναν lofts, γκαλερί και πολυχώροι. Ο παλιός εργατικός κόσμος ξηλώθηκε και στη θέση του φυτεύτηκαν Αirbnb και πολυκατοικίες-κουτιά. Οι καινούργιες δουλειές είναι κυρίως στον τουρισμό και στις υπηρεσίες: εποχιακές, κακοπληρωμένες, με ωράρια που ποτέ δεν «αναφέρονται» στις συμβάσεις. Η οικονομία της πλατφόρμας (από το Wolt μέχρι το Fiverr) υπόσχεται ευελιξία, αλλά στην πράξη σημαίνει ότι ζεις στην ορέξη μιας εφαρμογής και ενός αλγόριθμου. Άλλες φορές δουλεύεις 14 ώρες, άλλες δεν έχεις ούτε ένα δρομολόγιο.

Με αποτέλεσμα αυτή η ανασφάλεια να έχει πια γίνει πολιτική. Και όχι, δεν πρόκειται μόνο για ευρώ-αμερικανικό φαινόμενο· κι εδώ η ανασφάλεια τρέφει τον φόβο, κι ο φόβος γεννά θυμό, κι ο θυμός βρίσκει εύκολα διέξοδο σε μίσος. Κι όπως έλεγε κι ο σοφός Γιόντα (ο οποίος είχε μελετήσει πολύ καλά τους αρχαίους πολιτισμούς): Ο φόβος είναι το μονοπάτι προς τη σκοτεινή πλευρά. Ο φόβος οδηγεί στον θυμό. Ο θυμός στο μίσος. Το μίσος στον πόνο.

Υπάρχει καλύτερη περιγραφή για την πολιτική της εποχής μας; Από τα ακροδεξιά κινήματα της Ευρώπης ως τον Τραμπ στην Αμερική, οι λαϊκιστές παίζουν το ίδιο χαρτί: τον φόβο της ανασφάλειας. Στην Ελλάδα, αυτός ο φόβος έγινε εργαλείο στα χέρια πολιτικών που υπόσχονται «ασφάλεια» τη στιγμή που τροφοδοτούν μίσος και διχασμό. Οι ίδιες οι πληγές της κοινωνίας μας γίνονται όπλα εναντίον της. Η πολιτική θεωρητικός Albena Azmanova μιλά για τον λαϊκισμό ως «μια λανθασμένη άρθρωση ενός πραγματικού, ενός αληθινού παραπόνου»: οι άνθρωποι που νιώθουν τις ζωές τους επισφαλείς, λόγω συγκεκριμένων κοινωνικών και οικονομικών πολιτικών, βρίσκουν εύκολες εξηγήσεις στη ξενοφοβία και στα στερεότυπα. Και στην Ελλάδα έχουμε μάθει αυτό το βλέπουμε καθημερινά: όταν η επισφάλεια χτυπάει κόκκινο, το δάχτυλο δείχνει τους μετανάστες, τους πρόσφυγες, τον «άλλο», τον διαφορετικό.

Γιατί όταν μεγαλώνεις σε ένα σύστημα που σου μαθαίνει πως «όλα εξαρτώνται από εσένα, αλλά εσύ δεν έχεις καμία δύναμη», είναι εύκολο να στραφείς σε ηγέτες που υπόσχονται «δύναμη χωρίς ευθύνη». Κι έτσι γεννιέται και η πολιτική του μηδενικού αθροίσματος: εγώ να σωθώ, ας καούν οι άλλοι. Μια μείωση φόρου εδώ, ένα επίδομα 250 ευρώ πιο δίπλα, μια «νίκη» σε έναν πολιτισμικό πόλεμο εκεί, κι ας βουλιάζει μακροπρόθεσμα η χώρα. Και στην Ελλάδα του 2025, η ανασφάλεια δεν παράγει αλληλεγγύη αλλά απομόνωση. Οι άνθρωποι αγκιστρώνονται σε στενές ταυτότητες, σε φυλές, σε πολύ στενούς μικρόκοσμους, και η συλλογικότητα θυσιάζεται στον βωμό του «να τα βγάλω πέρα μόνος μου».

Το ατυχές, βέβαια, είναι πως στην Ελλάδα, έχουμε πάψει προ πολλού να απορούμε. Η ανασφάλεια έχει γίνει το default setting: χαμηλοί μισθοί, ενοίκια-εφιάλτες, συντάξεις που μοιάζουν με χαρτζιλίκι και μια καθημερινότητα που σε κάνει να αισθάνεσαι φιλοξενούμενος στην ίδια σου τη χώρα. Κι όσο εμείς τσαλαβουτάμε σε αυτόν τον βάλτο με τα σκατά (ναι, ακριβώς, σαν το ανέκδοτο με τον τύπο που πάει στην κόλαση και ψάχνει να βρει το πιο ανώδυνο μαρτύριο για να περάσει εκεί την αιωνιότητα), η κυβέρνηση παριστάνει πως δεν βλέπει και σφυράει κλέφτικα, γιατί άλλωστε, το μόνο που τη νοιάζει είναι η διάσωση της Ανώνυμης Εταιρείας που έχει στήσει πάνω από τον βούρκο της κοινωνίας.

Ελλάς Α.Ε., λοιπόν, με CEO έναν Πρωθυπουργό και μέλη ΔΣ τα συμφέροντα, με business plan το ξεπούλημα και KPI την επικοινωνία. Για την κατρακύλα της χώρας, ούτε λόγος. Αρκεί το ταμείο της εταιρείας να βγαίνει, κι ας καίγεται ο μέτοχος που λέγεται λαός.

Οπότε, βολευτείτε, πιάστε μια θέση κι αν όλο αυτό μπορεί να βρωμάει, ακόμα δεν πονάει, κι ας είναι, ας γίνει η ανασφάλεια η νέα κανονικότητά μας. Εξάλλου, τι να λέμε! Στην Ελλάδα, κανείς δεν εκπλήσσεται πια. Η καθημερινή ανασφάλεια έγινε συνήθεια σε τέτοιο βαθμό, που την αποδεχόμαστε σχεδόν με μοιρολατρία, θεωρούμε αυτονόητο ότι η ζωή θα είναι μια μόνιμη ισορροπία στο χείλος της καταστροφής. Κι όσο εμείς προσαρμοζόμαστε, τόσο η κυβέρνηση θα παίζει το δικό της παιχνίδι, ένα παιχνίδι που δεν αφορά την κοινωνία, αλλά την επιβίωση της πολιτικής μιας Ανώνυμης Εταιρείας. Κι όπως στο ανέκδοτο με τον Δαίμονα που φωνάζει «Τέρμα το διάλειμμα, τα κεφάλια μέσα!», έτσι κι εδώ, δεν χρειάζεται καν Δαίμονας. Έχουμε ήδη την κυβέρνηση για να μας τα βουτάει ξανά και ξανά στον ίδιο βρωμερό βούρκο.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.