Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτό το μοτίβο –η θάλασσα ως πεδίο ερωτικής ουτοπίας– εμφανίζεται στην καλλιτεχνική πρακτική του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Βαθιά μέσα στη δεκαετία του ’80 σε μια από τις ομοερωτικές ιστορίες κόμιξ που δημοσίευε στο περιοδικό “Παρά Πέντε” (Τεύχος 19, Ιούλιος-Αύγουστος 1986) ένα ζευγάρι αντρών καταλήγει επίσης στη θάλασσα. Η ιστορία ξεκινάει σε μια βάρβαρη επίθεση των ματ σε μια ομάδα πανκ αναρχικών. Οι δυο άντρες τρώνε γκλομπιές αλλά δραπετεύουν, καταφεύγουν σε ένα υπόγειο, μια γοργόνα αναδύεται από το υγρό έδαφος και τους οδηγεί σε μια άλλη παράξενη γη.  Εκεί άλλο ένα γυναικείο πλάσμα φυτρώνει από το έδαφος –οι άνδρες επιδίδονται σε ερωτική συνουσία μαζί της, πέφτουν για ύπνο και αμέσως μετά συλλαμβάνονται από περίεργη Mad Max λεγεώνα που ίπταται στον αέρα (όπως ίπτανται περίπου τα αγάλματα της ολυμπιακής τελετής έναρξης). Η ηγεμόνας αυτής της ίσως εξωγήινης φυλής είναι μια ντραγκ-κουιν με δάφνινο(;) στεφάνι και δερμάτινο jockstrap (σεξουαλικό εσώρουχο) που περιφέρεται πάνω στα χέρια γυμνών δούλων. Διατάζει τους δυο γκέι αναρχικούς να μονομαχήσουν. Καθώς η ίδια αυνανίζεται με το θέαμα της πάλης τους, ο ένας από τους δύο χάνει το χέρι του. Μόνο αν δεχτεί να μείνει να πάει με τη σατράπισσα θα μπορέσει πάρει το κομμένο του άκρο πίσω. Ο ήρωας αρνείται να εγκαταλείψει τον σύντροφο του. Η ντραγκ κουίν εξολοθρεύεται στο άκουσμα της απόφασης. Οι άντρες μένουν μαζί κάνουν έρωτα και ως εκ θαύματος –καθώς μια βυζαντινή αγιογραφία παρεμβάλλεται μέσα στην ιστορία– το χέρι του ενός εραστή ξαναφυτρώνει.

Μετά κάνουν μια βόλτα στο τοπίο και ανακαλύπτουν μια θάλασσα.

Και εκεί το ζευγάρι χάνεται μέσα στο νερό περίπου όπως τα σώματα των χορευτών στην τελετή έναρξης –στο τέλος της σεκάνς του παιχνιδιού τους στα νερά.

Το υγρό στοιχείο της τελετής έναρξης (και πιο πριν στη Μήδεια του ίδιου δημιουργού) φαίνεται να συνδέεται με ένα είδος ερωτικής ονειροπόλησης, σφραγίζει το τέλος μιας περιπέτειας –ενώνει έναν ερωτικό δεσμό με τον κόλπο του φυσικού περιβάλλοντος– της Ελλάδας ίσως, αλλά της γης γενικότερα (ή ίσως κάποιου άλλου μυθολογικού πλανήτη).

Τόσο το κόμιξ όσο και η τελετή αναδεικνύουν με αμέριστη ένταση ότι η εξιστόρηση είναι συνέχεια της ερωτικής διάθεσης με άλλα μέσα. Η λαγνεία παρέχει μια τεχνολογία απόδρασης, μια όραση για τη φύση, την τέχνη και την ιστορία –και κυρίως την “ιερότητα” του κυρίαρχου πολιτισμού και των “ηγεμονικών” νοημάτων του.

Στο κόμιξ η πορνογραφική περιγραφή των ερωτικών πράξεων ενώνεται με το μυστήριο, την ιστορία και την επιστημονική φαντασία. Η καύλα και η συντροφικότητα γίνεται καύσιμο στην διαδικασία παραγωγής δέους για τον τόπο, την πολιτική βία και την μεταφυσική του παράδοση.

Αυτή η σχέση λαγνείας και καλλιτεχνικής δημιουργίας μας προτείνει τρόπους ανάγνωσης κι άλλων κομματιών “εθνικής κληρονομιάς”.  Ας ρίξουμε μια ματιά στα αγάλματα γυμνών καλογυμνασμένων και περιπαθών αντρών –που προορίζονταν για ναούς, τα μνημεία και το δημόσιο χώρο της κλασικής Αθήνας

Μπορεί να είσαι ο Φειδίας και να σου ζητούν να φτιάξεις κάτι για την δόξα της πόλης σου –αλλά τα ψυχικά υλικά σου να εκπορεύονται από το ερωτικά και “γουρουνίσια” πάθη που ηλεκτρίζουν το μυαλό και μεταμορφώνουν το σώμα σου.

Η τέχνη είναι μια απόπειρα να πλάσουμε αυτό που δεν μπορούμε να πιάσουμε με τα χέρια μας. Είναι μια μυστηριακή πορνογραφία –δηλαδή μια διαχείριση των πόθων μας– που πολλές φορές συστήνεται ως μνημείο συλλογικής ενσυναίσθησης.

Η ικανότητα να κατανοήσουμε τις επιθυμίες των άλλων είναι κομμάτι της πολιτειακής μας δύναμης –όπως και η ικανότητα να χτίζουμε πολιτειακά μνημεία χρησιμοποιώντας ως πρώτη ύλη τις εμμονικές επιθυμίες μας.

Λένε μερικοί ιστορικοί ότι η γλυπτική απεικόνιση και η γενικότερη ιεροποίηση του Αρμόδιου και του Αριστογείτονα –το ερωτικό ζευγάρι των τυραννοκτόνων– αποτέλεσε μια σημαδιακή προσπάθεια να συνδεθεί ο ομοερωτισμός με τις πολιτειακές αρετές μιας πόλης που εγκαινίαζε καινοτόμες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Όπως στη Θήβα, ο Ιερός Λόχος –ο στρατός από ζευγάρια ομο-εραστών– πιστοποιούσε τη συναισθηματική πρόσδεση και αυτοθυσία στη μάχη, έτσι και στην Αθήνα, ένας ερωτικός δεσμός συνδέθηκε με τις αρετές της δημοκρατίας και την απέχθεια προς την τυραννία. Οι ερωτικές εκκεντρικότητες αποσυνδέονταν από τα προνόμια της αριστοκρατίας και ενώνονταν με το ιδεολογικές αξίες του δήμου.

Η δημόσια και δημιουργική αναφορά λοιπόν στο σεξ –με ή χωρίς υπαινιγμούς– είναι μια βαθιά πολιτική υπόθεση, αλλά έχει και αυτήν την τέχνη της.

Στην σκηνική τέχνη του Παπαϊωάννου η χρήση της βραδύτητας, η νωχελική αλλά μετρημένη κίνηση, ο αιθέριος φωτισμός, τα κουστούμια, η εικαστική και κινησιολογική ξενάγηση στην ιστορία της “πόζας” –σε βοηθούσε να περπατήσεις ονειρικά μέσα στο σωματικό της κείμενο– ενώνοντας την εικαστική φαντασία με την ζωντανή δράση…

Ο αναγνώστης/θεατής έβλεπε εκεί την queer προϊστορία του –και έστω και υποσυνείδητα μάθαινε ξανά– την τεχνική του σινιάλου και του υπαινιγμού –τη διπλωματία ανάμεσα στο ερωτικό και το πολιτικό, το προσωπικό και το συλλογικό. Η ανάγκη για μια τέτοια διπλωματία δεν είναι μια “αυταπόδεικτη” αρετή. Μπορεί να ερμηνευθεί πολιτικά με ποικίλους τρόπους και αποτελούσε (τότε και τώρα) σημείο αντιπαράθεσης. Θα ‘ταν όμορφο να ζούσαμε σε μια πόλη που αναγνώριζε πιο άμεσα και έμπρακτα την τεράστια ομοερωτική κληρονομιά της και την σύνδεση με τους κεντρικούς πυλώνες της κλασικής της αίγλης.

Έτσι θα γινόταν κατανοητό ότι ο ομοερωτισμός, ο τρανσβεστισμός και κάθε ερωτισμός δεν ανήκει σε μια “ομάδα ανθρώπων”  –αλλά σε μια πολιτεία επιθυμιών, στα υλικά και άυλα μνημεία της, στις γλώσσες πόθου και πόνου που δομούν την πορεία της μέσα στο χρόνο.

Η σεξουαλικότητα δηλαδή δεν είναι μια ταυτότητα, αλλά μια κατάσταση, μια τεχνολογία ονειροπόλησης, ένα σημείο στο χάρτη που αναζητεί διαρκώς νέες μεθόδους ξενάγησης.

❉︎ Ο Αλέξανδρος Πύραυλος (Δρ. Παπαδόπουλος) από τότε που τέλειωσε το διδακτορικό στο Έγκλημα ως Τέχνη της Υποκριτικής στην Αγγλία αφηγείται και παίζει με τις σκέψεις του μέσα από παραστάσεις, κολάζ, δοκίμια, συνεντεύξεις, ποίηση και μυθογραφία. Πιο πρόσφατα έγραψε μονολόγους για drag queen και μαέστρο στην παράσταση “20 τραγούδια του Ελληνικού Λαού: ένα drag oratorio”.