Λίγες μέρες πριν την επίσημη έναρξη των εορτών προφανώς θα έχεις αποφασίσει Χριστούγεννα με φίλους ή οικογένεια, το δίλημμα, όμως, θα παραμένει ενεργό μέσα σου και θα σε καίει καθημερινά για πολλά χρόνια ακόμα. Μπορείς να αντέξεις τις ερωτήσεις, τις πολιτικές συζητήσεις, τα σχόλια από ανθρώπους που έχουν να σε δουν από το περσινό οικογενειακό τραπέζι; Από την άλλη πώς να λείψεις από αυτό το χοιρινό τις μαμάς και την χωρίς όρια αγάπη και αποδοχή, τα tupperware για την επόμενη μέρα στο τέλος της βραδιάς και το «Να προσέχεις» της;

Μπορεί βέβαια να είσαι και από αυτούς που συνειδητά έχεις εγκαταλείψει εδώ και χρόνια τις οικογενειακές συγκεντρώσεις και το έριξες σε χριστουγεννιάτικες μαζώξεις τύπου “Friendsgiving”, εκεί όπου οι άνθρωποι δεν μπορούν να επιτρέψουν στα σπίτια τους για τις γιορτές και λειτουργούν ο ένας σαν οικογένεια του άλλου στήνοντας μια τρυφερή χαμηλών τόνων εκδοχή μιας περίστασης που συνήθως βρίσκει τους πάντες αγχωμένους και στα όρια, στη λεγόμενη «επιλεγμένη οικογένεια», που μπορεί να ξεκίνησε ως trend στα social media, μια χαρά, όμως, την κάνει τη δουλίτσα του, γιατί στρώνει τα Χριστούγεννα ένα τραπέζι λιγότερο τυπικό και περισσότερο χαλαρό -από το οικογενειακό- σίγουρα καθόλου αγχογόνο. Αν είσαι, ωστόσο, από αυτούς που κάθε χρόνο υποφέρουν, αλλά μένεις προσηλωμένος στη λαϊκή ρήση “ο επιμένων νικά” ή στην υπεραισιόδοξη σκέψη ότι στο τέλος θα μας σώσει ένα ζεστό φαΐ και μια αγκαλιά, μαζί σου. Αρκεί να αντέξεις να φτάσεις μέχρι εκεί.

Χιλιάδες λέξεις μάλλον έχουν χρησιμοποιηθεί για να περιγράψουν τα λεπτά αμηχανίας, δυσκολίας, δυσφορίας κι άλλων πολλών συναισθημάτων όταν ολοκληρώνεται το τσιμπούσι ή κατά τη διάρκεια αυτού, που αρχίζουν οι διερευνητικές ερωτήσεις, τα κουτσομπολιά και οι μπηχτές. «Πήρες λίγα κιλάκια, μου φαίνεται», «Αλήθεια με εκείνο το αγόρι τι έγινε;», «Τι σκέφτεσαι να κάνεις με τη δουλειά;», κ.ο.κ.

Στην πραγματικότητα, σίγουρα ημέρα Χριστουγέννων δεν σκέφτομαι τίποτα. Θέλω να γεμίσω δώρα, δωροκάρτες Hondos Center, να φάω γεμιστές γαλοπούλες με κάστανα και χοιρινό με γλυκάνισο, να σκάσω από την άχνη και να πιω χριστουγεννιάτικά punch με ρόδα και φρούτα του δάσους. Λίγο με ενδιαφέρει αν γέννησε η Μαρία, αν χώρισε ο Μπάμπης, τι έπαθε το παιδί του Θωμά, τι έχει ο άντρας της κυρίας Στέλλας της γειτόνισσας, που πέρασε η κόρη της Κικής. Θα γυρίσω μάλιστα σπίτι και θα κάνω σεξ με τον Μήτσο που δεν τον ξέρει κανείς από εσάς, αλλά με περιμένει γυμνός στο κρεβάτι, αφού αφήσω τα παιδιά στον μπαμπά τους. Σοκ. Μουσική υπόκρουση “Burning Down The House” (Talking Heads).

Κουβέντα να γίνεται βέβαια γιατί όλο αυτό το κουτσομπολιό συνήθως ξεκινάει από κάποια “θεία” και φέρνει μέσα του μια παράδοση και μια ιστορία, βαθιές ανθρωπολογικές ρίζες, τα λόγια και τις λέξεις των γυναικών που έμεναν κλεισμένες στο σπίτι κάποτε και τι να κάνουν βέβαια από το να περιμένουν μουγκές και μόνες, το έριξαν στα κοινωνικά σχόλιο, τα ψιθυριστά λόγια, τις μικρές υπαινικτικές αφηγήσεις και τα ροκ μουρμουρητά.

Προφανώς τώρα, αν θα ήθελες απεγνωσμένα να βρεις το άλλο σου μισό, αλλά ποτέ δεν σου κάθεται και σε ρωτούν “κανένα ειδύλλιο;”, αν έχεις επενδύσει την μάνα σου και τον πατέρα σου ακόμα και την ψυχούλα σου, για να αποκτήσεις ένα μωράκι και ξαναρωτούν, “κανά παιδάκι σκέφτεστε να κάνετε;”, αν στη δουλειά όλα πηγαίνουν κατά διαόλου και σου λένε Χριστουγεννιάτικα, «Έμαθες για τον Μηνά; Στην Αμερική. 10.000 τον μήνα βγάζει. Πληροφορική έπρεπε να σπουδάσεις», «Πώς πάει το σχολείο;», «Πήρε το Lower το παιδί; Ο Θανασάκης της Μαρίας το πήρε», «Τι τους έβαλαν στο διαγώνισμα Κοινωνικής και Πολιτικής Αγωγής;», «Εσείς δεν παίρνετε βιολογικά για το παιδί; Α, εμείς μόνο βιολογικά από τη φάρμα του Βαγγέλη», «Έμαθα ότι χώρισες. Όλα καλά; Μην ανησυχείς, κι η Νανά τα ίδια. Και ούτε διατροφή», «Και με εκείνα τα λίγα στρέμματα στο χωριό τι θα κάνεις τώρα που έφυγαν οι δικοί σου;», «Τα ‘μαθες; Η Δώρα κι ο Στέλιος στα δικαστήρια για το παιδί», «DJ; Δηλαδή αυτή θα είναι η δουλειά σου;», «Με τη σχολή τι θα γίνει; Θα την βγάλεις καμιά φορά;», «Τι εννοείς θες να μείνεις μόνη; Κι όταν γεράσεις ποιος θα σου φέρνει ένα ποτήρι νερό;», «Το κάνατε το ταξιδάκι σας και φέτος, είδα στο Instagram.. Μπράβο, μπράβο..». Ε. Σου γυρίζει κάπως το μάτι, θες σαν άλλος έφηβος να παίξει System Of A Down και να κλείσεις τη βραδιά με το “Toxicity” και μια “ευγενική” χειρονομία. Και σου λένε οι ίδιοι, «πώς κάνεις έτσι μωρέ;» στην Αρχαία Ελλάδα στις αγορές και στα συμπόσια η προσωπική ζωή συζητιόταν ελεύθερα. Ας ήταν.

Εγώ επικαλούμαι το δικαίωμα της σιωπής.

Το περίεργο, βέβαια είναι ότι μετά από ένα χρόνο επιστρέφεις. Όσοι λένε «εγώ θα έφευγα», έχουν βρεθεί ποτέ άραγε στη θέση αυτή; Κι αυτό χωράει μια καλή κοινωνική ανάλυση -εκτός από την ψυχανάλυση- πάνω στους δεσμούς και τα δεσμά με τα οποία σε δένει η ελληνική οικογένεια. Και σε δεσμεύει. Μήπως υπάρχει κάποιος αόρατος λώρος τελικά;

Λίγο πολύ το σενάριο είναι αυτό. Καλομαγειρεμένα φαγητά, άφθονο κρασί, δώρα, ερωτήσεις, κουτσομπολιό άντε και κάποιες πολιτικές συζητήσεις ανάμεσα.

Το κλίμα φέτος θα βαρύνει πάλι με την Παλαιστίνη, με τον άδικο θάνατο του Ζαχαρία, θα γελάσουμε πάνω από βιντεάκια με την Κωνσταντοπούλου, τον τραγέλαφο ΟΠΕΚΕΠΕ και τα μαύρα μας τα χάλια.

Ευτυχώς με τους πιο νέους θα αρχίσουν οι συζητήσεις για τις συναυλίες και τα καλοκαιρινά φεστιβάλ – έρχονται κι οι Neubauten πάλι φέτος, οι Garbage, η Patti Smith κι ο David Byrne, πού το πας αυτό – θα κλείσουμε από τώρα ραντεβού, θα δώσουμε υποσχέσεις για συναντήσεις που δεν θα τηρήσουμε ποτέ κι όλα καλά.

Βέβαια από την άλλη να σημειώσουμε ότι  κόσμος έχει αλλάξει και μαζί του και η ελληνική παραδοσιακή οικογένεια και σαν να έχουν λιγοστέψει οι ερωτήσεις ανακριτή, τύπου πότε θα γίνεις μάνα κι αν έμαθες ότι ο γιος του Παντελή είναι γκέι και ανακοινώσεις του στυλ ο Μήτσος έχει γκόμενα ή ότι η μικρή δεν θα δώσει πανελλήνιες.

Και βέβαια κάθε οικογένεια είναι διαφορετική. Οι περισσότερες πλέον πυρηνικές, μικρότερες σε μέγεθος και κάπως πιο ήσυχες. Έχω την τύχη να έχω μεγαλώσει σε μία πολύ μεγάλη οικογένεια με πολλά παιδιά, εγγόνια, θείους, θείες τεράστιες αγκαλιές απύθμενα γέλια, αλλά υπάρχουν κι εκείνες οι μικρούτσικες οικογένειες των 3-4 ατόμων που μια χαρά ξέρουν και στήνουν μια τεράστια αγκαλιά.

Το θέμα είναι τι γίνεται με εκείνες τις άλλες που σαν να σκόνταψε κάπου η αγάπη και να χάθηκε. Οι αυταρχικές, καθόλου ανεκτικές, που δεν ξέρω αν απουσιάζει η αγάπη κι η αποδοχή, πάντως αν συμβαίνει αυτό, κρατάει από προηγούμενες γενιές και διαιωνίζεται το παράπονο και η απουσία. Κι εκεί άντε κράτα εσύ το κεφάλι ψηλά, διατήρησε μια ψυχραιμία, απορώ πώς βρίσκεσαι ακόμα εκεί. Στο τέλος καταλαβαίνεις ότι στην πραγματικότητα δεν νοιάζεται κανείς. Είσαι αόρατος. Κι εσύ και οι ανάγκες σου. Δουλειά -Σχολείο- Σπουδές -Οικογένεια , μέχρι εκεί. Έγνοια καμιά. Θες να φωνάξεις σαν την Dolores “Do you see me? Does anyone care?”.

Στα δικά μου Χριστούγεννα, που γράφω όλα αυτά, ο μπαμπάς μου επιμένει κάθε χρόνο μετά το φαγητό να απλώσουμε την τσόχα και να ξεκινήσει  το παιχνίδι, η μαμά μου βάζει κάθε χρόνο το ίδιο CD με διασκευές τραγουδιών της Μελίνας Μερκούρη “Πειράζοντας την Μελίνα” το έλεγαν νομίζω – εγώ της το είχα πάρει –, ξεκινούν οι πολιτικές συζητήσεις, παλεύω λίγο κι εγώ ανάμεσα σε υποστηρικτές του ΚΚΕ και ΠΑΣΟΚ και μετά αποσύρομαι, πάντα στο τραπέζι θα υπάρχουν άγνωστοι-γνωστοί από Νέα Υόρκη, τον Λίβανο, το Περού, την Κωνσταντινούπολη από τον θείο τον κοσμοπολίτη που κάθε χρόνο κάποιον φιλοξενεί κι όλους τους κάνουμε λιώμα και στο τέλος αρχίζουμε τις ιστορίες από ταξίδια, ένας θείος πάντα αποσύρεται και ρίχνει έναν υπνάκο στον καναπέ, ο Bristol παίζει με τον Pablo  στον κήπο, – μεγάλο δάκρυ γιατί φέτος θα λείπει αυτός – τα παιδιά κι οι έφηβοι γίνονται ένα και συζητούν για κάρτες Panini FIFA, καλλυντικά Mac και Muerte μπουφάν.

Ένα σενάριο ευτυχίας ή δυστοπίας σε κάθε σπίτι για τις γιορτές αποκαλύπτει έμμεσα, ειρωνικά και γλυκόπικρα τα μυστικά και ψέματα που συντηρούν το εύθραυστο σύγχρονο οικογενειακό οικοδόμημα, τροφή για σκέψη και έρευνα για ανθρωπολόγους και κοινωνικούς ερευνητές, υλικό άφθονο για κινηματογραφιστές – δώσε πόνο Οικονομίδη, έλα Jarmusch Θεέ και πάλι το έκανες το θαύμα με το “Father Mother Sister Brother” σου, τρέξτε όλοι 25.12- που μπορούν εύκολα να γράψουν τις επόμενες viral σκηνές με τις κλασικές οικογενειακές μορφές, τις κουβέντες ή τις αμήχανες σιωπές τις διασκεδαστικές λεπτομέρειες και τις πιο κοινότοπες ατάκες με soundtrack το ειρωνικό “We’re a Happy Family” των Ramones.

Σαν άλλες τζαρμουσικές οικογένειες με μπαμπάδες που εξαφανίστηκαν κι επέστρεψαν μεσήλικες να εξιλεωθούν , μαμάδες παρούσες-απούσες, αδέρφια που έφυγαν στο εξωτερικό και έριξαν “μαύρη πέτρα” πίσω τους κι επιστρέφουν στις γιορτές με νουθεσίες, κόρες και αδερφές μοναχικές και μόνες, θείες που δεν σταματούν να ρωτούν, γιους και εγγονούς πάντα καλομαθημένους θα συγκεντρωθούμε γύρω από ένα τραπέζι θα πιάσουμε κολονάτα ποτήρια θα τα υψώσουμε ψηλά, θα κάνουμε προπόσεις μέσα σε βελούδινα φορέματα και glitter όνειρα για μελλοντικά ευτυχισμένα έτη, και θα επιστρέψουμε σπίτι αργά, με την ψευδαίσθηση ότι όλα θα αλλάξουν την νέα χρονιά .

Μπορεί και να συμβεί.

Καλά Χριστούγεννα!

 

Do you notice, do you know /Do you see me, do you see me?
Does anyone care?
Unhappiness where’s when I was young
And we didn’t give a damn /’Cause we were raised
To see life as fun and take it if we can
My mother, my mother /She’d hold me
She’d hold me when I was out there
My father, my father
He liked me, well he liked me
Does anyone care?
Understand what I’ve become

– Ode to My Family, The Cranberries

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.