Κανένας πολιτισμός, σε καμία στιγμή της ανθρώπινης εξέλιξης, δεν είχε περισσότερα αποκτήματα, από αυτά που έχουμε εμείς σήμερα. Τα σπίτια μας, στα οποία ξοδεύουμε όλο και λιγότερο χρόνο είναι γεμάτα με αντικείμενα. Σε κάθε δωμάτιο έχουμε και μία οθόνη πλάσματος ή έναν υπολογιστή, έχουμε ντουλάπες γεμάτες παπούτσια. Στοίβες από compact discs ή DVD. Έχουμε δύο-τρεις φούρνους στους οποίους ποτέ δε μαγειρεύουμε, γιατί βαριόμαστε. Γεμίζουμε τις κουζίνες μας με ηλεκτρικές συσκευές. Τα παιδιά μας έχουν δωμάτια γεμάτα από παιχνίδια, κούτες από τέτοια. Πολλά απ’ αυτά τα πετάμε μερικές μέρες μετά την αγορά τους. Τα εστιατόρια McDonald’s είναι σήμερα ο μεγαλύτερος διανομέας παιχνιδιών στον κόσμο, με τα περισσότερα απ’ αυτά να συνδέονται με κάποια χολιγουντιανή ταινία.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘80, μια φωτογραφική μηχανή σχεδιαζόταν για να κρατήσει μια ζωή, μία τηλεφωνική συσκευή παραχωρείτο από την κρατική εταιρεία τηλεφωνίας, κατασκευασμένη με βιομηχανικές προδιαγραφές, μία γραφομηχανή ήταν κάτι που ο συγγραφέας θα κρατούσε σε όλη τη διάρκεια της καριέρας του. Σε καμία άλλη περίοδο της ανθρωπότητας δεν καταργήθηκαν τόσα πολλά αντικείμενα, γραφομηχανές, κασέτες και κασετόφωνα, βιντεοκάμερες, video-player, super-8, κασέτες 8-track, LaserDisc, φωτογραφικές ή κινηματογραφικές μηχανές super-8, παιχνίδια παλιάς τεχνολογίας, βιντεοπαιχνίδια. Αυτό που ζούμε μοιάζει με την εξαφάνιση των δεινοσαύρων. Αυτή τη στιγμή ζούμε την πλήρη εξαφάνιση των προϊόντων που προέκυψαν μετά την πρώτη βιομηχανική επανάσταση. Σ’ αυτή τη διαδικασία εξαφάνισης το μόνο εμπόδιο είναι η μετα-βιομηχανική νοσταλγία και η συλλεκτική εμμονή που έχει ενταθεί σ’ αυτή την περίοδο του άκρατου καταναλωτισμού. Έτσι ανακυκλώνοντας, γνωρίζοντας (καμιά φορά τεράστια) σκαμπανεβάσματα στην ανταλλακτική τους αξίας. Αυτή η μέχρι τώρα σκληρή διαδικασία σκυταλοδρομίας από την παλιά τεχνολογία στην καινούργια έχει επιταχυνθεί υπερβολικά έτσι ώστε η διάρκεια ζωής των μηχανημάτων να μετριέται πλέον σε μήνες και όχι σε χρόνια. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η ταχύτητα θα εμποδίσει να διαμορφωθούν σχέσεις οικειότητας και εθισμού μεταξύ χρήστη και μηχανημάτων.
Ένα μεσοαστικό ζευγάρι συνταξιοδοτείται και μετακομίζει στη Φλόριντα. Ο άνδρας είναι συνήθως, αλλά όχι πάντοτε, ο συλλέκτης. Αυτά τα σπίτια για τους συνταξιούχους εκεί συνήθως δεν έχουν πολύ χώρο κι έτσι το ζευγάρι νοικιάζει μια αποθήκη για να στεγάζει τους θησαυρούς της που δεν χρησιμοποιεί, θησαυρούς πολύ σημαντικούς για να τους πετάξει. Όταν ο σύζυγος-συλλέκτης πεθαίνει, η γυναίκα του συνήθως κάνει δυο πράγματα: είτε προσπαθεί να πουλήσει τη συλλογή δίσκων του Μήτσου ή εκείνα τα «φρικαλέα διακοσμητικά», με την ελπίδα ότι με την πώληση αυτή θ’ αγοράσει ένα καινούργιο σετ για το καθιστικό. Όμως, μετά από ένα απογοητευτικό yard sale [ξεπούλημα στη μπροστινή αυλή, συνήθης πρακτική στις Η.Π.Α., πριν από μετακομίσεις κλπ], μετά και από την αποτυχία της να ρει ενδιαφέρον από οίκους πλειστηριασμών και, στη συνέχεια, παλαιοπωλεία γι’ αυτούς τους θησαυρούς, επιτέλους προσγειώνεται στην πραγματικότητα και η πενθούσα χήρα χαρίζει όλο το πακέτο στο τοπικό της thrift store. Το δεύτερο σενάριο ίσως είναι πιο σύνηθες: Λόγω ενοχής ή νοσταλγίας, συνεχίζει να πληρώνει το ενοίκιο της αποθήκης, προσπαθώντας κατά καιρούς να εξάψει το ενδιαφέρον συγγενών ή φίλων, συνήθως ανεπιτυχώς. Όταν τελικά μας αφήσει κι αυτή, τα παιδιά της τα οποία έχουν μηδαμινό ενδιαφέρον για οτιδήποτε μη τεχνολογικό ή ντιζάιν, σταματούν να πληρώνουν το ενοίκιο της αποθήκης. Πωλητές σε παζάρια έχουν επαφές για να ενημερώνονται για τους πλειστηριασμούς που κάνουν οι ιδιοκτήτες αποθηκών προκειμένου να πάρουν πίσω κάποια από τα απλήρωτα νοίκια. Τέτοιοι πλειστηριασμοί γίνονται σχεδόν κάθε βδομάδα και τη μια βδομάδα μπορεί να έχουν παιδικά τρενάκια ή παλιές λάμπες ενώ την επόμενη μπορεί να σκοτώσουν μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με βιβλία τέχνης ή ξυλόγλυπτα της δεκαετίας του 1920.
Στο μυθιστόρημα του Ουμπέρτο Έκο, Η Μυστηριώδης Φλόγα της Βασίλισσας Λοάνα, ένα λατρευτικό αφιέρωμα στη συλλογή παλιών βιβλίων και περιοδικών, ο πρωταγωνιστής, παλαιοπώλης με ολική αμνησία μετά από εγκεφαλικό, ξαναμαθαίνει την αλφαβήτα του σιναφιού του από την αρχή, δίνοντάς μας μια από τις πιο γοητευτικές περιγραφές της αγοραπωλησίας συλλεκτικού βιβλίου:
«Σου έχω μια χήρα, Γιάμπο», μου είπε η Σίβυλλα, κλείνοντάς μου το μάτι. Αποκτά οικειότητα, τι ωραία! «Τι χήρα;», ρώτησα. Μου εξήγησε ότι οι παλαιοβιβλιοπώλες της σειράς μου έχουν ορισμένους τρόπους να προμηθεύονται βιβλία. Υπάρχει ο τύπος που σου έρχεται να σε ρωτήσει αν το τάδε βιβλίο αξίζει τίποτα, και αν πράγματι αξίζει, εξαρτάται από το πόσο έντιμος είσαι, αλλά πάντα προσπαθείς να βγάλεις κέρδος. Ή κάποιος συλλέκτης που αντιμετωπίζει δυσκολίες ξέρει την αξία αυτού που σου προσφέρει και, στην καλύτερη περίπτωση, να κερδίσεις κάτι πάνω στην τιμή. Ένας άλλος τρόπος είναι να αγοράζεις στις διεθνείς δημοπρασίες, και εκεί βγαίνεις κερδισμένος μονάχα αν είσαι ο μόνος που ξέρει πόσο αξίζει το συγκεκριμένο βιβλίο, αλλά και οι ανταγωνιστές σου δεν είναι ηλίθιοι. Επομένως, τα περιθώρια είναι ελάχιστα και έχουν ενδιαφέρον μόνο αν το βιβλίο αξίζει μια περιουσία. Μετά, αγοράζεις από συναδέλφους, γιατί κάποιος μπορεί να έχει ένα βιβλίο που δεν ενδιαφέρει ιδιαίτερα τους πελάτες του και το έχει σε χαμηλή τιμή, ενώ εσύ, αντίθετα, ξέρεις τον παθιασμένο λάτρη του. Τέλος υπάρχει και η μέθοδος του γύπα. Εντοπίζεις τις ξεπεσμένες αριστοκρατικές οικογένειες, με το παλιό αρχοντικό και τη βιβλιοθήκη των προγόνων και περιμένεις να πεθάνει ο πατέρας, ο σύζυγος ή ο θείος, μιας και οι κληρονόμοι θα αντιμετωπίζουν ήδη ένα σωρό προβλήματα για να πουλήσουν έπιπλα και κοσμήματα και δεν ξέρουν τι αξία έχουν εκείνες οι στοίβες από βιβλία που ποτέ στη ζωή τους δεν έχουν ανοίξει. Το “χήρα” είναι ένα σχήμα λόγου, μπορεί να είναι ένας ανιψιός που θέλει να σκοτώσει μερικά και μάνι μάνι, ακόμα καλύτερα αν έχει μπλεξίματα με γυναίκες ή ναρκωτικά. Τότε, πας να δεις τα βιβλία, περνάς δυο τρεις μέρες μέσα σ’ εκείνες τις σκιερές αίθουσες και αποφασίζεις τη στρατηγική σου.
Αυτή τη φορά ήταν πράγματι μια χήρα, η Σίβυλλα είχε πάρει την πληροφορία από κάποιον (είναι τα μικρά μου μυστικά, είπε αυτάρεσκα και πονηρά) και φαίνεται πως με τις χήρες είχα τον τρόπο μου. Ζήτησα από τη Σίβυλλα να με συνοδεύσει, γιατί μόνος μου διακινδύνευα να μην αναγνωρίσω το βιβλίο. Τι ωραίο σπίτι, κυρία μου, ναι ευχαριστώ, ίσως ένα κονιακάκι. Κι έπειτα, αρχίζει το ψάξιμο, bouquiner, browsing… Η Σίβυλλα μου ψυθίριζε τους κανόνες του παιχνιδιού. Το συνηθισμένο είναι να βρεις διακόσιους ή τριακόσιους τόμους που δεν αξίζουν τίποτε, αναγνωρίζεις αμέσως τους διαφόρους πανδέκτες και τις θεολογικές διατριβές, και όλα αυτά καταλήγουν σε πάγκους της αγοράς του Σαντ’ Αμπρότζιο, ή τα έργα του 18ου αιώνα σε σχήμα δωδέκατο με τις Περιπέτειες του Τηλέμαχου και τα ουτοπικά ταξίδια, όλα με ο ίδιο δέσιμο, τα οποία καταλήγουν στους διακοσμητές που τ’ αγοράζουν με το μέτρο. Μετά, διάφορα έργα του 16ου αιώνα σε μικρό σχήμα., Κικέρωνες και ρητορικές τύπου Ερέννιου, ψιλοπράγματα που καταλήγουν στους πάγκους της Πιάτσα Φοντανέλα Μποργκέζε στη Ρώμη. Κι εκεί τα αγοράζουν στο διπλάσιο της αξίας τους αυτοί που στη συνέχεια δηλώνουν συλλέκτες του 16ου αιώνα. Ωστόσο, ψάξε ψάξε, το κατάλαβα κι εγώ, να σου ένας Κικέρων, ναι, αλλά σε πλάγια aldino, να και ένα Χρονικό της Νυρεμβέργης σε τέλεια κατάσταση, ένας Ρόλεβινκ, ένα Ars magna lusis et umbrae του Κίρχερ, με τα τα εξαίσια χαρακτικά του και ελάχιστες μόνο σελίδες κιτρινισμένες, πράγμα σπάνιο για το χαρτί της εποχής, και τέλος ένας υπέροχος Rabelais Chez Jean Frédéric Bonnard, του 1741, τρίτομο σε σχήμα τέταρτο, με τις βινιέτες του Πικάρ, με εξαιρετικό δέσιμο σε κόκκινο μαροκέν, εξώφυλλα με χρυσοτυπία, χρυσά νεύρα και στολίδια στη ράχη, εσώφυλλα από πράσινο μετάξι με χρυσές οδοντώσεις – που ο εκλιπών είχε προσεκτικά σκεπάσει με γαλάζιο χαρτί για να τα προφυλάξει, με αποτέλεσμα να μην κάνουν καμία εντύπωση εκ πρώτης όψεως. Δεν είναι βέβαια το Χρονικό της Νυρεμβέργης, μου ψιθύρισε η Σίβυλλα, το δέσιμο είναι καινούργιο, αλλά από λάτρη, με υπογραφή Rivière & Sons. Ο Φοσάτι θα το έπαιρνε αμέσως – θα σου πω μετά ποιος είναι, συλλέγει δεσίματα.
Τελικά, εντοπίσαμε δέκα τόμους που αν τους πουλούσαμε καλά, θα βγάζαμε τουλάχιστον εκατό εκατομμύρια στη χειρότερη περίπτωση, το Χρονικό από μόνο του θα μπορούσε να φέρει το λιγότερο πενήντα. Ποιος ξέρει γιατί βρίσκονταν εκεί, ο μακαρίτης ήταν συμβολαιογράφος και η βιβλιοθήκη ήταν θέμα γοήτρου, αλλά θα έπρεπε να ’ταν τσιγκούνης και αγόραζε μόνο αν η τιμή δεν ήταν υψηλή. Τα καλά βιβλία θα πρέπει να τα απέκτησε τυχαία πριν από καμιά σαρανταριά χρόνια, τότε που σε κυνηγούσαν να σ’ τα πουλήσουν. Η Σίβυλλα μου είπε το κάνουμε σε αυτές τις περιπτώσεις, κάλεσα την κυρία κι ήταν λες κι έκανα πάντα αυτή τη δουλειά. Της είπα ότι εκεί πέρα είχε πολλά πράγματα, όλα μηδαμινής αξίας. Έριξα στο τραπέζι τα πιο κακοπαθημένα βιβλία, κοκκινισμένες σελίδες, λεκέδες από υγρασία, ετοιμόρροπες ενώσεις, το μαροκέν των εξωφύλλων θαρρείς τριμμένο με γυαλόχαρτο, σωστή δαντέλλα από το σαράκι, κοιτάξτε εδώ, κύριε, έλεγε η Σίβυλλα, έτσι φουσκωμένο που είναι, δεν μπορεί να ξαναγυρίσει στην προηγούμενή του κατάσταση ούτε με πρέσα, εγώ ανέφερα το πανηγύρι του Σαντ’ Αμπρότζιο. «Δεν ξέρω καν θα μπορέσω να τα διαθέσω όλα, κυρία μου, καταλαβαίνετε ότι αν μου μείνουν, τα έξοδα αποθήκευσης είναι δυσθεώρητα. Σας προσφέρω πενήντα εκατομμύρια για όλο το πακέτο».
«Πακέτο το λέτε!» Α, όχι, πενήντα εκατομμύρια γι’ αυτή την υπέροχη βιβλιοθήκη, ο άντρας της έκανε μια ζωή για να τα μαζέψει, είναι προσβολή στη μνήμη του. Πέρασμα στη δεύτερη φάση της στρατηγικής. «Τότε, κυρία μου, κοιτάξτε, εμάς μας ενδιαφέρουν το πολύ πολύ αυτά τα δέκα. Θα κάνω ένα συμβιβασμό και θα σας προσφέρω τριάντα εκατομμύρια μόνο γι’ αυτά!». Η κυρία τα λογαριάζει, πενήντα εκατομμύρια για μια τεράστια βιβλιοθήκη είναι προσβολή στην ιερή μνήμη του μακαρίτη, τριάντα για δέκα μόνο βιβλία είναι καλή ευκαιρία, για τα υπόλοιπα θα βρει έναν άλλο βιβλιοπώλη λιγότερο λεπτολόγο και πιο γενναιόδωρο. Την κλείσαμε τη δουλειά.»
Η ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι, Ένατη Πύλη [The Ninth Gate] (1999), προηγείται χρονικά και μας δίνει, στην εναρκτήρια σκηνή της ταινίας μια περίπου απαράλλαχτη τεχνική εξαπάτησης αμαθών κληρονόμων σημαντικής βιβλιοθήκης από καπάτσο παλαιοβιβλιοπώλη. Ενώ το βιβλίο του Nick Hornby, High Fidelity (έγινε αργότερα ταινία από τον Stephen Frears) περιγράφει πολύ ανάλογες καταστάσεις από τον κόσμο των συλλεκτών και του εμπορίου των δίσκων βινυλίου. Ακριβώς μια βδομάδα από τότε που έφυγε η Λώρα δέχομαι μια κλήση στο Γουντ Γκριν που έχει μερικά σινγκλς που πιστεύει ότι μπορεί να μ’ ενδιαφέρουν. Συνήθως δεν ασχολούμαι με εκκαθαρίσεις σπιτιών, όμως αυτή η γυναίκα μοιάζει να ξέρει για τι μιλάει: μουρμουρίζει για white labels και εξώφυλλα και κάθε είδους πράγματα που υπονοούν ότι δε μιλάμε απλά για μισή ντουζίνα γρατζουνισμένους δίσκους των Electric Light Orchestra που της άφησε ο γιος της προτού μετακομίσει. […] Δεν υπάρχουν βιβλία στα ράφια που γεμίζουν τους τοίχους, μόνο δίσκοι, CD, κασέτες και συστήματα χάι φάι. Οι κασέτες έχουν μικρά αριθμημένα αυτοκόλλητα πάνω τους., πάντοτε ένδειξη σοβαρού προσώπου. Υπάρχουν καμιά-δυο κιθάρες ακουμπισμένες στους τοίχους και κάποιου είδους υπολογιστή που μοιάζει σα να μπορεί να κάνει κάτι μουσικό αν θα το ήθελες κάτι τέτοιο. Ανεβαίνω σε μια καρέκλα και αρχίζω να κατεβάζω τα κουτιά με τα σιγκλάκια κάτω. Υπάρχουν συνολικά επτά ή οκτώ και, αν και προσπαθώ να μην κοιτάξω τι είναι καθώς τα κατεβάζω, το μάτι μου πιάνει το πρώτο στο τελευταίο κουτί: είναι ένα σινγκλ του James Brown στην εταιρία King, τριάντα χρόνια παλιό, και αρχίζω να γεμίζω με προσμονή. Όταν αρχίζω να τα ψάχνω σωστά, μπορώ να δω αμέσως ότι πρόκειται για την παρτίδα που πάντα ονειρευόμουν να ανακαλύψω, από τότε που άρχισα να συλλέγω δίσκους. Υπάρχουν οι αποκλειστικές εκδόσεις για το φαν κλαμπ των Beatles, και η πρώτη μισή ντουζίνα σινγκλάκια των Who και ορίτζιναλ του Elvis από τα early 60s, και τόννοι από σπάνια blues και soul σινγκλς και… υπάρχει μια κόπια του «God Save the Queen» των Sex Pistols στην εταιρεία A & M! Και όχι, όχι, Θέ μου –το «You Left the Water Running» του Otis Redding, κυκλοφορημένο επτά χρόνια μετά το θάνατό του, καταργημένο αμέσως από τη χήρα του επειδή…
«Πως τα βλέπεις;» Στέκεται ακουμπισμένη στο πλαίσιο της πόρτας, με τα χέρια διπλωμένα, μισο-χαμογελώντας με τις κωμικές φάτσες που έπαιρνα.
«Είναι η καλύτερη συλλογή που έχω δει ποτέ». Δεν έχω ιδέα τι να της προσφέρω. Η παρτίδα θα πρέπει ν’ αξίζει τουλάχιστον έξι με επτά χιλιάδες λίρες, και το ξέρει. Από που θα βρω αυτά τα λεφτά;
«Δώσε μου πενήντα λίρες και μπορείς να τα πάρεις όλα μαζί σου σήμερα.»
Μερικές από τις πιο ενδιαφέρουσες πτυχές του πολιτισμικού φαινομένου της εποχής μας είναι οι Συλλέκτες, τα εξειδικευμένα μαγαζιά, τα παζάρια, οι αγοραπωλησίες σε διαδικτυακούς τόπους όπως το ebay (για τα πάντα), το abebooks (για τα βιβλία) ή το discogs (για δίσκους, κασέτες και cd). Ο όρος digging σημαίνει κατά λέξη σκάβω όμως εννοεί αυτούς που “σκάβουν” παζάρια και αγορές σε αναζήτηση σπάνιων δίσκων και, φυσικά, αποκαλούνται diggers. Στα εκατομμύρια χίπστερς που ασχολούνται με αυτά σήμερα, πιθανότατα ο μυθικός ήρωας να είναι ο γερμανός Frank Grossner, ένας DJ με το ψευδώνυμο Voodoo Funk, ο οποίος βρέθηκε να κατοικεί μόνιμα στο Κόνακρι της Γουινέας στη δυτική Αφρική, έναν τόπο χωρίς πολλές ανέσεις, “δύσκολο” για τον ευρωπαίο επισκέπτη, με προβλήματα δημοκρατίας και ασφάλειας. Ο έμπειρος DJ Grossner εκμεταλλεύτηκε τα χρόνια που αναγκάστηκε να ζήσει στην Αφρική για να κάνει το πιο σκληρό digging στη μέχρι τώρα ιστορία του χιπστερισμού, να ψάχνει για σπάνιους αφρικάνικους δίσκους της δεκαετίας του ’70, καταδικασμένους να χαθούν, στιβασμένοι σε υπόγεια, στο τροπικό κλίμα, με ποντίκια και έντομα να τους καταβροχθίζουν σταδιακά. Ο Grossner όχι μόνον διέσωσε τα μοναδικά γνωστά αντίτυπα από πολυάριθμους τέτοιους αλλά είχε τη φαεινή ιδέα να μετατρέψει τις περιπέτειές του σε μια μεντιατική Φαντασμαγορία, ανεβάζοντας κάθε εβδομάδα τις ιστορίες του με πολυάριθμες ανατριχιαστικές φωτογραφίες. Πολύ γρήγορα ο γερμανός dj απέκτησε πολυάριθμους ακολουθητές, εξασφαλίζοντας του δόξα και συμβόλαια για εμφανίσεις. Η μετακόμισή του στις Η.Π.Α. και αργότερα στην Κεντρική Αμερική σιγά σιγά τον έσυραν στη λήθη, όλοι ήθελαν τις παλιές ιστορίες. Όμως τα 15 λεπτά είχαν περάσει…
Όλες αυτές οι δραστηριότητες παρότι γίνονται από χίπστερς και ανθρώπους δυναμικούς που αναζητούν τα φώτα της δημοσιότητας ή ακολουθούν τις μόδες, όμως πρόκειται για ανθρώπους τουλάχιστον τριάντα ετών, συχνά παραπάνω, που αν ακόμη δεν έχουν ζήσει αυτές τις δεκαετίες του ’’60, του 70 και του ’80, τουλάχιστον νιώθουν μια έντονη νοσταλγία γι’ αυτές, κατανοώντας την ανάγκη συλλογής και διατήρησης των φυσικών αυτών αντικειμένων. Κάτι αμφίβολο να συμβεί με τη νεότερη γενιά ανθρώπων που, γεννημένοι μέσα στον καινούργιο αιώνα, αποκαλούνται συχνά Millenials. Αυτοί, όπως θα αναλυθεί παρακάτω, μοιάζουν να έχουν αποκοπεί ολοσχερώς από την ανάγκη απόκτησης φυσικών αντικειμένων, με την εξαίρεση ασφαλώς των πολυμηχανημάτων που είναι τα σημερινά smartphones. Μας προβληματίζει τί θ’ αφήσει στους αρχαιολόγους του μέλλοντος άυλη ψηφιακή εποχή των μιλένιαλς: σκουριασμένα σμαρτφόουνς και τάμπλετς και σκληρούς δίσκοι που, προφανώς, δεν θα ανοίγουν. Τι θ’ αφήσει το Cloud και το Internet;