Είχαν στηθεί σε σειρά, ο ένας δίπλα στον άλλον, στην γραμμή του τριπόντου. Τέσσερα αγόρια και δύο κορίτσια της Έκτης δημοτικού, είχαν βγει μπροστά σε πλήθος κόσμου για να πει το καθένα το ποίημα του. Τα αποσπάσματά τους προσεκτικά επιλεγμένα από τον δάσκαλό τους, μέσα από την «Ειρήνη» του Γιάννη Ρίτσου. Οι λέξεις και οι φράσεις που έβγαιναν δειλά από το στόμα τους, είχαν περισσότερο «βάρος» από το συνολικό βάρος τους. Παρόλα αυτά κατάφεραν και παρέμειναν στα πόδια τους, δεν λύγισαν.
Κάποια στιγμή το μικρόφωνο, σε ρυθμό σκυταλοδρομίας, έφτασε στο κορίτσι που βρισκόταν κάπου στη μέση της σειράς. Το κρατούσε σφιχτά στις παλάμες της και τα χέρια της δημιουργούσαν τον σχηματισμό της προσευχής. Η φωνή της μετά από κάποιους στίχους ξεκίνησε να σπάει, να απομακρύνεται στο βάθος. Το βλέμμα της έγινε ντροπαλό και κατέβηκε προς τα κάτω. Προσπαθούσε να βρει ρυθμό, στηριζόμενη είτε στις φτέρνες είτε στις μύτες των ποδιών της, αλλά μάταια. Ολοκληρωτικό μπλακ άουτ. Το κορίτσι ξέχασε τους στίχους και όταν αυτοί που παρακολουθούσαν κατάλαβαν τι συμβαίνει, ξέσπασαν σε χειροκρότημα. Πόσοι ήταν αυτοί; Αρκετοί. Όμως αυτό που έχει σημασία δεν είναι πόσοι άνθρωποι αντέδρασαν με ενσυναίσθηση απέναντι σε ένα παιδί 11 ετών που λύγισε και έβαλε τα κλάματα γιατί δεν τα κατάφερε -έτσι νόμιζε- αλλά πόσοι δεν σεβάστηκαν την αγωνία του εκείνη την στιγμή, το άγχος που πιθανόν να κουβαλούσε για μέρες, την προσπάθεια που κατέβαλε για να θυμηθεί τα λόγια.
Μια σημαντική σημείωση: η ετήσια σχολική γιορτή πραγματοποιήθηκε και φέτος στον προαύλιο χώρο του σχολείου. Ίσως, αν είχε λάβει χώρα σε έναν κλειστό χώρο, για παράδειγμα ένα αμφιθέατρο, μπορεί τα πράγματα να είχαν κυλήσει πιο ομαλά και να είχε αποφευχθεί μια ατμόσφαιρα παραλίας. Ωστόσο, την πίστη μου στους γονείς -αν όχι γενικότερα στους ανθρώπους- την έχω χάσει προ πολλού.
Όσο λοιπόν αυτό το κορίτσι, που αξίζει όλες τις αγκαλιές του κόσμου, ένιωθε να την καταπίνει το ταρτάν του γηπέδου μπάσκετ σαν βάλτος, μικρά παιδιά που δεν ανήκαν στις τάξεις του δημοτικού είχαν απελευθερωθεί από τους γονείς τους και έκαναν ό,τι ήθελαν.
Δύο αγοράκια που κρατούσαν από ένα σακουλάκι πατατάκια (με ρίγανη) καθόντουσαν στις πλάγιες γραμμές του γηπέδου και σκόρπιζαν φωνές και ψίχουλα παντού -ναι, σωστά μαντέψατε, τα θρυμματισμένα Tasty έμειναν κάτω και με την λήξη της γιορτής. Ένα αγοράκι, ακόμα πιο μικρό σε ηλικία, εισέβαλλε αρκετές φορές στον χώρο που διαδραματιζόταν η θεατρική παράσταση -δεν είδα κανέναν να του το απαγορεύει και να του υπαγορεύει σωστούς τρόπους συμπεριφοράς. Κάποια κορίτσια έτρεχαν ανέμελα από τη μια άκρη στην άλλη, ενώ ταυτόχρονα πίσω από τις σειρές με τις στημένες καρέκλες που καθόντουσαν οι γονείς, δηλαδή στην άλλη πλευρά του γηπέδου, μια παρέα έπαιζε μπάσκετ υπό την επίβλεψη κάποιων μεγαλύτερων, που φυσικά δεν τους καιγόταν καρφί για το τι συμβαίνει στην άλλη άκρη. Εκεί, που τα παιδιά που συμμετείχαν στην γιορτή, έδιναν τον καλύτερο εαυτό τους να μην απογοητεύσουν τους δασκάλους του σχολείου, τους γονείς τους και τον ίδιο τους τον εαυτό.
Παράλληλα, γονείς πήγαιναν και ερχόντουσαν, περιφερόντουσαν ανάμεσα σε πηγαδάκια, γελούσανε με αστεία που λέγανε μεταξύ τους, αντάλλασσαν χαιρετισμούς και αγκαλιές, κάποιοι μιλούσαν στο κινητό, άλλοι κάπνιζαν στα μουλωχτά, ενώ, φυσικά, στο κυλικείο η ουρά που είχε σχηματιστεί για αναψυκτικά ήταν μεγάλη.
Το μεσημέρι, πριν την γιορτή, η A. μου έλεγε πως είχε άγχος. «Δεν αγχώνομαι μόνο για μένα μπαμπά, αλλά και για τους άλλους αν θα τα πάνε καλά». Μου εξηγούσε ότι στις πρόβες της παράστασης, οι οποίες ήταν συχνές και κράτησαν αρκετό διάστημα, αρκετά παιδιά δεν μπορούσαν να συγκεντρωθούν στον ρόλο τους και έκαναν «ό,τι να ‘ναι». Δικαιολογημένα θα πω εγώ. Τα περισσότερα παιδιά, ειδικά στο δημοτικό, δυσκολεύονται να μπουν σε καλούπια και ρόλους, ειδικά όταν αυτές οι δραστηριότητες γίνονται σε πλαίσιο εκτός μαθήματος -αν και υπάρχει πλέον η Θεατρική Αγωγή στο εβδομαδιαίο πρόγραμμα. Αυτό που σκέφτονται, ενστικτωδώς κιόλας, είναι πως η πρόβα είναι η τέλεια αφορμή για να μην κάνουν Γλώσσα ή Μαθηματικά. Και εχθές το βράδυ, κάποιοι γονείς, τους έδωσαν ακόμα μια αφορμή για να χάσουν την συγκέντρωσή τους.
Όσο κοιτούσα το κορίτσι της ΣΤ’ τάξης που ξέχασε τα λόγια του ποιήματος, σκεφτόμουν πως θα ένιωθα αν η Α. ήταν στην θέση της. Δεν απέβαλλα τα συναισθήματα που προέκυψαν μέσα μου, τα κράτησα εκεί για να μην ξεχάσω αυτή την στιγμή, ως μια υπενθύμιση των ευθυνών που έχουμε απέναντι στα παιδιά -τα οποία δεν χρειάζεται να είναι δικά μας απαραίτητα.
Λένε πως το παιδί είναι «σφουγγάρι». Απορροφάει ερεθίσματα, εικόνες, λέξεις και φράσεις. Αν εμείς λειτουργούμε με ωχαδερφισμό, πώς αυτά θα μάθουν να συμπεριφέρονται όπως πρέπει; Αν δεν γίνουμε το παράδειγμα που θέλουμε να τους δώσουμε, ποιος θα γίνει; Αλλά προφανώς δεν νιώθουν όλοι αυτό το βάρος της ευθύνης.
Αυτοί οι γονείς που δεν αναλογίστηκαν τις επιπτώσεις της συμπεριφοράς τους προς τα παιδιά που προσπαθούσαν να πουν το ποίημα τους, να κάνουν τις γλάστρες (όπως η Α.), τα αγάλματα, τους δρόμους και τα αεροπλάνα, είναι οι ίδιοι που θα μιλήσουν στο κινητό τους στο σινεμά, θα ψιθυρίσουν στο θέατρο, θα παρακάμψουν την σειρά στο φανάρι, θα δικαιολογήσουν μια ανάρμοστη συμπεριφορά γιατί «έλα μωρέ, παιδί είναι», θα αφήσουν τα παιδιά τους ανεξέλεγκτα στην παραλία να πετάνε άμμο και βότσαλα, να τρέχουν ανάμεσα σε τραπέζια στις ταβέρνες.
Ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου το παιδί φαίνεται ο «κακός», το λάθος είναι του γονιού. Όπως αυτοί βαριόντουσαν κατά την διάρκεια της παράστασης, έτσι και αυτά μπορεί να βαριούνται σε μια καφετέρια. Εμείς, βέβαια, υποτίθεται ότι έχουμε την απαραίτητη ωριμότητα να ανταποκριθούμε στις εκάστοτε συνθήκες και απαιτήσεις. Ναι, και εγώ εχθές μπορεί να προτιμούσα να είμαι στο σπίτι μου να ακούω μουσική, να έχω πάει μια βόλτα με την Α. έξω, να είχα βρεθεί με φίλους για μια μπύρα, να κάνω οτιδήποτε άλλο από το να ακούω Γιάννη Ρίτσο και να παρακολουθώ μια παιδική παράσταση για τον πόλεμο και την ειρήνη. Ωστόσο, σεβάστηκα τον αγώνα των παιδιών να μας παρουσιάσουν κάτι που προετοίμαζαν καιρό. Δεν έχει σημασία αν μου άρεσε, αν το βρήκα πρόχειρο, αν υπήρχαν προβλήματα οργάνωσης, αν δεχόμασταν επίθεση από κουνούπια. Ήταν η ετήσια σχολική γιορτή. Αν δεν σεβαστώ πρώτος το σχολείο πώς θα απαιτήσω κάτι τέτοιο από το παιδί;
Στην επόμενη σχολική γιορτή, του χρόνου, το σκηνικό θα είναι ίδιο. Είμαι σίγουρος. Δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι. Πάλι κάποιο παιδί θα ξεχάσει τα λόγια του ποιήματος -εδώ ολόκληρος Μάρλον Μπράντο δυσκολευόταν να αποστηθίσει- και ξανά κάποιοι γονείς θα του δώσουν κουράγιο με χειροκρότημα, την στιγμή που κάποιοι άλλοι θα συμπεριφέρονται άναρχα. Εύχομαι τουλάχιστον αυτή η αναλογία να έχει βελτιωθεί προς το καλύτερο.