Η αλήθεια είναι ότι τα social media, μας έκαναν να νιώσουμε κάποιοι. Τα μικρά εγώ μάς, φουσκώνουν με κάθε like, ανεβάζουμε το καλό μας προφίλ, την πλευρά που θέλουμε να δείξουμε και στην έξω ζωή προσπαθούμε να ακολουθήσουμε αυτή την περσόνα. Δεν πετυχαίνει πάντα. Ούτε στα πιο τρελά όνειρα του Andy Warhol τα δεκαπέντε λεπτά στη δημοσιότητα που μας αναλογούν, δεν θα έπαιρναν τέτοια προαγωγή. Έχουμε στήσει ο καθένας το προσωπικό μας brand και ως τέτοιο μας αντιμετωπίζουμε, είτε το ξέρουμε, είτε όχι.
Κάτι θα συμβεί, ένα νέο, ένα κακό, ένας θάνατος. Αμέσως θα τσακιστούμε να θρηνήσουμε. Κλαίμε τον μακαρίτη σαν δικό μας άνθρωπο. Δημόσια. Πόλεμος στο τάδε μέρος του κόσμου. Ας φωνάξουμε για αυτό, χάλασε τον (διαδικτυακό) κόσμο σου, μπορείς. Πως τολμάει ο κύριος τάδε να ανεβάζει φωτογραφία του σκύλου του, εδώ πεθαίνουν μωρά! Δηλαδή εκεί, αλλού, κάπου μακριά. “Αντιπολεμική πορεία αύριο στο Σύνταγμα να πάτε όλοι ΑΝ σας νοιάζει! (γίνεται επιθετικός, έτοιμος να σας βάλει στη θέση σας γιατί είναι πιο ευαίσθητος από εσάς), εγώ δεν θα μπορέσω γιατί θα είμαι γραφείο, αλλά ΟΠΟΙΟΣ μπορεί να πάει, είναι υποχρέωση όλων ΜΑΣ”. Τραγέλαφος. Χαρακτηριστικό το παράδειγμα με το αιματοκύλισμα στην Γάζα, όπου κάθε ευρωπαϊκή πόλη που σέβεται τον εαυτό της (η Αθήνα όχι, η Αθήνα δεν έχει αυτοσεβασμό χρόνια τώρα), έχει κάνει κάποιο καλλιτεχνικό “ινσταλέσιο” αλληλεγγύης. Βερολίνο, Παρίσι, Βιέννη κάπου σε κάποιο πολυσύχναστο μνημείο θα δείτε κάτι σχετικό. Το θέαμα λογικά θα το επιμελήθηκε κάποιος εικαστικός, δεν θα βάλουμε όποιον και όποιον να το αναλάβει. Φαίνεται πολύ εικαστικό και το αποτέλεσμα. Αξίζει την προσοχή σου και κυρίως το στόρι σου. Το ανεβάζεις, νιώθεις ευαισθητοποιημένος, υπεύθυνος πολίτης. Πολιτικοποιημένος. Αλληλέγγυος. Στην καρδιά της Ευρώπης. Πολιτισμός. Διαφωτισμός. Ανθρωπισμός. Είμαστε δίπλα σε όποιον μας έχει ανάγκη. Πάντα με τα θύματα. Που θα πάμε για μπύρα; Το αντιπολεμικό στόρι κατά της θηριωδίας στην Γάζα, εναλλάσσεται με το υπόγειο μπαρ του Βερολίνου και η ζωή συνεχίζεται.
Είναι κακό θα ρωτήσει κανείς; Δεν μπορώ δηλαδή και να περάσω καλά και να νοιαστώ για τους ανθρώπους που σκοτώνονται; Εννοείται πως και τα δύο γίνονται. Και αυτό είναι το φυσιολογικό. Η ζωή είναι ορμητική, δεν σταματάει για καμία τραγωδία, ούτε προσωπική, ούτε συλλογική. Καμία καταστροφή, κανένας θάνατος, κανένας πόλεμος δεν μπορεί να κάνει τον ήλιο να μην βγει. Και αυτή είναι και η μεγάλη μαγεία της. Είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίζουμε μαζί της. Ναι, να περνάμε καλά όταν σε ένα άλλο μέρος του κόσμου –λιγότερο τυχεροί από εμάς– άλλοι άνθρωποι χάνουν κάθε μέρα την ζωή τους. Με το να ανεβάζουμε όμως βαρύγδουπα κείμενα για την κάθε τραγωδία που συμβαίνει σε κάποιον άλλον, γινόμαστε γραφικοί. Λέμε πως κλαίμε για τον ξένο όλεθρο, πως δεν μπορούμε να ανασάνουμε από την τόση φρίκη (sic) αλλά δεν βλέπω κάποιον να μην πίνει το ποτάκι του. Και να το πιει. Να πιει και δεύτερο. Η αλληλεγγύη και η ενσυναίσθηση δεν είναι τίτλοι τιμής. Το να γράψουμε κάτι στα social media πραγματικά είναι το λιγότερο και το πιο άχρηστο πράγμα που μπορούμε να κάνουμε. Δεν φέρνει καμία αλλαγή, ούτε καν την προσωπική μας.
Χάνουμε την ουσία της αλληλεγγύης. Νομίζουμε ότι με ένα share νοιαστήκαμε. Δεν είναι έτσι. Το να είσαι ενσυνείδητος πολίτης, είναι στάση ζωής, όχι hashtag. Η καλοσύνη και η φιλανθρωπία – έννοια βαθιά παρεξηγημένη – είναι αξίες που πρέπει να βγαίνουν από μέσα μας. Πηγαία. Θέλουν ηρεμία και νηφαλιότητα για να λειτουργήσουν ουσιαστικά, αληθινό αλτρουισμό για να ευεργετήσουν εκείνον που το έχει ανάγκη. Η αντίδραση και η διαμαρτυρία, αυτές θέλουν φασαρία, θέλουν αντίσταση και κυρίως κόστος. Από το γραφείο σου δεν ρίχνεις κυβέρνηση και από το μπαρ δεν ταΐζεις κανέναν. Καμία ουσιαστική αλλαγή δεν έρχεται αδάπανα, συγνώμη.
Δεν μπορούμε να αλλάξουμε τον κόσμο, μπορούμε όμως να βοηθήσουμε τον κόσμο μας. Η εκτόνωση κάθε κοινωνικής οργής και δυσαρέσκειας έχει βρει το τέλειο μέσο στα social media για να διαχέεται. Τα είπαμε εκεί και ξελαφρώσαμε. Αν όλες αυτές οι αναρτήσεις μας –που με καλές προθέσεις δημιουργούμε– άλλαζαν τον κόσμο, θα ήταν ήδη παράνομες. Φυσικά και μπορούμε να το κάνουμε, είμαστε κοινωνικά όντα και είναι ένας τρόπος επικοινωνίας, απλά με την επίγνωση ότι δεν αρκεί, ούτε είναι καμία πραγματικά ευαίσθητη κίνηση. Αν για κάθε ένα παιδί που πεθαίνει στην Γάζα εμείς δώσουμε φαγητό στον άστεγο της γωνίας, αμέσως κάτι στον πλανήτη πήγε λίγο καλύτερα. Κι ας συνέβη αυτό σε μία γωνιά τόση δα, που λέγεται Κυψέλη.
Φυσικά αυτού του είδους η διαχείριση του συναισθήματος, επηρεάζει και την προσωπική μας ζωή. Είμαστε ευαίσθητοι με τις ταινίες που βλέπουμε αλλά προσπαθήσαμε να ζήσουμε έστω ένα ραντεβού λίγο πιο κινηματογραφικά; Κλαίμε με Nick Cave και Cigarettes Αfter Sex, αλλά πότε τραγουδήσαμε στα αλήθεια σε έναν άνθρωπο (ακόμα και από μέσα μας); Διαβάζουμε (εχμ, ανεβάζουμε ήθελα να πω) ποιήματα που μας κάνουν την καρδιά “κομμάτια”, αλλά είπαμε σε αυτό το άτομο που έχει την δύναμη να μας κάνει όντως κομμάτια, μία αληθινή κουβέντα; Εξαντλούμε όλο τον ρομαντισμό στον δημόσιο λόγο μας, τον μοιράζουμε σε πολλούς αποδέκτες, τον υιοθετούμε ως κομμάτι της περσόνας μας, αλλά όλα μένουν εκεί. Στην περιγραφή, στο φόντο. Στην πράξη είμαστε φοβισμένοι, αποστασιοποιημένοι, ψυχροί. Τρέμουμε την αληθινή έκθεση, την πραγματική σύνδεση. Το «Love, love will tears us apart…», ξέρουμε να το φωνάζουμε μόνο πάνω στο χορό, να το χρησιμοποιούμε σαν hashtag για μία φωτογραφία, αλλά δεν του επιτρέπουμε να περάσει από πάνω μας σαν φορτηγό να μας λιώσει, όπως κάνει ένας κανονικός ανθρώπινος έρωτας. Οπότε στράφι πάει το τόσο συναίσθημα, στην ανακύκλωση, στον πράσινο κάδο. Και όχι, ένα like φίλοι μου δεν σημαίνει τίποτα, ούτε ότι είδε το στόρι σας σημαίνει ότι ξενυχτάει με την σκέψη σας. Ο έρωτας θέλει φυσική παρουσία και δέρμα. Όποιος δεν είναι τώρα δεν ήταν ποτέ, που λέει και η φίλη μας η Μαλβίνα Κάραλη και συγχωρέστε μου τον ρομαντισμό, αλλά το απαιτεί το θέμα μας.
Κλείστε το WiFi, δεν θα στείλει, βγείτε έξω και βρείτε έναν άνθρωπο. Πείτε του ότι είστε ο Humphrey Bogart (OK, εδώ βρείτε κάτι δικό σας) και φάτε τα μούτρα σας. Τι θα έχετε να λέτε στα γεράματα; Ανταλλάζαμε likes σαν τρελοί και μια μέρα απλά είδα ότι παντρεύτηκε; (true story).
Δεν λέω ότι η ζωή είναι εκεί έξω. Γιατί είναι, αλλά ποιος τρέχει μέχρι εκεί; Και μαγκιά είναι, αλλά ποιος την διαθέτει πια; Ποιος αντέχει να πάει να την αρπάξει από τα μούτρα; Δεν ξέρω, όποιος μπορεί. Μπορεί τελικά να μην είμαστε τόσο ρομαντικοί. Μπορεί να είμαστε τόσο επαναστάτες. Και αυτό είναι εντάξει. Μπορεί να μην μπορούμε να είμαστε ή πολύ απλά τελικά να μην θέλουμε. Ας είμαστε ό,τι είμαστε, φτάνει να το ξέρουμε.