Σε ερώτηση της δημοσιογράφου Σύνθιας Σάπικα στην ΕΡΤ3, προχθές, Σάββατο, προς την κ. Νίκη Κεραμέως, για ποιον λόγο, κατά τη γνώμη της, δεν βγαίνει να διαδηλώσει και η “άλλη πλευρά” της κοινής γνώμης που «στηρίζει με σθένος την παρουσία της πανεπιστημιακής αστυνομίας στα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας», η κ. Κεραμέως επέλεξε να απαντήσει με ερώτηση, αναρωτώμενη μεγαλοφώνως και, προσκαλώντας πλέον τη δημοσιογράφο να λογοδοτήσει για την άγνοιά της, λέγοντας: «Ξέρετε πόσες ρυθμίσεις υπάρχουν που η πλειοψηφία τις στηρίζει σιωπηρά;».
Το ενδιαφέρον, βέβαια, σημείο εδώ δεν είναι το ευφυές τέχνασμα της Υπουργού Παιδείας –άλλωστε, η τέχνη της πολιτικής βασίζεται εν πολλοίς στα λογικά άλματα και στο παιχνίδι των εντυπώσεων, και σίγουρα μια τέτοια αντιστροφή της συλλογιστικής θα έκανε πολλά κεφάλια τηλεθεατών να κουνηθούν συγκαταβατικά προσπερνώντας το αρχικό ερώτημα και υπακούοντας στη ρητορική δεξιοτεχνία και το κύρος ενός πολιτικού προσώπου που με τόση βεβαιότητα φαίνεται να γνωρίζει και τα ρητά και τα άρρητα της δημόσιας σφαίρας.
Το ενδιαφέρον σημείο εδώ είναι η –έστω και αυθαίρετη– επίκληση της σύμφωνης «κοινής γνώμης» που, ως προϊόν συναίρεσης απόψεων γονέων, μαθητών, φοιτητών, εκπαιδευτικών, ακαδημαϊκών και απλών πολιτών υποστηρίζει σθεναρά την πάταξη των έκνομων ενεργειών στα Πανεπιστήμια με κάθε μέσο. Και πράγματι, είναι αυτονόητο ότι κανένας δεν επιθυμεί έκνομες ενέργειες οπουδήποτε, ειδικά όταν πρόκειται να διακινδυνεύσει το παιδί του ή να αναβληθεί η –δυσβάσταχτη οικονομικά και πλέον, όπως προμηνύεται ο χειμώνας που έρχεται, ίσως και ακατόρθωτη για τους πολλούς– φοίτησή του επ’ αόριστον.
Πώς όμως επιβεβαιώνεται αυτή η εμπιστοσύνη στο κριτήριο της (σιωπηλής άρα σύμφωνης σε όλα) ελληνικής κοινωνίας, στην έμπρακτη μορφή του που δεν είναι άλλη από τη συνεργασία με τον κόσμο του Πανεπιστημίου, από το διδακτικό και διοικητικό προσωπικό μέχρι τους φοιτητικούς συλλόγους, από τη στιγμή που τους αφαιρείται η ευθύνη, και άρα η δυνατότητα, να μεριμνήσουν οι ίδιοι για τα κακώς κείμενα της πανεπιστημιακής ζωής, ως ανεξάρτητοι ακαδημαϊκοί πολίτες που, από το 1982 (ν.1268/1982 – ΦΕΚ Α 87/16.07.1982) μέχρι το 2019, προστατεύονταν από το Ακαδημαϊκό Άσυλο; Πώς εκφράζεται ο σεβασμός και η δημοκρατική σύμπνοια με την κοινή γνώμη όταν, ήδη από την πρώτη μέρα της εμφάνισης της πανεπιστημιακής αστυνομίας, κλήθηκαν τα ΜΑΤ να… βάλουν τάξη στις αντιδράσεις των φοιτητών ακυρώνοντας, πέρα από κάθε ίχνος δημοκρατικής ελευθερίας, και το ίδιο το νεοσυσταθέν σώμα των ειδικών φρουρών; Άραγε, αν ήταν τόσο μαζικές και ισχυρές οι αντιδράσεις τους (ώστε να μην επαρκούν τα γκλοπ και τα σπρέι των ειδικών φρουρών της πανεπιστημιακής αστυνομίας για να τους συνετίσουν), μήπως αρχίζει λίγο λίγο και ψαλιδίζεται εκείνο το κομμάτι της κοινής γνώμης που αναφανδόν είναι υπέρ σε πολλά επειδή/αν και σιωπά; Πώς είναι πλέον έτοιμο και άξιο εμπιστοσύνης το ελληνικό Πανεπιστήμιο να αλλάξει «χρηματοδοτική κουλτούρα» βγαίνοντας στη γύρα για επιχειρήσεις-χορηγούς και να απογαλακτιστεί σιγά σιγά από τον κρατικό θηλασμό όταν την ίδια στιγμή κρίνεται παντελώς ανίκανο να προφυλάξει τον εαυτό του; Πώς υπογραμμίζεται η, δημοκρατικής αισθητικής, εμπιστοσύνη στον κοινό νου όταν υπονομεύεται ο ρόλος των φοιτητικών συλλόγων (και, σύντομα, των κομματικών παρατάξεων) οι οποίοι αποτελούνται από ενήλικες πολίτες με δικαίωμα ψήφου πλην όχι με δικαίωμα να αποφασίσουν οι ίδιοι, σε συνεργασία με την ακαδημαϊκή κοινότητα, για την προστασία του πανεπιστημιακού χώρου από έκνομες ενέργειες; Και τέλος, πώς μπορεί κανείς να εμπιστεύεται την κοινή γνώμη… ενστικτωδώς σε αποφάσεις κατασταλτικών μηχανισμών αλλά όχι στις αντιδράσεις πρόκλησης του δημόσιου αισθήματος αιδούς και ασφάλειας, όπως στην υπόθεση Λιγνάδη;
Θα ήταν ίσως αναγκαίο να επαναπροσδιοριστεί σημασιολογικά το αφηρημένο ον της «κοινής γνώμης» για να μπορούμε τουλάχιστον να μιλάμε την ίδια γλώσσα και να καταλαβαινόμαστε σε αυτήν. Ωστόσο το «όσοι αντιδρούν είναι απέναντί μας, όσοι δεν μιλούν είναι δίπλα μας» μοιάζει κάπως αίολο εάν όχι λογικά χασματώδες.