Πάντα μου άρεσε να ονειρεύομαι, τόσο κατά τη διάρκεια της μέρας, με αποτέλεσμα οι καθηγητές μου να μου φωνάζουν να προσέξω στο μάθημα όσο και στη νύχτα, όπου πετούσα σε έναν ουρανό ή έτρεχα μαζί με ένα κοπάδι με λύκους σε ατελείωτα χιονισμένα μελαγχολικά τοπία, με μουσική υπόκρουση την «Απέραντη θλιμμένη Ανταρκτική» από Διάφανα Κρίνα . Συχνά, ξυπνάω και θυμάμαι το όνειρο, μερικές φορές αρκετά καθαρά και αρκετές σκηνές του, άλλες φορές, λιγότερο καθαρά, μοιάζοντας περισσότερο με ένα απροσδιόριστο συναίσθημα που σου αφήνει. Μερικοί άνθρωποι όταν τους ρωτάνε, αν θυμούνται τα όνειρά τους απαντούν πως «δεν ονειρεύομαι σχεδόν ποτέ όταν κοιμάμαι». Παρ’ όλα αυτά, σήμερα, έχει αποδειχθεί με πειστικότητα πως ονειρευόμαστε πάντα, απλά μερικοί τα ξεχνούν πολύ γρήγορα.

Με τη φίλη μου τη Λούλου λοιπόν, δημιουργήσαμε μια κάτι σαν τελετουργία. Όταν η Λούλου με ρωτάει αν έχω κοιμηθεί, και ακόλουθα όταν τη ρωτάω κι εγώ, προσπαθούμε να αφηγηθούμε τα όνειρά μας, αν τα θυμόμαστε. Αν και συχνά γράφω τα όνειρα μου στο σημειωματάριο μου δίπλα από το κρεβάτι, ή αν τα θυμάμαι αρκετά ζωηρά και με λεπτομέρειες, τις περισσότερες φορές μου είναι αδύνατο να αφηγηθώ το όνειρο σωστά στη φίλη μου. Μπορεί να της πω ότι πετούσα, και να τις εξηγώ το συναίσθημα της ελαφρότητας όταν το έκανα, ή ότι ένιωθα ελεύθερη καθώς έτρεχα με τους λύκους, αλλά για να είμαι ειλικρινής, κοιτώντας πίσω, δεν είμαι σίγουρη. Η αλήθεια είναι ότι τα όνειρα μπορούν να κοινωνηθούν μέσω της επικοινωνίας, μέσω της γλώσσας, ίσως μέσω μιας περιγραφής. Αλλά το πραγματικό συναίσθημα και η ατμόσφαιρα του ονείρου είναι αδύνατο να τα επικοινωνήσουμε.

Ένας από τους αγαπημένους μου συγγραφείς είναι ο George Orwell. Στο λύκειο έγραψα ένα κείμενο με θέμα το 1984, το γνωστό του βιβλίο. Επικεντρωνόμουν στην ιδέα του ότι η κυβέρνηση μειώνει και περιορίζει το λεξιλόγιο του πληθυσμού ώστε να τον ελέγξει. Έτσι αντί για λέξεις όπως «καλύτερο» ή «χειρότερο»  είχες λέξεις όπως «καλό», «πιο-καλό» και «λιγότερο καλο». Το 1940, 10 χρόνια πριν το 1984, ο Orwell, έγραψε ένα δοκίμιο με τίτλο «Νέες λέξεις» που κατά κάποιο τρόπο προοικονομούσε την θεματική αυτή στο 1984. Εκεί εξέφρασε την επιθυμία, για ένα «πρόσθετο λεξιλόγιο»:

«Όσοι σκέφτονται έστω και λίγο, θα έχουν παρατηρήσει ότι η γλώσσα μας είναι εντελώς ανίκανη να περιγράψει έστω και κατά προσέγγιση το τι συμβαίνει μέσα στο κεφάλι μας».

Με αυτή την επιθυμία για ένα νέο λεξιλόγιο, δίνει ένα παράδειγμα.

«Για να πάρουμε το πιο προφανές ως αφετηρία, το οποίο δεν μας οδηγεί σε παράλληλα ερωτήματα, ας αναλογιστούμε το όνειρο. Πως περιγράφεις το όνειρο; Ξεκάθαρα, ποτέ δεν το περιγράφεις, γιατί οι λέξεις δεν μπορούν να μεταφέρουν την ατμόσφαιρα των ονείρων, δεν μπορούν να τη μετατρέψουν σε γλώσσα».

Συνεχίζει λέγοντας ότι μπορούμε να δώσουμε αφηρημένες περιγραφές του τι συμβαίνει σε ένα όνειρο, αλλά αυτές οι περιγραφές είναι ξεκάθαρα γεγονικές και όπως είναι γνωστό, τα όνειρα αφορούν οτιδήποτε άλλο εκτός από πραγματικά γεγονότα. Ως λύση στο πρόβλημα προτείνει την ιδέα ενός πρόσθετου λεξιλογίου ειδικά για την επικοινωνία των ονείρων και όλων των συναισθημάτων της νύχτας. Ακόμα και αν συμφωνώ σε αυτό, πως ένα τέτοιο λεξιλόγιο θα διόρθωνε πολλά αδιέξοδα επικοινωνίας πάνω στο ζήτημα, αναρωτιέμαι για την πρακτικότητα μιας τέτοιας απόπειρας. Πώς δηλαδή θα φτιαχτεί ένα τέτοιο λεξιλόγιο; Ακόμα και αν το εγχείρημα αυτό το οικοδομούσε ένα ολόκληρο έθνος, οι πιθανότητες επιτυχίας του, οι πιθανότητες να συμφωνούσαν όλοι ότι οι λέξεις αυτές περιγράφουν όντως την ονειρική εμπειρία, είναι ελάχιστες.

Σε ένα άλλο άρθρο, η Jennifer Ford, εστιάζει περισσότερο στη γλώσσα εντός του ονείρου. Και ισχυρίζεται πως τα όνειρα έχουν την δική του ιδιόγλωσσα, κυρίως εκφραζόμενη σε «εικόνες και αισθήσεις». Έχω βιώσει κι εγώ κάτι ανάλογο, αν σκεφτεί κάνεις ότι ποτέ δεν μιλώ ακριβώς στα όνειρα μου. Το αντίθετο, το όνειρο μοιάζει να έχει καθαρές σκέψεις χωρίς λέξεις, οπότε τι να το κάνω αυτό το «νέο λεξιλόγιο», ποια θα ήταν η χρησιμότητά του; Τα σενάρια και οι σκηνές είναι εντελώς νοητά, μέσα στο κεφάλι μου. Σε τι θα ήταν χρήσιμο η εικονική μου περσόνα να επικοινωνεί μέσω λέξεων, ενώ εγώ ξέρω ήδη ακριβώς το νόημα και το αίσθημα του ονείρου; Αφού διάβασα τόσο το άρθρο της Ford, όσο και το δοκίμιο του Оrwell, η σύνδεση μεταξύ τους μου έγινε προφανής. Ίσως ο λόγος που δεν μπορούμε να εκφράσουμε πλήρως τα όνειρα μας είναι επειδή δεν ξέρουμε ακριβώς πως συντελείται η επικοινωνία εντός του ονείρου. Απλά μεταπηδούμε από τη μια δραστηριότητα στην άλλη, από τους λύκους στο πέταγμα, από τον βυθό σε ένα λουλούδι, από το ένα συναίσθημα στο άλλο. Και παρ’ όλα αυτά, όλες αυτές οι πράξεις δεν απευθύνονται ακριβώς σε κάποιον.

Πώς λοιπόν θα τις επικοινωνήσουμε, αυτές και την αίσθηση που μας προκαλούν όταν αφού ξυπνάμε δεν είμαστε σίγουροι για το τι έγινε, αν και εντός του ονείρου φαίνεται όλα αυτά να είχαν νόημα; Τι γλώσσα θα ήταν αυτή -σαν αυτή που μας προτρέπει ο Orwell- όταν ακόμα και μέσα στο όνειρο δεν υπάρχει η γλώσσα όπως την ξέρουμε. Θα έπρεπε να είναι μια γλώσσα βασισμένη σε «εικόνες και αισθήσεις», κάτι δύσκολο να φανταστούμε αλλά ποιος ξέρει; Ίσως σε μερικά χρόνια να μας βοηθήσει η τεχνολογία σε κάτι τέτοιο, ίσως όμως από την άλλη, μια πιο ταπεινή τεχνολογία, σχεδόν αόρατη να κάνει ήδη την δουλειά: η φωτογραφία, το μοντάζ, η ζωγραφική, η μουσική, είναι όλα -μεταξύ άλλων- και μορφές επικοινωνίας που βασίζονται σε νοητικές εικόνες και αισθήσεις και λιγότερο σε λέξεις, με την κυριολεκτική σημασία τους. Η ποίηση ίσως ήταν η πρώτη μορφή τέτοιας «επικοινωνίας».