«Δεν φοβάμαι τον θάνατο, αρκεί να μην είμαι εκεί όταν μου συμβεί»
Γούντι Άλεν
Υπάρχουν δυο τρόποι με τους οποίους ο θάνατος σχετίζεται με την πορνογραφία. Ο πρώτος είναι μέσω της αναπαράστασης καθώς η πορνογραφία αντιπροσωπεύει ένα ζήτημα ταμπού. Στη βικτοριανή εποχή το σεξ αποτελούσε ταμπού, ενώ σήμερα, όπως υποστηρίζουν κάποιοι, ο θάνατος αποτελεί το «νέο ταμπού». Ένα ταμπού που καταβάλλουμε τεράστια προσπάθεια να αποσιωποιήσουμε. Ο ανθρωπολόγος Geoffrey Gorer δήλωσε: «Σήμερα, ο θάνατος και το πένθος αντιμετωπίζονται με την ίδια περίπου σεμνοτυφία που αντιμετωπίζονταν οι σεξουαλικές παρορμήσεις πριν από έναν αιώνα».
Ο δεύτερος τρόπος με τον οποίο ο θάνατος και η πορνογραφία σχετίζονται δεν είναι μέσω της αναπαράστασης αλλά μέσω της αναλογίας.
Οι ταινίες πορνό οι οποίες παρουσιάζουν ρητώς σεξουαλικά θέματα, προκειμένου να διεγείρουν και να ικανοποιήσουν τον θεατή, έχουν μια εγγενώς σεξουαλικά εκτονωτική επίδραση στους εμπλεκόμενους και σε όσους τις παρακολουθούν. Αυτό το εμπόρευμα του σεξ έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζει τις σχέσεις της πραγματικής ζωής με ποικίλους τρόπους. Όπως ακριβώς λειτουργεί το «σεξ ως εμπόρευμα», έτσι ακριβώς λειτουργεί και ο «θάνατος ως εμπόρευμα».
Αναρωτηθήκατε ποτέ γιατί μπορείτε να παρακολουθήσετε υπέρογκη ποσότητα βίαιων θανάτων στην τηλεόραση και να μην σας ενοχλεί ιδιαίτερα; Δεν έχω χάσει ποτέ τον ύπνο μου για έναν θάνατο σε τηλεοπτική σειρά (αν και ήταν δύσκολο όταν πέθανε η Lori στο The Walking Dead και οι Starks στο Game of Thrones).
Παίζουμε Black Ops και σκοτώνουμε μερικές δεκάδες άτομα σε ένα παιχνίδι χωρίς να σκεφτόμαστε το γεγονός ότι παίζουμε ένα παιχνίδι (ένα παιχνίδι!) όπου ο στόχος είναι να σκοτώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερους ανθρώπους. Και ο καλύτερος παίκτης είναι αυτός που μπορεί να σκοτώσει τους περισσότερους.
Όπως η πορνογραφία είναι το εμπόρευμα του σεξ χωρίς αγάπη, έτσι και η σημερινή μας αντίληψη του θανάτου (μέσω της τηλεόρασης, των βιντεοπαιχνιδιών κ.λπ.) είναι θάνατος χωρίς πρόσωπο και χωρίς θλίψη.
Παρακολουθούμε βία και αίμα στην τηλεόραση, σε ταινίες και παραμένουμε σχετικά ανεπηρέαστοι.
Και αυτό το «ανεπηρέαστο» οφείλεται ακριβώς στο γεγονός ότι ο θάνατος έχει γίνει εμπόρευμα. Κάτι που βλέπουμε παντού που ωστόσο απομακρύνεται από τους ανθρώπους, και απομακρύνεται από το συναίσθημα.
Ο θάνατος ως εμπόρευμα είναι, από πολλές απόψεις, σαν την πορνογραφία. Έχει γίνει κάτι που μπορούμε με ασφάλεια να αντικαταστήσουμε την πραγματικότητα. Είναι όλα τα οπτικά στοιχεία χωρίς την αγάπη, την εμπιστοσύνη, τη θλίψη και τους ανθρώπους. Όπως η πορνογραφία είναι το εμπόρευμα του σεξ χωρίς αγάπη, έτσι και η σημερινή μας αντίληψη του θανάτου (μέσω της τηλεόρασης, των βιντεοπαιχνιδιών κ.λπ.) είναι θάνατος χωρίς πρόσωπο και χωρίς θλίψη.
Και όμως, ενώ η βία και ο θάνατος είναι παντού στις τηλεοπτικές σειρές και τα βιντεοπαιχνίδια, όταν αναφερόμαστε σε αυτόν στην πραγματική μας ζωή, αισθανόμαστε πραγματικά άβολα. Έτσι ακριβώς όπως και η πορνογραφία – δεν μας προετοιμάζει πάντα για την πραγματικότητα του θανάτου και το πένθος που θα ακολουθήσει. Ο θάνατος είναι «ακατανόμαστος» ως φυσική διαδικασία, αποσιωπάται και ανάγεται σε θέμα ταμπού, όπως ακριβώς συνέβαινε στο παρελθόν με το σεξ. Ο θάνατος ορίζει τη νέα άσεμνη και εγγενώς επαίσχυντη θεματική.
Η πορνογραφία του θανάτου μπορεί να μας κάνει αναίσθητους απέναντι σε έναν συνάδελφο που «πενθεί περισσότερο απ’ όσο θα έπρεπε». «Δεν θα έπρεπε ο Π. να έχει ξεπεράσει αυτόν τον θάνατο μέχρι τώρα;». Αν το μόνο που γνωρίζουμε είναι η πορνογραφία του θανάτου, τότε η απάντηση είναι «Ναι. Ο Π. θα έπρεπε να έχει ξεπεράσει αυτόν τον θάνατο μέχρι τώρα». Με τον θάνατο δεν υπάρχουν “one night stands”, αλλά η πορνογραφία θανάτου μας κάνει να πιστεύουμε ότι υπάρχουν.
Όταν ο θάνατος μετατρέπεται σε πορνογραφία, γίνεται κάτι από το οποίο πρέπει όπως λέει ο Geoffrey Gorer να «προστατεύσουμε τα παιδιά». Έτσι, όπως κάνουμε όταν μιλάμε για το σεξ μπροστά στα παιδιά μας κι αυτολογοκρινόμαστε.
Λέμε ο τάδε ή ο δείνα, «ξεκίνησε για το μεγάλο ταξίδι», «πήγε σε ένα καλύτερο μέρος», «πήγε να βρει την αγαπημένη του γυναίκα», ή «πέταξε μακριά» κοκ.
Όπως αναφέρει η Δήμητρα Μακρυνιώτη στην εισαγωγή της συλλογής κειμένων «Περί Θανάτου», ο θάνατος στις νεωτερικές κοινωνίες μετασχηματίζεται από ορατό κοινωνικό γεγονός, σε αόρατο ατομικό συμβάν, από περιεχόμενο αφηγήσεων σε θέμα ταμπού, από δοκιμασία της κοινότητας σε ατομικό δράμα στο σύγχρονο νοσοκομείο και στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Και εξηγεί, «Η αποδυνάμωση της κοινότητας, της παράδοσης και της θρησκείας σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της ιατρικής ευθύνονται για την αγριότητα του θανάτου, την εγκατάσταση του ψεύδους γύρω από τον ετοιμοθάνατο, την απόρριψη και τον περιορισμό του δημόσιου χαρακτήρα, την ανάδειξη του πένθους σε ασθένεια και αδυναμία». Ο θάνατος καλύπτεται κάτω από ένα πένθος σιωπής, και σύμφωνα με τον Philippe Aries, έχουμε περάσει από τον «εξημερωμένο στον εξαγριωμένο θάνατο».
Έτσι, όταν κάποιος πεθαίνει στην οικογένεια, φροντίζουμε να μην το μάθουν τα παιδιά μας. «Μπλοκάρουμε αυτό το κανάλι», όπως ακριβώς οι δυνατότητες που δίνουν οι πρόσφατες τεχνολογικές εξελίξεις που μπορούν να δώσουν νέες λύσεις χάρη στον αυστηρότερο γονικό έλεγχο στην τηλεόραση μέσω της «φραγή προγράμματος» ακατάλληλων προγραμμάτων για ανηλίκους. Είμαστε τόσο συνηθισμένοι στην τρομακτική φαντασίωση του θανάτου που δεν συνειδητοποιούμε πόση ομορφιά, αγάπη και ζωή υπάρχει στον αληθινό θάνατο, στον πραγματικό θρήνο και στην πραγματική θλίψη.
Τέλος, μαθαίνουμε να πεθαίνουμε ιδιωτικά. Σίγουρα, μπορεί να κάνουμε μια κηδεία (αν και οι κηδείες μετατρέπονται σε μια όλο και λιγότερο κοινωνική περίσταση), αλλά δεν θέλουμε να μας βλέπουν οι άλλοι να θρηνούμε. Όταν ένας φίλος μας ρωτάει: «Πώς είσαι;», δεν θα πούμε πόσο πονάει η θλίψη, δεν θα αφήσουμε τον φίλο μας να δει τα συναισθήματά μας- αντίθετα, θα πούμε: «Είμαι καλά», αρνούμενοι να εκτεθούμε. Ντρεπόμαστε γι’ αυτό. Νιώθουμε ένοχοι. «Απλά δεν θέλω να τους γίνω βάρος». Λες και ο θάνατος και η θλίψη είναι κάτι που πρέπει να κρατηθεί μακριά, κρυμμένο και ιδιωτικό.
Αναθέτουμε το πένθος σε «ειδικούς», σε γραφεία κηδειών και επαγγελματίες. Σκεφτείτε ότι παλιά οι ίδιοι οι συγγενείς ήταν αυτοί που περιποιούνταν τους νεκρούς τους. Κάτι που ήταν επίσης σύνηθες, ήταν να βγάζουν και φωτογραφίες -ήταν φυσιολογικό. Σε πολλά παραδοσιακά σπίτια στην Ελλάδα, μπορούσες να δεις στον τοίχο φωτογραφίες από έναν νεκρό συγγενή στο φέρετρο, δίπλα από άλλες φωτογραφίες γάμων και βαπτίσεων. Η αποξένωση των οικείων από τη διαδικασία ετοιμασίας του νεκρού άνοιξε την προοπτική για αυτόν τον «εξαγριωμένο» θάνατο στον οποίο αναφέρεται ο Aries.
Παρατηρούμε μια επαγγελματοποιηση της διαδικασίας, τη στιγμή που το σώμα θα μπορούσε να πλένεται και να προετοιμάζεται από αυτούς που μέχρι την τελευταία στιγμή ήταν εκεί δίπλα στον απόντα. Ένας από τους λόγους που συμβαίνει αυτό, είναι η βιασύνη να απομακρυνθούν όλοι οι εμπλεκόμενοι από τη στιγμή αυτή του θανάτου με τρόπο αρκουντως πρακτικό και όσο γίνεται ανώδυνο, ενώ αυτές οι στιγμές θα μπορούσαν να είναι πολύ πιο ουσιαστικές αλλά και βοηθητικές για την απούλωση της θλίψης που προκαλεί η απώλεια.
Αλλά ο θάνατος δεν είναι πορνογραφία. Ο θάνατος δεν είναι βρώμικος. Ο θάνατος δεν είναι κάτι που πρέπει να αρνηθούμε. Όπως και το σεξ, στο πλαίσιο της αγάπης, ο θάνατος είναι γεμάτος ομορφιά, αγάπη και ζωή. Ό,τι είναι το σεξ για μια καλή σχέση, έτσι είναι και ο θάνατος για μια καλή κοινότητα. Ο θάνατος προσφέρει εκείνη την εμπειρία όπου η κοινότητα – παρά τις διαφορές μας – μπορεί να ενωθεί ως ένα.
Η πορνογραφία του θανάτου μας στερεί όλους την ανθρωπινότητά μας. Πληγώνει τις σχέσεις μας και πληγώνει την κοινότητά μας. Κι όπως πολύ εύστοχα το θέτει ο Gorer, «Αν δεν μας αρέσει η σύγχρονη πορνογραφία του θανάτου, τότε πρέπει να ξαναδώσουμε στο θάνατο -τον φυσικό θάνατο- προβολή και δημοσιότητα, να αποδεχτούμε ξανά τη θλίψη και το πένθος. Αν κάνουμε το θάνατο ακατανόμαστο στην πολιτισμένη κοινωνία -“όχι μπροστά στα παιδιά”-, σχεδόν εξασφαλίζουμε τη διαιώνηση της “κομωδίας του τρόμου”». Έτσι κι αλλιώς, ποτέ καμία λογοκρισία δεν έχει αποδειχτεί πραγματικά αποτελεσματική.
➪ Δείτε επίσης: Δικτατορία της νεότητας: Ταμπού και άρνηση του γήρατος στην εποχή μας