Όλα ξεκίνησαν κάτω από το παράθυρο του σπιτιού που νοίκιασα στα Γιάννενα για ένα μήνα, το σπίτι του αγαπημένου συγγραφέα Δημήτρη Τσεκούρα. Μια παιδική φωνή μου απευθύνθηκε έντονα, χωρίς περιθώρια να την αγνοήσω: «Κυρία, κυρία! Θα’ ρθείτε να παίξουμε;»

Το δρομάκι που βρίσκεται το συγκεκριμένο σπίτι αποτελεί μέρος μιας μικρής, απόμερης σχετικά γειτονιάς στο κέντρο των Ιωαννίνων. Η προνομιακή θέση της την καθιστά κυριολεκτικά κέντρο-απόκεντρο. Τα κεντρικά σημεία της πόλης βρίσκονται σε απόσταση δεκαλέπτου με τα πόδια, ενώ η συγκεκριμένη γειτονιά μοιάζει να είναι ένα μικρό “γαλατικό” χωριό μες στην πόλη, ήσυχο, απάνεμο, λες από άλλη εποχή, ίσως κι από ελληνική ταινία. Κάθε απόγευμα τα παιδιά της γειτονιάς έβγαιναν στον δρόμο και επιδίδονταν σε παιχνίδια με μπάλες, ποδήλατα, αυτοσχέδιους διαγωνισμούς, κρυφτό, κυνηγητό. Όλα, με την συνοδεία φωνών, γκαρίδων, κλαμάτων, γάργαρων γέλιων. Πριν τις 9 το βράδυ μαζεύονταν. Η παρέα αποτελείται από τρία αδέρφια Αλβανών Ρομά, τον Μάριο, την Κατερίνα και τον μικρό Μανώλη και, βέβαια, την Αφροδίτη, κόρη μεταναστών από την Ρουμανία. Προσθαφαιρέσεις συνέβαιναν από ξαδέρφια και άλλα γειτονόπουλα, αλλά οι βασικοί πρωταγωνιστές της “συμμορίας” ήταν αυτοί.

Τα παιδιά με είχαν εντοπίσει – μία ξένη στην γειτονιά τους, που θα έμενε για λίγο, για πολύ ή για πάντα. Οι γονείς τους εργάζονται ολημερίς, μια η μαμά, μια ο μπαμπάς. Προσέχουν το ένα το άλλο και παίζουν έξω, στον δρόμο, μη διαθέτοντας, φυσικά, τάμπλετ ή πολυτελείς μεγάλες τηλεοράσεις που προβάλλουν ολημερίς κινούμενα σχέδια. Βρίσκουν χαρά και ευχαρίστηση με τα ελάχιστα – ο χρόνος καταργείται στο δρομάκι τους. Θα μπορούσαν να είναι παιδιά των 80s, των 90s, των 00s, παιδιά σημερινά, αυριανά, άχρονα. Ασχολήθηκα μαζί τους, τα χαιρέτισα, τα “πείραξα” και βρήκαν το θάρρος να μου ζητήσουν να παίξω μαζί τους, κάτω, στον δρόμο. Αυτό για μένα αποτέλεσε υψίστη τιμή – παρόλο που με φώναζαν «κυρία», παρόλο που ήξεραν πολύ καλά ότι δεν είμαι, σαν εκείνα, παιδί.

Σύντομα, αποκτήσαμε την ιεροτελεστία μας. Μπάλα, μήλα, ψιλοκουβέντα – απόγευμα παρά απόγευμα, κατέβαινα στον δρόμο κι έπαιζα με τα παιδιά, αφήνοντας για λίγο τα γραψίματα και τα διαβάσματά μου, τον κόσμο των ιδεών, των μουσικών και των νοημάτων. Μαζί τους, ίδρωσα, ξεχάστηκα, ασκήθηκα, έμαθα. Τα παρατηρούσα με αδηφάγο βλέμμα: κάθε φορά που άκουγαν, από πέρα, μηχανάκι ή αμάξι, φώναζαν το ένα στ’ άλλο, να ανέβουν στο πεζοδρόμιο. Μάλωναν, αλλά τα έβρισκαν σε λίγα λεπτά. Έπεφταν, χτύπαγαν, έκλαιγαν, ύστερα από λίγο γελούσαν, χαχάνιζαν, συνέχιζαν δριμύτερα το παιχνίδι. Τις σχέσεις τους χαρακτήριζε μια άτυπη κοινοκτημοσύνη: το ποδήλατο της Αφροδίτης ήταν και του Μανώλη, η μπάλα της Κατερίνας ήταν και της Αφροδίτης. Αγαπούσαν τα ζώα, τα γατάκια και τα σκυλάκια της γειτονιάς, ήθελαν να τα χαϊδέψουν. Ένα απόγευμα, τους πρότεινα να καθαρίσουμε όλοι μαζί τον δρόμο: φέραμε ο καθένας την σκούπα και το φαράσι από τις αυλές μας, μια σακούλα νάυλον και αστράψαμε τον δρόμο. Οι λιγοστοί περαστικοί επιβράβευαν τα παιδιά και εκείνα έλαμπαν από χαρά. Το είδαν κι αυτό για παιχνίδι. Όταν είσαι παιδί, όλα φαντάζουν σαν παιχνίδι. Τι αλλάζει καθώς μεγαλώνουμε; Πώς εξανεμίζεται έτσι η ξεγνοιασιά;

Εκείνα τα απογεύματα στο δρομάκι στα Γιάννενα ανήκουν στις πολύ ευτυχισμένες μέρες της ζωής μου. Κοινώνησα πολυτέλεια. Την πολυτέλεια του ελάχιστου, που προκύπτει σχεδόν αποκλειστικά από το γεγονός ότι είσαι, ότι είμαι, ένας ζωντανός άνθρωπος – αρτιμελής, υγιής, με αισθήσεις ακονισμένες να συλλάβουν τον κόσμο γύρω. Μια αίσθηση γλυκιάς ευτυχίας, ολοκλήρωσης παραλύει ανεπαίσθητα τα μέλη και το μυαλό. Η μικροκουβέντα με τις γειτόνισσες, οι αγκαλιές των παιδιών γύρω από τα πόδια μου, το προσηλωμένο στο παιχνίδι βλέμμα τους -σα να πρόκειται για σπουδαία μάχη!-, η σιγαλιά του απογεύματος στα μελαγχολικά Γιάννενα, η σκέψη ότι δεν έχουν χαθεί όλα στον κόσμο και ότι υπάρχει ακόμα αθωότητα πλημμύρισε την ψυχή μου.

Το τελευταίο απόγευμα έφτιαξα τα μαλλιά της Αφροδίτης πλεξούδες. Ο σβέρκος της ανέδιδε την μυρωδιά της καλοσύνης, της ζωής. Κι εγώ αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη που ένα μικρό κορίτσι, μέσα σε λίγες ημέρες, με εμπιστεύθηκε να παίζω με τα μαλλάκια του. Δεν ξέρω αν θα ξαναδώ ποτέ στην ζωή μου αυτά τα παιδιά. Ξέρω ότι τους χρωστάω πολλά.