Προεκλογικές συζητήσεις, φυλλάδια, πάνελ, debates, εκλογές, αποτελέσματα, νίκες και ήττες.
Περάσαμε και εξακολουθούμε να βιώνουμε μία τεταμένη περίοδο που η καθημερινότητά μας βομβαρδίζεται από πολιτικούς λόγους, υποσχέσεις και μανιφέστο.
Γιατί όμως είναι πια τόσο δύσκολο να κάνουμε μία ήρεμη πολιτική συζήτηση που να ακούμε στην πραγματικότητα το συνομιλητή και την επιχειρηματολογία του;
Υπάρχει στην κοινωνία τέτοια πόλωση, που φαίνεται σε πολλούς σχεδόν αδύνατο να μην είσαι ούτε με τους μπλε, ούτε με τους ροζ, ούτε με τους γαλάζιους, ούτε με τους φούξια. Ο διχασμός και η τοξική πόλωση είναι τόσο βαθιά εντυπωμένα στο πετσί του Έλληνα ψηφοφόρου που αρνείται να αποδεχτεί ότι μπορεί κάποιος να μην ανήκει σε αυτές τις δύο παρατάξεις που μεσουρανούν στην προκειμένη περίοδο.
Όλους αυτούς τους προεκλογικούς μήνες αλλά και μετά τις εκλογές οι συζητήσεις είναι εμμονικά οι ίδιες. Δεν τολμάς να πεις τα λάθη του Τσίπρα σε θεωρούν της Νέας Δημοκρατίας. Δεν προλαβαίνεις να πεις ένα σκάνδαλο του Μητσοτάκη, σε σταμπάρουν ως ΣΥΡΙΖαίο. Και μετά, η πετριά δεν φεύγει. Ένα μένος καθοδηγεί τη συζήτηση με μανία και φωνές να αποδείξει ο συνομιλητής γιατί ο άλλος είναι άχρηστος και εσύ να αποδείξεις ότι δεν είσαι ελέφαντας.
Οι εκλογές θεωρούνται η γιορτή της δημοκρατίας. Παρ’ όλα αυτά, διαχρονικά υπάρχει η τάση να αντιμετωπίζονται οπαδικά, σαν τελικός Πρωταθλήματος δύο ομάδων. Ο αντίπαλος πρέπει να εξοντωθεί και τίποτα εποικοδομητικό δεν προκύπτει από την συνύπαρξη και τον ανταγωνισμό των δύο πλευρών.
Όλοι συμφωνούμε ότι η χώρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, ότι ο εκσυγχρονισμός και η αναβάθμιση της παιδείας και των δομών υγείας είναι επιτακτική. Το συνταξιοδοτικό και το δημόσιο χρειάζονται εξυγίανση και ένα σωρό άλλα πράγματα που σε άλλες χώρες θεωρούνται δεδομένα, και ενώ το ξέρουμε ότι δεν τα έχουμε και ότι τα χρειαζόμαστε, παρ’ όλα αυτά δεν φαίνεται να τα βρίσκουμε πουθενά.
Τα κομματόσκυλα και οι καρεκλοκένταυροι πολιτικοί μεσουρανούν σε μία κοινωνία που έχει απογοητευτεί, έχει θυμώσει, έχει κουραστεί με τα τόσα χρόνια πανδημίας, οικονομικής κρίσης και αβεβαιότητας και αναζητά μια σταθερότητα, έστω και αν αυτή είναι επίπλαστη, μέσω μίας αυτοδύναμης κυβέρνησης.
Ωστόσο, ούτε αυτό φαίνεται να είναι λύση. Τόσα χρόνια, που έχουν υπάρξει αυτοδύναμες στιβαρές κυβερνήσεις, αυτές οι μεταρρυθμίσεις δεν έχουν γίνει αποτελεσματικά. Το πελατειακό σύστημα δεν επιτρέπει ρηξικέλευθες αλλαγές που θα χαλάσουν τη μανιέρα που εδώ και τόσες δεκαετίες έχει καλλιεργηθεί.
Οι αλλαγές αυτές απαιτούν κάτι που δεν αρέσει σε κανένα πολιτικό εκπρόσωπο. Συνεργασία, συνεννόηση και συναίνεση. Κάτι που δεν έχει καλλιεργηθεί ούτε σε επίπεδο κοινωνίας ούτε σε επίπεδο πολιτικής (που έτσι και αλλιώς είναι μια αντανάκλαση της κοινωνίας). Χρειάζονται διάλογο, χαμηλούς τόνους διαβούλευσης και εποικοδομητικής συζήτησης, τόσο σε επίπεδο κοινωνίας όσο και σε επίπεδο πολιτικής.
Αυτή η κουλτούρα μας είναι άγνωστη όμως. Δεν έχουμε βιώσει την πολιτική άμιλλα, παρά τον στυγνό ανταγωνισμό που καλλιεργείται από τα πηγαδάκια του καφενέ και της δουλειάς και αντανακλάται και τροφοδοτείται από τα τηλεοπτικά παράθυρα.
Μας λείπουν οι ηγετικές μορφές που θα δώσουν το παράδειγμα του οράματος. Θα δημιουργήσουν και θα καλλιεργήσουν την πεποίθηση ότι όλοι έχουμε ως στόχο το καλό του τόπου και τις αλλαγές που πρέπει να γίνουν για ένα κράτος δικαίου, αποτελεσματικό και ανθρωποκεντρικό.
Είναι όμως πολλά τα συμφέροντα και γλυκιά η εξουσία για να παραχωρηθεί έτσι, αβίαστα. Και η πολιτική αλαζονεία μπορεί να φτάσει σε τέτοια επίπεδα μακιαβελισμού που μετά από μία επιτυχία ένας πολιτικός να μην αισθάνεται καν την υποχρέωση να μπει στη διαδικασία διαλόγου και συζήτησης.
«Βιώνουμε το θάνατο της ιδεολογίας» ήταν η πρώτη κουβέντα ενός καθηγητή μου την πρώτη εβδομάδα μου στο Πανεπιστήμιο. Και τότε αδυνατούσα να καταλάβω. Τώρα φαίνεται να βιώνουμε το αποκορύφωμα αυτού του πένθους.
Πολλοί ψηφοφόροι, δεν ψηφίζουν γιατί κάποιος τους εκφράζει, ψηφίζουν κατά κύριο λόγο για να μη βγει κάποιος άλλος. Ή για να τιμωρήσουν. Και αυτό γιατί οι πολιτικοί δεν βρίσκονται εκεί για να κάνουν την κοινωνία καλύτερη, αλλά για να εξασφαλίσουν το προσωπικό τους συμφέρον. Και με φωνές και στείρο πόλεμο προσπαθούν να πολώσουν το κοινό ώστε να γίνει οπαδός. Να αισθάνεται ότι πρέπει να ενταχθεί κάπου, «με εμάς ή με τους άλλους».
Και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για μία κοινωνία. Χωρίς αξίες και ιδανικά, χωρίς όραμα και όνειρο, εύκολα γίνεται κάποιος έρμαιο δημαγωγίας. Ή παρασύρεται από ένα πλήθος που του υπαγορεύει έμμεσα πως να συμπεριφερθεί και τι να ψηφίσει. Σαν οπαδός.
Περιμένουμε από τους πολιτικούς και τους εκπροσώπους των κομμάτων να κάνουν την αυτοκριτική τους, να φέρουν τα λάθη τους στην επιφάνεια και να δείξουν ότι έχουν αλλάξει. Αλλά αυτό δεν το κάνει κανείς μας. Ο ψηφοφόρος πάει με συναισθηματική φόρτιση στην κάλπη. Με το βάρος του διχασμού που μας κατατρώει δεκαετίες τώρα.
Το πιο επικίνδυνο για μένα είναι ότι μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων έφτασαν στις κάλπες και δεν είχαν κάποιον να τους αντιπροσωπεύει. Δεν μπορούσαν να βρουν κάποιον άξιο των προσδοκιών τους για να ψηφίσουν. Ή ακόμα και πολλοί που δεν εμφανίστηκαν καν, γιατί αισθάνονταν προδομένοι από το σύστημα.
Και όταν ολόκληρες γενιές δεν νιώθουν ότι μπορούν να αντιπροσωπευτούν πολιτικά αυτό αντανακλά ίσως μία από τις πιο τρομακτικές και σκοτεινές παθογένειες μιας κοινωνίας χωρίς μέλλον.
Όπως έχει πει και ο σπουδαίος Περικλής Κοροβέσης: «Αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτα. Ξαναγυρίζουμε στα ίδια. Έχουμε συνηθίσει έτσι. Την καταστροφή μας την ξέρουμε. Αυτό μας δίνει σιγουριά. Το άγνωστο είναι αβέβαιο. Και αυτό μας τρομάζει».