H Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου καθιερώθηκε με απόφαση της UNESCO στις 29 Σεπτεμβρίου του 2011, έπειτα από πρόταση της Ισπανικής Ακαδημίας Ραδιοφώνου.
Η αρχική πρόταση των Ισπανών, ήταν να τιμάται το ραδιόφωνο στις 30 Οκτωβρίου, σε ανάμνηση της περίφημης εκπομπής του Όρσον Γουέλς το 1938, γνωστής και ως ο «Πόλεμος των Κόσμων», αλλά η UNESCO αποφάσισε η Παγκόσμια Ημέρα του αγαπημένου μέσου να είναι στις 13 Φεβρουαρίου, ιστορική ημερομηνία για τον ΟΗΕ καθώς τότε, το 1946, μπήκε σε λειτουργία το ραδιόφωνό του.
Σύμφωνα με UNESCO, το ραδιόφωνο είναι «ένα ισχυρό μέσο» που εκφράζει την «ποικιλομορφία» και αποτελεί πλατφόρμα για «δημοκρατικό διάλογο» – ακόμα και αν αυτός δεν πραγματοποιείται με λόγια, αλλά με νότες. Γιατί μία μουσική εκπομπή στο ραδιόφωνο, είναι (ή οφείλει) να είναι ένας μοναδικός διάλογος (δεν επαναλαμβάνεται) που εξελίσσεται με τραγούδια – αυτά μπορεί να είναι τα κεφάλαια μιας συζήτησης, ανάμεσα στον πομπό (ραδιοφωνικό παραγωγό) και τον δέκτη (ακροατή).
Αλλά για ποια «ποικιλομορφία» μιλάμε σήμερα στο μουσικό ραδιόφωνο; Που ακριβώς εντοπίζεται η «δημοκρατικότητα» στις playlist των ραδιοφωνικών σταθμών; Πώς χαρακτηρίζουμε ένα μέσο «ισχυρό» όταν πλέον έχει χάσει την αξιοπιστία του;
Τα τελευταία αρκετά χρόνια, κάτι που ως φανατικός ακροατής του ραδιοφώνου προσωπικά το εντοπίζω – χωρίς να μπορώ να το επιβεβαιώσω ή να επιχειρηματολογήσω επ’ αυτού – ότι ξεκίνησε στις αρχές των ‘00s, οι μόνιμες ατάκες μεταξύ των ανθρώπων που πιστεύουν στην μαγεία των ερτζιανών είναι: «Δεν ακούγεται πλέον το ραδιόφωνο», «Πάλι τα ίδια παίζουν», «Ποιο ραδιόφωνο;», «Χίλιες φορές το Spotify» και άλλες υποτιμητικές εκφράσεις για το άλλοτε αγαπημένο μέσο των ανθρώπων.
Όμως, η χαμηλή εκτίμηση του “προϊόντος” δεν οφείλεται στην χαμηλή ζήτηση, μιλώντας με εμπορικούς όρους, αλλά στην υποτίμησή του από τους ίδιους τους ιδιοκτήτες των σταθμών και τους διευθυντές προγραμμάτων (όπου προϊόν, βλ. μουσική).
Το πιο σύνηθες ιδιοκτησιακό μοτίβο είναι άνθρωποι με πολλά λεφτά που θέλουν να υπό τον έλεγχό τους ένα ακόμη μέσο για να ενισχύσουν το περιεχόμενο που “πουλάει” o όμιλός τους , ενώ οι διευθυντές προγράμματος είναι είτε άλλοτε επιτυχημένοι ραδιοφωνικοί παραγωγοί που πλέον δεν έχουν καμία επαφή με το «τώρα» και έχουν καταθέσει “τα όπλα τους” μη έχοντας αντοχές για άλλες “μάχες” είτε τεχνοκράτες, δηλαδή άνθρωποι που ξέρουν να διαβάζουν νούμερα και στατιστικά αγνοώντας οτιδήποτε άλλο που δεν προσφέρει ένα θετικό πρόσημο σε οικονομικούς ισολογισμούς. Όσο για τον ρόλο του ραδιοφωνικού παραγωγού, αυτός πλέον έχει αντικατασταθεί από τον “παρουσιαστή”.
Φυσικά, για να συντηρηθεί ένας ραδιοφωνικός σταθμός, άρα, μία επιχείρηση, χρειάζεται (αρκετό) χρήμα, όμως ως Olafaq εδώ είμαστε, “ανοιχτοί”, σε κάθε είδους παρέμβαση για να μας πείσουν πώς έκαναν τα αδύνατα δυνατά και εξάντλησαν όλη την δημιουργικότητά τους για να βρεθεί μια ισορροπία μεταξύ ελεύθερης έκφρασης/μουσικών επιλογών και ανάπτυξης/ευημερίας του σταθμού. Η εύκολη λύση είναι η εξυπηρέτηση συμφερόντων των δισκογραφικών εταιρειών και η αντίληψη – μανιφέστο πως «ο ακροατής αυτά θέλει».
Όχι. Αν ο ακροατής ήθελε αυτό που το προσφέρεις, δεν θα σου γύριζε την πλάτη για να κοιτάξει το Spotify ή το YouTube – όπως εκείνο το χαρακτηριστικό meme με τον άντρα και τις δύο γυναίκες – ούτε θα μιλούσε για το ραδιόφωνο με υποτιμητικά σχόλια. Επίσης, αν ίσχυε αυτό, αν δηλαδή τα ραδιόφωνα υπηρετούν τις μουσικές προτιμήσεις των ακροατών, στα FM θα ακούγαμε ΛΕΞ και σίγουρα θα υπήρχε σταθμός αφιερωμένος στη metal σκηνή που είναι μεγάλη στην Ελλάδα και με φανατικό κοινό. Έχετε αναρωτηθεί γιατί δεν συμβαίνει αυτό;
Γιατί, πρωτίστως, το σύγχρονο μουσικό ραδιόφωνο θέλει να δημιουργεί ακροατές-καταναλωτές. Ανθρώπους που θα μπορέσουν να στηρίξουν διαφημιστικές καμπάνιες, που γίνονται μέρος ενός ευρύτερου κύκλου που περιλαμβάνει προϊόντα, events και διαδραστικότητα στα social media – κάτι που, συνήθως, ανεβάζει τον τζίρο και δίνει μεγαλύτερο μερίδιο στην οικονομική και διαφημιστική πίτα.
Κρίνοντας από την δική μου καθημερινότητα και αυτή των ανθρώπων γύρω μου, αν ζούσαμε σε μία πόλη χωρίς μποτιλιαρισμένους δρόμους και δεν κοιτάζαμε στωικά για τόσο λεπτά τα φανάρια στο κόκκινο, αν είχαμε λιγότερα ταξί, κανείς δεν θα άκουγε μουσικό ραδιόφωνο. Γιατί ναι μεν είναι μία συντροφιά, αλλά υπό όρους και συγκεκριμένες συνθήκες. Άραγε, πότε ήταν η τελευταία φορά που μπήκατε σπίτι και, πριν ξεκινήσετε το οτιδήποτε, ανοίξατε το ραδιόφωνο για να παίξει μουσική; Ίσως το 1998.
Έτσι όπως λειτουργεί πλέον το ραδιόφωνο, δεν το έχει κανείς ανάγκη και περισσότερο είναι ένα αναγκαίο “κακό” παρά μια συνειδητή επιλογή. Αυτό, βέβαια, μπορεί να μην υπογραμμίζει οικονομική ζημία – αν και ανά 3 με 5 χρόνια διάφοροι σταθμοί αλλάζουν ιδιοκτησιακά χέρια για να μπορέσουν να σταθούν στο ύψος τους – αλλά σίγουρα υποδηλώνει την γενικότερη άποψη του κόσμου για τους σταθμούς των FM.
Ωστόσο, δεν είναι όλοι οι σταθμοί το ίδιο, ούτε τσουβαλιάζω ραδιοφωνικούς παραγωγούς, διευθυντές και ανθρώπους που “πονάνε” το μέσο, τιμούν την θέση πίσω από το μικρόφωνο και σέβονται τους ακροατές, προσφέροντας γνώση, παρουσιάζοντας ένα δίωρο υψηλής αισθητικής και καλύπτουν ένα ευρύ μουσικό φάσμα – όχι ότι πάντα αυτό το “άνοιγμα” στα είδη είναι προϋπόθεση για μια καλή εκπομπή. Τουλάχιστον, υπάρχουν κι αυτοί. Αλλά είναι λίγοι, μετρημένοι στα δάχτυλα των χεριών μας, και αποτελούν φωτεινή εξαίρεση στον σκοτεινό κανόνα.
Παράλληλα, αν και ο κόσμος έχει σχηματίσει μια γενική αρνητική άποψη για το μουσικό ραδιόφωνο – στην οποία με βρίσκει σύμφωνο στο 100%, σκοντάφτει σε ένα λάθος το οποίο αφορά την ύπαρξη της playlist.
H playlist είναι ένα ισχυρό “όπλο” στον σχεδιασμό και στην λειτουργία ενός σταθμού, αρκεί αυτό να μην στρέφεται εναντίον του. Μπορεί να γεμίσει τα κενά διαστήματα ενός προγράμματος, εκεί που δεν υπάρχει εκπομπή, και οι μουσικές επιλογές να είναι ταυτόσημες με την αισθητική του σταθμού, ενώ ταυτόχρονα χει την ικανότητα να συντηρεί έναν ισχυρό και δεμένο “κορμό” μουσικής ταυτότητας έτσι ώστε ο ακροατής να ξέρει τι θα ακούσει όταν συντονιστεί σε μια συγκεκριμένη συχνότητα – δεν έχουν όλοι ανάγκη για πειραματισμούς με νέα είδη μουσικής και δεν είμαστε πάντα έτοιμη για κάτι καινούργιο.
Αλλά η playlist που περιγράφω παραπάνω απέχει από τις γνωστές και μη εξαιρετέες περιπτώσεις ροκ σταθμών που έχουν εγκλωβιστεί στο “Stairway to Heaven” των Led Zeppelin ή των εναλλακτικών που παίζουν 3-4 φορές/ημέρα το “Mad About You” των Hooverphonic. Αυτό δεν είναι playlist, αλλά προσκόλληση στα απολύτως απαραίτητα.
Έχοντας αποκτήσει κάποια σχετική εμπειρία με το θέμα – συμμετοχή στο ιντερνετικό MindRadio, δημιουργία του B-Side, εκπομπή στο Metro Radio 89.2FM της Κρήτης, και τα αναφέρω όχι για να περιαυτολογήσω, αλλά για να παραθέσω κάποια βιωματικά στοιχεία – μπορώ να πω με σιγουριά ότι το να στήσεις ένα ραδιοφωνικό δίωρο απαιτεί μαεστρία, ευφυΐα και φαντασία. Ειδικά αν η εκπομπή είναι καθημερινή, η πεποίθηση πως «η μουσική είναι ανεξάντλητη» αρχίζει και σβήνει μέσα σου, καθώς δεν μπορείς να αποφύγεις την επανάληψη και, ίσως, την προβλεψιμότητα σε κάποιον βαθμό. Ένας ραδιοφωνικός παραγωγός θα χρειαστεί να κάνει υπερβάσεις και προκειμένου να βρει ένα κομμάτι “γέφυρα” θα αναγκαστεί να παίξει κάτι που μπορεί να μην υπάρχει στην δισκοθήκη ή τον σκληρό του δίσκο. Μπορεί επίσης να επιλέξει ένα τραγούδι επειδή σημειώνει επιτυχία – δεν είναι κακό.
Ακριβώς εκεί προκύπτει και η δημοκρατικότητα που οφείλει να έχει το ραδιόφωνο. Να παρουσιάζει όλες τις τάσεις, όλους τους καλλιτέχνες, να μην έχει στεγανά, να δίνει βήμα σε όλους τους καλλιτέχνες και τα είδη μουσικής, ακριβώς γιατί οφείλει στην βάση του να υπηρετεί (τον ακροατή) και όχι να εξυπηρετεί (τα όποια συμφέροντα).
Δεν ξέρω φέτος – ούτε με αφορά έτσι όπως είναι η κατάσταση – πώς οι ραδιοφωνικοί σταθμοί τιμούν σήμερα την Παγκόσμια Ημέρα Ραδιοφώνου, αλλά οι ακροατές σίγουρα απέχουν από το εορταστικό κλίμα. Και γι’ αυτό, του χρόνου, ίσως μια καλή λύση θα είναι οι διευθυντές προγράμματος και οι ιδιοκτήτες να αφήσουν ελεύθερους τους παραγωγούς να παίξουν αυτά που θέλουν.