Κάποτε οι πολύ πλούσιοι άνθρωποι, πέρα από το να συσσωρεύουν πλούτο, είχαν και μια ευθύνη ως προς τον δημόσιο βίο της πατρίδας τους. Από τον Ευάγγελο Ζάππα μέχρι τον Γεώργιο Αβέρωφ και από τον Ανδρέα Συγγρό μέχρι τον Ιωάννη Βαρβάκη, που θεωρούνταν «εθνικοί ευεργέτες», χτίζοντας δρόμους, νοσοκομεία, πανεπιστήμια, φτωχοκομεία, βιβλιοθήκες και ορφανοτροφεία, θέσπισαν κληροδοτήματα, υποτροφίες και επιχορηγήσεις και συνέβαλαν στη δημιουργία πλατειών και διέθεσαν μέρος της περιουσίας τους στο ελληνικό κράτος για φιλανθρωπικούς, αναπτυξιακούς και πάσης φύσεως σκοπούς.

Εντούτοις, σήμερα αν ο φορολογικός συντελεστής στη χώρα αυξηθεί έστω κι ελάχιστα, ο τάδε ή ο δείνα επιχειρηματίας τα μαζεύει κακήν κακώς και μεταφέρει την επιχείρησή του σε μια άλλη χώρα ή έναν «φορολογικό παράδεισο». Στο παρόν άρθρο διερωτόμαστε τι άλλαξε μέσα στα χρόνια αλλά και ποιον σκοπό εξυπηρετούν σήμερα οι πολύ πλούσιοι; Είναι άραγε με οποιονδήποτε τρόπο χρήσιμοι για τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων σε αυτόν τον πλανήτη, όπου πολλοί από τους οποίους ζουν κάτω ή και ελαφρώς πιο πάνω από το όριο της απόλυτης φτώχειας;

Είναι γνωστό ότι κατά τον Μεσαίωνα η χριστιανική θεολογία καταδίκαζε την απληστία ως μεγάλο αμάρτημα και, κατά συνέπεια, θεωρούσε τους πλούσιους ως αμαρτωλούς. Η πεποίθηση αυτή ήταν τόσο διαδεδομένη που ακόμη και πολλοί από τούς ίδιους τους πλούσιους πίστευαν ότι η συσσώρευση πλούτου ήταν κάτι κακό. Αλλά αυτό δεν αποτελούσε αποκλειστικά μεσαιωνικό φαινόμενο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, και εξαιτίας τόσο θρησκευτικών όσο και πολιτισμικών αντιλήψεων, η συσσώρευση πλούτου και οι ίδιοι οι πλούσιοι συχνά αντιμετωπίζονταν με τουλάχιστον μια μικρή δόση καχυποψίας, επιφυλακτικότητας και περιφρόνησης.

Ας περάσουμε όμως εν τάχει στο παρόν, όπου οι ετήσιες «λίστες με τους πλουσιότερους ανθρώπους του Πλανήτη», προκαλούν τόσο τον θαυμασμό μας, όσο και ανησυχία και θυμό – αν όχι και κάτι περισσότερο. Από την άλλη, δεν θα δυσκολευτείτε καθόλου να συναντήσετε ανθρώπους που προσκυνούν συλλήβδην τους πλούσιους ως Κροίσους, ακόμη και αν αυτό συμβαίνει στο βωμό των δικών τους απλήρωτων λογαριασμών και των δυσβάστακτων δανείων τους.

Είναι πραγματικά απορίας άξιον πώς προέκυψε αυτή η στροφή που κάναμε ως ανθρωπότητα.

Αλλά κάτι άλλο μου φαίνεται ίσως ακόμη πιο εκπληκτικό, δηλαδή αυτό που φαίνεται να έχουμε ξεχάσει για τους πολύ πολύ πλούσιους στην πορεία.

Στο βιβλίο του που κυκλοφόρησε πρόσφατα, με τίτλο As Gods Among Men, ο ιστορικός Guido Alfani παρουσιάζει μια καλά τεκμηριωμένη υπόθεση για το γιατί οι εξαιρετικά πλούσιοι της Δύσης γίνονταν αποδεκτοί στο παρελθόν παρά τις προκαταλήψεις που τους στιγμάτιζαν – ως ανήθικους. Ο κύριος λόγος; Επειδή πολύ απλά ήταν χρήσιμοι για την κοινωνία.

Αν και η άμεση φορολογία δεν ήταν καλά ανεπτυγμένη στην αρχαία Ελλάδα, στην Αθήνα συγκεκριμένα, οι «εθελοντικές» δωρεές των εύπορων πολιτών -που ονομάζονταν «εισφορές»- έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη συμβολή στα κοινά αγαθά και πολλαπλασιάζονταν κατά τη διάρκεια μεγάλων κρίσεων, όπως λιμοί, επιδημίες και πόλεμοι. Από τις οικονομικές ελίτ αναμενόταν επίσης να συμμετέχουν στην επιχορήγηση χορωδιών, σχολείων, ναών και άλλων δημόσιων ιδρυμάτων. Αυτή η πρακτική, με τη σειρά της, τους προσέδιδε ένα αίσθημα προσωπικής ασφάλειας -αφού οι πολίτες θα ήταν λιγότερο πιθανό να εξεγερθούν εναντίον τους- και κάποιο έλεγχο του πολιτικού συστήματος. Ωστόσο, ήταν επίσης εναρμονισμένη με τη φιλοσοφική σκέψη της εποχής.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η μεγαλοπρέπεια – η οποία προέρχεται από το λατινικό magnum facere και σημαίνει, κυριολεκτικά, να κάνεις κάτι μεγάλο – ήταν μία από τις βασικές αρετές του βασιλιά-φιλόσοφου. Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τον Ξενοφώντα, βασικό μέρος της μεγαλοπρέπειας αποτελούν οι ακριβώς περίοπτες δαπάνες που προορίζονται για το κοινό καλό. Ωστόσο, οι απόψεις του Αριστοτέλη για τον πλούτο ήταν ίσως αυτές που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή. Όπως γράφει στα Ηθικά Νικομάχεια:

«Ο πλούτος προφανώς δεν είναι το αγαθό που αναζητούμε- διότι είναι απλώς χρήσιμος και για χάρη κάποιας άλλης πράξης».

Σε άλλες αρχαίες κοινωνίες, όπως η Ρωμαϊκή Δημοκρατία, η κατάσταση ήταν αρκετά παρόμοια. Οι πλούσιοι όφειλαν να κάνουν σημαντικές δαπάνες για τη δημόσια ζωή με αντάλλαγμα την ειρήνη και την πραγμάτωση των πολιτικών τους φιλοδοξιών.

Τα πράγματα έγιναν αναμφισβήτητα πιο επιτακτικά κατά τον Μεσαίωνα. Οι θεολόγοι των μεσαιωνικών χρόνων – όπως ο Άγιος Θωμάς ο Ακινάτης – θεωρούσαν τους πλούσιους ως κοινωνικά ενοχλητικούς και αμαρτωλούς και πίστευαν ότι η συσσώρευση μεγάλης περιουσίας θα έπρεπε να εμποδίζεται. Ορισμένοι μάλιστα υποστήριζαν ότι θα έπρεπε να εκδιώκονται από τις πόλεις, καθώς η παρουσία τους ήταν ικανή να εξοργίσει τους πολίτες και να αποσταθεροποιήσει την κοινωνία. Αν και πρέπει να σημειωθεί ότι οι ευγενείς αποκλείονταν σε μεγάλο βαθμό από αυτές τις πεποιθήσεις, καθώς η ανώτερη πρόσβασή τους σε πόρους θεωρούνταν «μέρος του σχεδίου του Θεού».

Αυτή η τελευταία ιδέα οδήγησε τελικά στην εισαγωγή των «νόμων περί πολυτελείας» (sumptuary laws) που ποινικοποιούσαν ουσιαστικά την υπερβολή και έλεγχαν, ως ένα βαθμό, τη σπατάλη των νεαρών ευγενών. Οι νόμοι αυτοί επέβαλαν ουσιαστικά  περιορισμούς στις «ορατές» δαπάνες, όπως η ένδυση, τα ταξίδια, τα γλέντια κ.λπ. Επιπλέον, και ήδη από τον δωδέκατο αιώνα, ορισμένα μέρη εισήγαγαν τα λεγόμενα «υποχρεωτικά δάνεια».

Παρόλα αυτά, καθώς οι ανισότητες όσον αφορά τον πλούτο γίνονταν όλο και πιο έντονες, φτάνοντας στο αποκορύφωμά τους γύρω στα τέλη του Μεσαίωνα, οι περιστασιακές δωρεές δεν θεωρούνταν επαρκείς. Όπως σημειώνει ο Alfani:

«Καθώς οι πλουσιότεροι συγκέντρωναν όλο και περισσότερο πλούτο στα χέρια τους, έπρεπε επίσης να επιστρέφουν όλο και μεγαλύτερο ποσοστό από αυτόν (…) προκειμένου να αποφευχθεί η μαζική οδύνη και η πείνα (και κατά συνέπεια οι εξεγέρσεις και η βία κατά των πλουσίων) στη βάση της πυραμίδας του πλούτου. Τέλος, σε περιόδους τρομερών κρίσεων οι πλούσιοι έπρεπε να συνεισφέρουν από τους ιδιωτικούς τους πόρους για τη κάλυψη των δημόσιων αναγκών».

Σε αυτό το πλαίσιο παγιώθηκε ουσιαστικά η κοινωνική λειτουργία των πλουσίων ως ευεργέτες που συνέβαλλαν στον δημόσιο βίο. Και τα ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι, επί αιώνες, οι πολύ πλούσιοι όντως επέτρεπαν στο κοινό να επωφελείται από τους ιδιωτικούς τους πόρους, όχι μόνο μέσω της φιλανθρωπίας, της χορηγίας ή των επιβεβλημένων δανείων, αλλά και μέσω των υψηλών φόρων που πλήρωναν όποτε υπήρχε ανάγκη. Ορισμένοι, όπως ο Κόζιμο ντε Μεντίτσι, ο οποίος το 1434 επέστρεψε από την εξορία και έσωσε τη Φλωρεντία από την οικονομική καταστροφή, το έκαναν μάλιστα εθελοντικά.

Ωστόσο, κάποια στιγμή οι προσδοκίες των φτωχότερων για τις ελίτ των πλουσίων άλλαξαν. Και, ως ένα βαθμό, το ίδιο συνέβη  και με τις απόψεις μας γι’ αυτούς.

Κάπου στην πορεία, η συσσώρευση ιδιωτικού πλούτου μετατράπηκε από το να θεωρείται «απολύτως κακή ή αμαρτωλή, αλλά ενδεχομένως χρήσιμη για τη δημόσια ζωή» σε «ένδειξη επιτυχίας και απόδειξη σκληρής δουλειάς» και ακόμη και σε «εύκολη πρόσβαση στον παράδεισο».

Σύμφωνα με τη θέση του Γερμανού κοινωνιολόγου Μαξ Βέμπερ για την «προτεσταντική ηθική», η αλλαγή αυτή ξεκίνησε στις αρχές του δέκατου έκτου αιώνα με την προτεσταντική μεταρρύθμιση, ένα θρησκευτικό κίνημα που, μεταξύ άλλων, επαναδιατύπωσε την επιδίωξη της υλικής επιτυχίας ως ορθολογική και καλή. Ένας κλάδος του προτεσταντισμού, ο καλβινισμός, την θεωρούσε ακόμη και ως απόδειξη της σωτηρίας του ατόμου.

Αυτό το νέο πολιτισμικό πλαίσιο, σε συνδυασμό με μια ποικιλία άλλων παραγόντων – με κυριότερους, βέβαια, την αποικιακή επέκταση, το Ατλαντικό δουλεμπόριο και τη Βιομηχανική Επανάσταση – θα μπορούσε να εξηγήσει γιατί οι χώρες της Βόρειας Ευρώπης, όπου οι προτεσταντικές ιδέες άσκησαν μεγαλύτερη επιρροή, γνώρισαν πολύ ταχύτερη ανάπτυξη από ότι τα παλαιότερα οικονομικά κέντρα της περιοχής της Μεσογείου.

Εξάλλου, η σκληρή εργασία ήταν απαραίτητη για να αποδείξει κανείς ότι αξίζει την εύνοια του Θεού. Αν και, στην πραγματικότητα, αυτό συχνά σήμαινε να υποβάλλεις τους άλλους σε εξοντωτική εργασία και στη συνέχεια να θησαυρίζεις τους καρπούς της εργασίας τους – οι οποίοι, στην περίπτωση του αποικισμού, συχνά εκλάπησαν με τη βία ή με δόλιες μεθόδους – λες και η μεταθανάτια ζωή σου εξαρτιόνταν από αυτό. Αυτή η «προτεσταντική ηθική» στη συνέχεια εμπλουτίστηκε επίσης από την πεποίθηση της «επιβίωσης του πιο ισχυρού», η οποία προέρχεται από τον κοινωνικό δαρβινισμό και η οποία υποστήριζε ότι όσοι αποκτούν τη μεγαλύτερη δύναμη και τον μεγαλύτερο πλούτο στην κοινωνία είναι εκ φύσεως καλύτεροι και, ως εκ τούτου, αξίζουν τα πλούτη τους.

Καθώς όμως η συσσώρευση πλούτου αποκτούσε θρησκευτική και θετική υπόσταση, ακόμη και όταν επιτυγχανόταν μέσω ληστρικής συμπεριφοράς, οι πλούσιοι γίνονταν όλο και πιο απρόθυμοι να μοιραστούν τον πλούτο τους με τους φτωχότερους. Είναι ενδιαφέρον ότι μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι οι προτεσταντικές περιοχές της Γερμανίας έγιναν γρήγορα πολύ πιο φτωχές από τις αντίστοιχες καθολικές.

Παρόλα αυτά, ακόμη και στις αρχές και τα μέσα του 20ου αιώνα, επικράτησε η ιδέα ότι οι πλούσιοι πρέπει να συνεισφέρουν το μερίδιο που τους αναλογεί -ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης. Το 1924, ο Ουίνστον Τσώρτσιλ τάχθηκε υπέρ των υψηλών φόρων κληρονομιάς στο Ηνωμένο Βασίλειο, θεωρώντας τους ως «ένα μικρό διορθωτικό μέτρο έναντι της ανάπτυξης μιας ομάδας αργόσχολων πλουσίων». Εν τω μεταξύ, το New Deal του προέδρου των ΗΠΑ Φραγκλίνου Ρούσβελτ περιελάμβανε ιδίως μεταρρυθμίσεις για την αναδιανομή του πλούτου ως μια ανάσα από τη Μεγάλη Ύφεση.

Μέχρι τη δεκαετία του 1980, οι ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές επί του εισοδήματος και της περιουσίας ή της κληρονομιάς παρέμειναν επίσης αρκετά υψηλοί. Το 1975, οι ανώτατοι φορολογικοί συντελεστές εισοδήματος ήταν 83% στο Ηνωμένο Βασίλειο, 70% στις ΗΠΑ, 72% στην Ιταλία, 60% στη Γαλλία, 56% στη Γερμανία και 47% στον Καναδά.

Αλλά στη συνέχεια, τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν -και πάλι- με την εξάπλωση των φορολογικών μεταρρυθμίσεων υπέρ των πλουσίων, τις νέες ευκαιρίες για φοροδιαφυγή και την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα, τα οποία συνέβαλαν -με διάφορους τρόπους- στην κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε σήμερα.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, το πιο εύπορο 1% κατέχει πλέον περίπου τον μισό παγκόσμιο πλούτο.

Η ανισότητα του πλούτου εξελίσσεται πλέον ολοφάνερα και με ταχείς ρυθμούς σε ένα από τα πιο ανησυχητικά ζητήματα της εποχής μας. Και αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, θα μπορούσε να φτάσει σε επίπεδα που δεν έχουμε παρατηρήσει εδώ και πολύ καιρό – ή ακόμη και σε οποιαδήποτε άλλη στιγμή στην ιστορία.

Για πολλούς λόγους, αυτό είναι αρκετά παράδοξο. Ζούμε σε υποτιθέμενα δημοκρατικά κράτη με πρωτοφανή πρόσβαση στην πληροφόρηση και περισσότερα δικαιώματα των πολιτών από ποτέ (τουλάχιστον στα χαρτιά), και όμως η κοινωνική ανισότητά της εποχής μας δεν φαίνεται να έχει μειωθεί ιδιαίτερα από την εκείνη των μεσαιωνικών κοινωνιών. Επιπλέον, έχουμε γίνει απείρως πιο ανεκτικοί απέναντι στους υπερβολικά πλούσιους απ’ ό,τι ήμασταν παλαιότερα.

Αλλά ποιον σκοπό εξυπηρετούν άραγε σήμερα οι ζάμπολουτοι; Είναι άραγε με οποιονδήποτε τρόπο χρήσιμοι για τα δισεκατομμύρια των ανθρώπων σε αυτόν τον πλανήτη, πολλοί από τους οποίους ζουν κάτω ή και ελαφρώς πιο πάνω από το όριο της απόλυτης φτώχειας.

Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι οι πλούσιοι προωθούν την καινοτομία, δημιουργούν θέσεις εργασίας και τονώνουν την οικονομική ανάπτυξη. Όσον αφορά την καινοτομία, υπάρχουν πολλοί άλλοι τρόποι για την προώθησή της, όπως τα βραβεία για την προώθηση της καινοτομίας. Όσον αφορά τα άλλα δύο επιχειρήματα, έχουν καταρριφθεί πολλές φορές ως τώρα – ακόμη και από αυτοαποκαλούμενους «περήφανους καπιταλιστές». Παρόλα αυτά, η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι απαραίτητα θετική, ειδικά όταν συνυπολογίζεται το τεράστιο περιβαλλοντικό και κοινωνικό της κόστος.

Κάποιοι άλλοι επισημαίνουν επίσης τη φιλανθρωπία. Σίγουρα, οι πλούσιοι δωρίζουν τεράστια ποσά σε φιλανθρωπικές οργανώσεις. Ωστόσο, έως και τα τρία τέταρτα αυτών των κεφαλαίων συμψηφίζονται με τους φόρους. Εκτός από το όφελος των φοροαπαλλαγών, η φιλανθρωπία επιτρέπει επίσης στους πλούσιους να ελέγχουν ποια κοινωνικά ζητήματα θα λάβουν πόρους και ποια όχι.

Δεν διαφέρει από τις παλιές, όχι και τόσο καλές εποχές, είναι η αλήθεια. Μόνο που σήμερα, έχουμε θεσμούς που κατανέμουν πόρους προς τους σκοπούς που αποφασίσαμε, συλλογικά, ότι είναι οι σημαντικότεροι. Και πιθανότατα θα μπορούσαν να επιτύχουν πολύ περισσότερα αν οι ίδιοι οι άνθρωποι που ισχυρίζονται ότι νοιάζονται για το κοινό καλό δεν τους στερούσαν πόρους εξ αρχής.

Συν τοις άλλοις, και όπως επισημαίνει ο Alfani στο βιβλίο του, οι πλούσιοι δεν λειτουργούν πλέον ως κοινωνικά χρήσιμοι σε περιόδους κρίσης. Το είδαμε αυτό κατά τη διάρκεια της Κρίσης του 2008-9 και ξανά, ακόμη πιο έντονα, κατά τη διάρκεια της πανδημίας Covid-19. Η τελευταία δημιούργησε στην πραγματικότητα νέους δισεκατομμυριούχους – 537 καινούργιους μόνο το 2022 – και επέτρεψε στους ήδη πάμπλουτους να γίνουν ακόμη πλουσιότεροι, ενώ παράλληλα επιδείνωσε την ακραία φτώχεια μεταξύ των πιο φτωχών του κόσμου.

Εν μέσω αυτών των κρίσεων, οι πλούσιοι επίσης αντιτάχθηκαν σε ουσιαστικές και σχετικές με την οικονομική κρίση φορολογικές μεταρρυθμίσεις – συχνά αξιοποιώντας τη μεγάλη πολιτική τους επιρροή – και παρόλα αυτά, αν οι εταιρείες τους αντιμετωπίζουν προβλήματα, προσδοκούν ότι τα χρήματα των φορολογουμένων θα έρθουν να τους σώσουν.

Επομένως, γιατί είναι απαραίτητο να υπάρχουν οι πολύ πλούσιοι, αν η ωφελιμότητα τους για τον δημόσιο βίο είναι στην καλύτερη περίπτωση οριακή και στη χειρότερη αρνητική;

Ποιος είναι ο σκοπός του τεράστιου πλούτου αν, ακόμη και σε περιόδους κρίσης, είναι κλειδωμένος μακριά από το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού;

Τα καλά νέα είναι ότι υπάρχει ολοένα και μεγαλύτερο λαϊκό αίτημα για την αύξηση της φορολογίας των πλουσιότερων πολιτών της κοινωνίας. Ωστόσο, ενώ έχει γίνει μεγάλος ντόρος γύρω από το θέμα, δεν έχουν γίνει μέχρι στιγμής ουσιαστικές ενέργειες.

Ήρθε όμως πράγματι η στιγμή να συνειδητοποιήσουμε ότι η ύπαρξη των πολύ πλουσίων συνεχίζεται επειδή εμείς την επιτρέπουμε.

Και ότι αν μια κοινωνική ρύθμιση αποτυγχάνει να ωφελήσει τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, μπορούμε -και πρέπει- να την αλλάξουμε.

Τουλάχιστον όσο ακόμα μπορούμε.

Δείτε επίσης: 5 βασικές υπηρεσίες που η μεσαία τάξη δεν θα μπορεί να αγοράσει τα επόμενα πέντε χρόνια