Ξυπνάμε το πρωί να πάμε δουλειά όσοι έχουμε. Στο στρώμα που βρίσκεται στο κρεβάτι που βρίσκεται στο ένα από τα δύο δωμάτι του δυαριού σπιτιού μας που βρίσκεται στην Κυψέλη, στον Κορυδαλλό, στο Παγκράτι, στο Μοσχάτο, στην Αργυρούπολη. Χθες το βράδυ, δεν κάναμε έρωτα, κοιμηθήκαμε πλάι του, πλάι της, κουρασμένοι, σχεδόν ευτυχισμένοι και, μάλιστα, ντραπήκαμε ελαφρώς για την ευτυχία αυτή, για το ολόκληρό μας, το στεγνό μας, το χλωρό μας, σε καιρούς που οι φίλοι μας και οι γιαγιάδες μας, οι συμπατριώτες και οι συνάνθρωποί μας καίγονται, πνίγονται, μένουν μισοί.
Μπαίνουμε στο λεωφορείο που ήρθε μετά από 23 λεπτά. Το επόμενο έρχεται σε 39 λεπτά. Μες στο λεωφορείο στοιβαζόμαστε. Το λεωφορείο το παίρνουν οι φτωχοί άνθρωποι, εμείς που δεν οδηγούμε, εμείς που μας πήραν τις πινακίδες, εμείς οι φτωχοί άνθρωποι, εμείς οι πολύ νέοι, οι φοιτητές, οι εργαζόμενοι, εμείς οι συνταξιούχοι που δεν οδηγούμε πια ή δεν οδηγήσαμε ποτέ μας. Μέχρι να φτάσουμε στην δουλειά, δυο άνθρωποι καυγαδίζουν έντονα. Εξαπολύουν απειλές, βρισιές. Πέφτει λίγο ξύλο. Σκρολάρουμε στο Instagram ή αντιδρούμε με μια γκριμάτσα απογόητευσης ή με μια φωνή: ”σταματήστε!”
Δεν προλάβαμε να μαγειρέψουμε χθες. Φτιάχνουμε καφέ στην εσπρεσιέρα του γραφείου, από τις φθηνές τις κάψουλες του σούπερ μάρκετ. Σκεφτόμαστε τι να φάμε-ίσως και τίποτα, άσε, φάγαμε βαριά χθες, έχουμε κι ένα κανονισμένο κρασί το βράδυ. Είμαστε αξιοπρεπώς ντυμένοι, καθαροί, με το ρουζ μας ψηλά στα μήλα αλά sunkissed και ένα καλό κινητό και μπορούμε να απαντήσουμε καταφατικά στην ερώτηση «πήγες διακοπές φέτος;», αλλά τα λεφτά μας είναι τσίμα τσίμα. Είμαστε 10 ώρες τη μέρα εκτός του σπιτιού μας, μακριά από τον άνθρωπό μας ή τα παιδιά μας, το σκυλί μας, τα γατιά μας, απλώς για να μην είμαστε άστεγοι και να μην πεθάνουμε από την πείνα. Είναι αδύνατον να κάνουμε σοβαρή αποταμίευση, εκτός κι αν δεν βγαίνουμε σχεδόν καθόλου πια έξω.
Ανοίγουμε υπολογιστή, κάνουμε ό, τι είναι να κάνουμε μες στη μέρα. Στα social media πάλι τρώγονται. Γιατί κάποιοι είναι αντιδραστικοί, κάποιοι καταπιεσμένοι, άλλοι καταπιεστικοί, αρκετοί είναι νάρκισσοι και άλλοι υποκριτές, χιλιάδες δάχτυλα δείχνουν άλλα χιλιάδες δάχτυλα, κανείς δεν βλέπει το πρόσωπο κανενός. Μες στα δάχτυλα κι εμείς, έχουμε ανάγκη να γράψουμε την γνώμη μας, το αίσθημά μας, να πούμε κάτι έξυπνο και ευαίσθητο για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μιας πόλης που μοιάζει να μας αποστρέφεται, να μας διώχνει, να της ειμαστε καταναγκαστικό βάρος, με όλα αυτά τα υψηλά ενοίκια, τα μαγαζιά στους πεζοδρόμους γεμάτα τις περισσότερες φορές (απορίες, απορίες, απορίες). Και για την περιρρέυσα ατμόσφαιρα μιας χώρας για την οποία όλο ακούμε κι όλο βλέπουμε κι όλο νιώθουμε πως κάτι δεν πηγαίνει καλά.
Στις 24 του μήνα έχουμε μείνει με 35 ευρώ. Με ό, τι αυτό συνεπάγεται. Στο εξοχικό των γονιών μας στην Εύβοια εδώ και μέρες ξεβράζονται πνιγμένα αρνάκια και γουρουνάκια. Η Πάρνηθα των παιδικών μας χρόνων είναι αλλιώτικη, τώρα πια. Κι εκείνη η γιαγιά στις ειδήσεις που είπε: «Πάνε όλα, χάλασαν». Και το παιδί μας που τα άλλα παιδάκια τον κορόιδεψαν, τον είπαν «χοντρό αρχίδι» και τον χτύπησαν. Η μάνα της συναδέλφου μας δέχεται ρατσιστική επίθεση στα ΚΕΠ της γειτονιάς της, είναι μετανάστρια από την Αλβανία 30 χρόνια τώρα και συνεχίζει να νιώθει άβολα εδώ, σε αυτήν την χώρα. Σε αυτήν την χώρα που την σπείρανε αργιλέδες από Μύκονο μέχρι Κολωνάκι, που την σπείρανε μενού ντεγκουστασιόν και reality shows, σε αυτήν την χώρα που ο Αλκίνοος Ιωαννίδης είναι «νούμερο και φλώρος» και ο Αχιλλέας Μπέος «πρότυπο και μάγκας».
Το απόγευμα μπαίνουμε πάλι στο λεωφορείο.
Σαρδέλες πάλι, το πρόσωπό μας ένα με των «λιγότερο άριστων», όχι αυτό το λαμπερό των κοριτσιών στο Tik Tok, στο δικό μας πρόσωπο δεν πιάνουν τα τρικ και οι τεχνικές για πιο ξεκούραστο βλέμμα, ένας άστεγος έξω από το παράθυρο βάζει χέρι στα σκουπίδια, πιο κάτω μικρά παιδάκια Ρομά επαιτούν με τα ταμπούρλα στο χέρι, υπενθυμίζοντας την ζωή την άδικη, την όμορφη την που δεν μας ρωτά. Στο σπίτι, έχουμε δουλειές, το σπίτι φαντάζει πάντα βρόμικο όσο κι αν καθαρίζουμε, είναι στενοχωρημένο κι αυτό, τα φυτά στις γλάστρες και τις ζαρντινέρες έξω είναι κατηφή, οι πυρκαγιές άπλωσαν την λύσσα τους και το κακό τους μικρόβιο στον αέρα της πόλης, έφτασε μέχρι κάτω, μέχρι μέσα η καταχνιά. Η ζωή μάς είναι φόρτωμα. Κατανοούμε ότι είναι πολύ ζόρικη υπόθεση η ζωή κι αναρωτιόμαστε τι έκαναν οι πρόγονοί μας: στα σπήλαια, στον Μεσαίωνα, χωρίς ντεπόν και ζανάξ, στην Κατοχή χωρίς e-food 1+1 και Netflix κάψιμο ως το πρωί. Αναρωτιόμαστε τι κάνουν οι σύγχρονοί μας, σε άλλες χώρες από τις οποίες λίγες ώρες μόνο μας χωρίζουν με το αεροπλάνο: Ουκρανία, ας πούμε. Και άλλες, και άλλες, και άλλες.
Σε πόλεμο κι εμείς, με τους εαυτούς μας. Ποιοι είναι όλοι εκείνοι που ψηφίζουν τον φασισμό; Τι ψωνίζουν από την λαϊκή, πώς συγκινούνται σε ένα παλιό τραγούδι, πώς πονά η μέση τους; Πόσο ξένοι μάς είναι; Τι κάνουν οι μάνες των δολοφονημένων; Του Αλέξη, του Παύλου, του Ζακ, του Άλκη, του Μιχάλη; Κι οι μάνες των παιδιών από το τρένο, στα Τέμπη; Κι η μάνα του Αντώνη από το καράβι, που τον έριξαν επειδή νόμισαν, λέει, πως είναι Πακιστανός; Πόσο γραφική είναι στα μυαλά όλων η απλή προτροπή της καλοσύνης; Δεν αρκεί να είμαστε καλοί, δεν μας αρκεί πια, δεν μας χωράει καν. Να είμαστε καλοί, αλλά με τους δικούς μας. Εγώ με τους συντρόφους μου, εσύ με τους δικούς σου, αυτή με τους δικούς της, αυτός με τις δικές του, εμείς με τους δικούς μας, εσείς με τους δικούς σας, αυτοί με τους δικούς τους, αυτές με τις δικές τους. Τα φασιστάκια, οι άριστοι, οι φεμινίστριες, οι ίνσελ, οι μάτσο, οι οπαδοί της ΝΔ, οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ, οι φανατικοί του Τσίπρα, οι αδικημένες, οι εργατοπατέρες, οι συνδικαλιστές, οι φραγκάτοι, οι χαζογκόμενες, οι φασέοι, οι πολιτικά ορθοί, οι άλλοι, οι άλλοι, οι άλλοι!
Γύρω από λάκκους που ξεβράζουν αίμα και κόκαλα, διάφοροι καλούν διάφορους να συνασπιστούν για να είναι στη σωστή πλευρά της ιστορίας, γιατί έχουν το δίκιο με το μέρος τους, γιατί εκείνοι ξέρουν και μπορούν να μας σώσουν και δια της σωτηρίας μας να σωθούν κι αυτοί. Μέσα μας, μια πληγή μένει πάντα ανοιχτή-η απολύτως ολόδική μας ιδιωτική ζωή που μάς τρέχει κάθε μέρα. Η μάνα μας στο νοσοκομείο, ο άντρας μας στον κόσμο του, η αϋπνία μας, τα κιλά μας, ο τσακωμός με τον κολλητό μας, το παιδί μας που μας είπε μαλάκες, η διαχειρίστρια που μας τα πρήζει, τα πάντα που κοστίζουν ακριβά, η αναζήτηση του τι αξίζει ακόμα σε αυτόν τον κόσμο, τα ψυχοσωματικά μας, τα πεσμένα μας βυζιά. Κι άντε να τα πούμε, όσο οι άλλοι πνίγονται, σφάζονται, καίγονται, σπρώχνονται. Κι άντε να γκρινιάξουμε εμείς που δεν παίρνουμε 850 ευρώ το μήνα, παίρνουμε 1.400 αλλά πάλι δεν φτάνουν, πόσα φτάνουν, πόσα επιτέλους θα είναι αρκετά;
Πασίγνωστοι δημοσιογράφοι φωτογραφίζουν με ζουμ τοξικοεξαρτημένες ψυχές με μώλωπες στα κορμιά, με βρόμικα ρούχα, πεθαμένες φάτσες, πλάσματα εντελώς διαλυμένα. Μας μαλώνουν προκαταβολικά: μην κι ενοχληθούμε από το θέαμα. Είναι ενοχλητικό, πια, να ενοχλούμαστε από τα πάντα. Να υστεριάζουμε. Να υπερβάλλουμε. Να θυματοποιούμαστε υπερβολικά όλη την ώρα, να καταστροφολογούμε, να τα παίρνουμε όλα τοις μετρητοίς, να νομίζουμε πως εμείς, μόνο εμείς έχουμε να παλέψουμε με θηρία και με φόρους και με σκατένιες κυβερνήσεις.
Όμως, έτσι νιώθουμε. Κάτι ύπουλο, πηχτό, δηλητηριώδες κοντεύει να μας βγει από αυτιά και ρουθούνια, όπως στα θρίλερ. Δεν έχουμε πεθάνει ακόμα, αν είχαμε πεθάνει δεν θα γράφαμε για θανάτους, οι πεθαμένοι δεν αντιδρούν, δεν νιώθουν, και δεν είμαστε μόνο εμείς που γράφουμε, είστε εσείς που σώζετε ζώα, εσείς που χαμογελάτε στην κλαμμένη ταμία, εσείς που σας περισσεύουν αγκαλιές, υλικές βοήθειες, πρόθυμα αυτιά ν’ ακούσουν πόνους, σπίτια ανοιχτά, καρδιά όχι κατάμαυρη ακόμα.
Όμως, πεθαίνουμε. Λιγοστεύουμε. Κατατρωγόμαστε. Απογοητευόμαστε. Οι παλιοί είχαν ελπίδα. Τρώγαν κουρκούτι κι είχαν να προσδοκούν. Εμείς, οι γνωστικότεροι, οι τεχνολογικότεροι, οι μοντερνότεροι, τα έχουμε διαλύσει όλα. Η φενάκη της δημοκρατίας καταρρέει. Όλα κρέμονται από μια χλωμή κλωστή παρεξήγησης, -ισμού, παροξυσμού. Ο ολοκληρωτισμός ξεπετιέται πλέον κι από πλευρές πυο δεν θα φανταζόμασταν ποτέ. Ο έρωτας μοιάζει πιο χάρτινος, πιο ψεύτικος από ποτέ. Κι όμως, η μόνη γιατρειά κι ελπίδα σήμερα, σε αυτήν την βουλιαγμένη στον βούρκο εποχή, με τις διαψευσμένες ελπίδες και την συλλογική χαρά που δε λέει να κλείσει τα συλλογικά μας τραύματα, γιατί απλώς δεν υφίσταται. Μόνο ερωτευμένος κανείς μπορεί να αντέξει όλα αυτά. Να ζούμε για έναν έρωτα. Ή για την οικογένεια που φτιάξαμε με αυτόν, με τα σπλάχνα μας. Να ζούμε, γιατί πεθαίνουμε.
Κι οι τελευταίοι των μοϊκανών της αισιοδοξίας, της μη καταστροφολογίας, της μη μιζέριας, της δόξας, της χαράς της ζωής, στέκουμε αμήχανοι. Ω, ελάτε, παραδεχτείτε το. Κι ο πιο βολεμένος των βολεμένων να είστε, ο πιο προνομιούχος των προνομιούχων, παραδεχτείτε το: έχετε αρχίσει να νιώθετε κι εσείς άβολα, κι εσείς μουδιασμένοι, κι εσείς φοβισμένοι.
Εσείς, που ξυπνάτε το πρωί να πάτε δουλειά. Στο στρώμα που βρίσκεται στο κρεβάτι που βρίσκεται στο ένα από τα δύο ή τρία ή πέντε δωμάτια του σπιτιού σας που βρίσκεται στην Κυψέλη, στον Κορυδαλλό, στο Παγκράτι, στο Μοσχάτο, στην Αργυρούπολη. Χθες το βράδυ, δεν κάνατε έρωτα, κοιμηθήκατε πλάι του, πλάι της, κουρασμένοι, σχεδόν ευτυχισμένοι και, μάλιστα, ντραπήκατε ελαφρώς για την ευτυχία αυτή, για το ολόκληρό σας, το στεγνό σας, το χλωρό σας, σε καιρούς που οι φίλοι σας και οι γιαγιάδες σας, οι συμπατριώτες και οι συνάνθρωποί σας καίγονται, πνίγονται, μένουν μισοί.
*«Πεθαίνουμε σαν χώρα» αντί «Πεθαίνω σαν χώρα», τον τίτλο του μεγαλειώδους θεατρικού έργου του Δημήτρη Δημητριάδη. Ας δούμε ένα απόσπασμα:
«Εγώ δε θέλω να ’μαι χώρα. Δεν είμαι χώρα. Δε θέλω να είμ’ αυτή η χώρα. Αυτή η χώρα είναι νεκρόφιλη, γεροντόφιλη, κοπρολάγνα, σοδομίστρια, πουτάνα, μαστροπός και φόνισσα. Εγώ θέλω να είμαι η ζωή, θέλω να ζήσω, θα ’θελα να ζήσω, θα ’θελα να μπορούσα να ζήσω, θα ’μουν ευτυχισμένη τώρα αν ήθελα να ζήσω… όμως αυτή η χώρα δε μ’ αφήνει να το θέλω, δε μ’ αφήνει να είμαι η ζωή, να δίνω τη ζωή.»