Η λέξη “λογοκρισία” κουβαλάει βάρος — πολιτικό, νομικό, ηθικό. Στις ΗΠΑ, το Σύνταγμα (Πρώτη Τροπολογία) προστατεύει την ελευθερία της έκφρασης· αλλά αυτή δεν είναι πανάκεια, ούτε χωρίς όρια. Υπάρχουν διεξοδικοί περιορισμοί: δημόσιο συμφέρον, δυσφήμηση, λόγος μίσους, obscenity (“ακατάλληλο”, “ανάρμοστο”) υπό ορισμένες συνθήκες. Επίσης, η ιδιοκτησία μέσων, τα οικονομικά συμφέροντα, η πολιτική πίεση, όλα λειτουργούν ως έμμεσες μορφές αυτολογοκρισίας ή εξωτερικής λογοκρισίας.
Σε πολλές περιπτώσεις, η λογοκρισία δεν είναι “το κράτος να απαγορεύει με νόμο”, αλλά “το κράτος να απειλεί ρυθμιστικά”, ή “ιδιώτες/εταιρείες να συνεννοούνται” ή να συμπεριφέρονται με τρόπους που περιορίζουν την ελευθερία λόγου, για παράδειγμα, όταν ένας Ρυθμιστικός Οργανισμός (όπως η FCC) επισημαίνει ότι κάποια μετάδοση “δεν εξυπηρετεί το δημόσιο συμφέρον”, ή όταν ένας σταθμός απειλείται με ποινές ή απόσυρση άδειας.
Η ελευθερία της έκφρασης στις ΗΠΑ έχει γίνει πεδίο μάχης, ειδικά στις εποχές της πόλωσης. Πολιτικοί ηγέτες βλέπουν τα μέσα ως “εχθρούς” ή “ενόχους”, οι καλλιτέχνες και οι κωμικοί ως στόχοι για σκληρή κριτική. Οπότε κάθε φορά που κάποιος υπερβαίνει κάποια “γραμμή” (είτε λόγω πολιτικού κόστους είτε λόγω φόβου του backlash) υπάρχει η πιθανότητα να “κοπεί” ή να λογοκριθεί.
Η περίπτωση του Jimmy Kimmel είναι ένα είδος ορόσημου για το που μπορεί να φτάσει η λογοκρισία υπό την πίεση πολιτικών και ρυθμιστικών φορέων. Ας δούμε τα στοιχεία — και μετά τις συνέπειες.
Τι συνέβη
Ο Jimmy Kimmel, στο show του “Jimmy Kimmel Live!” έκανε ένα σχόλιο στο μονόλογό του σχετικά με το πως κάποιοι στο κίνημα MAGA (Make America Great Again) “προσπαθούν να κεφαλαιοποιήσουν” το φόνο του Charlie Kirk. Το σχόλιο προκάλεσε αντίδραση από τον Brendan Carr, πρόεδρο της FCC, που υπενθύμισε ότι οι σταθμοί με άδειες εκπομπής έχουν υποχρεώσεις απέναντι στο “public interest” (δημόσιο συμφέρον). Υπάρχει έντονη συζήτηση αν ο λόγος του Kimmel παραβίαζε κάποιες υποχρεώσεις ή αν ήταν επιτρεπτός σχολιασμός πολιτικών καταστάσεων. Ορισμένοι σταθμοί-συγκαταβάτες (ABC affiliates), κυρίως υπό το ιδιοκτησιακό καθεστώς εταιρειών όπως η Nexstar, απείλησαν να αποσύρουν την εκπομπή ή αρνήθηκαν να τη μεταδώσουν.
Τελικά, η ABC ανακοίνωσε “απεριόριστη αναστολή” (indefinite suspension) της εκπομπής “Jimmy Kimmel Live!” ως αποτέλεσμα αυτής της πίεσης. Η ACLU (American Civil Liberties Union) αντέδρασε, χαρακτηρίζοντας την κίνηση ως παραχώρηση απέναντι σε εκφοβιστικές πιέσεις και κίνδυνο για την ελευθερία του λόγου.
Ακόμη κι αν ο λόγος του Kimmel ήταν προκλητικός ή κριτικός, υπάρχει η ερώτηση κατά πόσο η πίεση από την FCC ή από ιδιοκτήτες σταθμών καταλήγει σε “government coercion” — δηλαδή, το κράτος/ρυθμιστικοί φορείς να κάνουν πίεση σε ιδιωτικά μέσα να αυτολογοκριθούν ή να αποσύρουν περιεχόμενο. Το “public interest” είναι ένας ευρύς και κάπως θαμπός όρος· ποιος καθορίζει τι είναι στο δημόσιο συμφέρον; Πού τελειώνει η ελευθερία της έκφρασης και πού ξεκινά η ευθύνη των μέσων να μη διασπείρουν παραπληροφόρηση ή ρητορική που υποκινητικά υπονοεί βία ή ευνοεί πόλωση. Η πιθανότητα “chilling effect”, δηλαδή αν ένα show όπως του Kimmel κινδυνεύει με αναστολή μόνο επειδή έκανε μια πολιτική δήλωση, σημαίνει ότι πολλοί παρουσιαστές και δημοσιογράφοι θα αυτολογοκριθούν στο μέλλον, φοβούμενοι συνέπειες. Αυτό χτυπά στην καρδιά της δημοκρατίας: η δυνατότητα να αμφισβητείς, να γελάς με τα ισχυρά, να θίγεις ευαίσθητα θέματα.
Αυτό που η περίπτωση Kimmel αποκαλύπτει
Ιδιοκτησία μέσων και οικονομικές πιέσεις: Οι μεγάλες εταιρείες μέσων (μαζικά κανάλια, σταθμοί με μεγάλο δίκτυο affiliates) δεν είναι ανεξάρτητοι θεσμοί· εξαρτώνται από άδειες εκπομπής, από ρυθμιστικές εγκρίσεις, από διαφημίσεις, από πολιτική και θεσμική επιρροή. Όταν υπάρχει πίεση, η απόφαση να αναστείλεις ένα show μπορεί να προέρχεται όχι μόνο από την ηθική κρίση, αλλά από φόβο απώλειας αδειών ή προστίμων. Στην περίπτωση Kimmel, το ζήτημα της “public interest” και της πιθανότητας κινδύνων για την άδεια αποτέλεσαν μοχλούς πίεσης.
Πολιτική ατμόσφαιρα και πόλωση: Η πολιτική πόλωση καθιστά τον λόγο πολύ πιο επικίνδυνο· κάθε σχόλιο μπορεί να ερμηνευτεί ως επίθεση ή ως μεροληπτικός. Η πολιτική κατεύθυνση των regulator agencies – ποιος διορίζει τους προέδρους της FCC, ποια είναι η κομματική τους σύνδεση – γίνεται κρίσιμη.
Ο δημόσιος διάλογος και τα όρια του σατιρικού/κωμικού λόγου: Το late night show δεν είναι ειδησεογραφία· είναι ψυχαγωγία, σάτιρα, σχολιασμός. Η κοινωνία πρέπει να αποφασίσει πόσο ανοικτή θα είναι στο χιούμορ που βάζει μέσα πολιτική, συγκρούσεις, αντιπαραθέσεις, ακόμη κι όταν αυτό πατάει στα όρια της ευαισθησίας.
Καθώς γράφω αυτά και κοιτάζω την αμερικάνικη σκηνή, σκέφτομαι: πόσο έχουμε φτάσει να μετράμε τη λογοκρισία με όρους “αν ήταν νόμος” αντί “αν ήταν ατμόσφαιρα φόβου”; Πόσο έχει κυριαρχήσει η αυτολογοκρισία; Και τι μένει από τη δυνατότητα της τέχνης/της σάτιρας να προκαλεί, να ταράζει, στοιχεία που είναι ζωτικά αν θες να διατηρήσεις μια ζωντανή δημοκρατία.
Η υπόθεση του Kimmel είναι ένας καθρέφτης που δείχνει ποιοι φοβούνται την ελευθερία του λόγου — όχι γιατί έχει κανείς να κρύψει κάτι, αλλά επειδή η ακρότητα των ανταγωνιστικών αφηγημάτων μπορεί να καταλήξει να σε “κατηγορήσει” αν μιλήσεις.
Λοιπόν, για να το πούμε όπως είναι: η Αμερική, η χώρα της «ελευθερίας του λόγου», έχει αρχίσει να παίζει το αγαπημένο της παιχνίδι — «μίλα, αλλά πρόσεξε μην ενοχλήσεις κανέναν με εξουσία, αλλιώς εσύ θα πληρώσεις το λογαριασμό». Απολογίες, αποζημιώσεις, κομμένα επεισόδια, χαμηλωμένα κεφάλια: το νέο manual της σάτιρας σε μια χώρα που κάποτε καμάρωνε για την First Amendment.
Και ξέρετε κάτι; Κανείς στο Hollywood ή στα media δεν έχει όρεξη να βάλει το κεφάλι του στον ντορβά. Γιατί να το κάνεις άλλωστε; Αφού μπορείς απλώς να σωπάσεις. Σωπαίνεις, δεν μπλέκεις, δεν δίνεις «πάτημα στους haters». Και τελικά; Δεν λες τίποτα. Welcome to the golden age of… silence.
Ακόμα και το South Park (οι αιώνιοι έφηβοι της αμερικανικής τηλεόρασης) έκαναν πρεμιέρα με τον Χριστό να λέει «Θες να καταλήξεις σαν τον Colbert;». Και όταν τόλμησαν να τρολάρουν τον Charlie Kirk, πριν δολοφονηθεί, το επεισόδιο εξαφανίστηκε από το Comedy Central σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ευτυχώς που υπάρχει το streaming, γιατί αλλιώς θα το έπαιζαν μόνο σε VHS από το υπόγειο.
Και ναι, δεν είμαστε ακόμα Ορμπάν, ούτε Πούτιν, ούτε Ερντογάν. Εκεί τα κάνουν με τον δύσκολο τρόπο, με αστυνομία και φυλακές. Στην Αμερική, το κάνουν με το εύκολο: παγώνοντας σιγά-σιγά τον δημόσιο λόγο. Κάθε φορά που κόβεται μια εκπομπή, γεννιέται μια καινούρια νιφάδα φόβου.
Και το «κρύο» είναι αισθητό: ο σεναριογράφος του John Oliver, παίρνοντας Emmy, είπε ξερά «είμαστε χαρούμενοι να το μοιραστούμε με όλους όσοι γράφουν ακόμα πολιτική κωμωδία — όσο επιτρέπεται να υπάρχει». Ωραίο βραβείο παρηγοριάς για μια δημοκρατία που τρέμει τα ίδια της τα αστεία.
Μπορεί να φαίνεται υπερβολικό να φωνάζουμε «λογοκρισία» για τα late-night shows. Αλλά ας μη γελιόμαστε: για εκατομμύρια που δεν βλέπουν ποτέ ειδήσεις, αυτά τα shows ήταν οι μόνες τους ειδήσεις. Και τώρα; Σύντομα θα είναι reruns του Friends.
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.