Αν ο πολιτισμός είναι η μνήμη ενός λαού και η παιδεία η προοπτική του, τότε η έρευνα είναι το βλέμμα του προς τα μπρος — το άνοιγμα προς το αύριο. Η επιστροφή Τραμπ στον προεδρικό θώκο των Ηνωμένων Πολιτειών σηματοδοτεί αυτό ακριβώς: Μοιάζει να ήρθε να υπονομεύσει, να αποδομήσει και εν τέλει να ματαιώσει αυτό το βλέμμα. Να κλείσει τα μάτια ενός έθνους που όφειλε να κοιτάει μπροστά. 

Από την πρώτη ημέρα της προεδρίας του, η αντιπαλότητα του Τραμπ προς την επιστημονική κοινότητα και τις ανθρωπιστικές αξίες είνι εμφανής. Μία πολιτική που δεν θέλει να εμπνεύσει τον κόσμο, αλλά να τον παραχαράξει. Δε θέλει να κατανοήσει τη γνώση, αλλά να την εξοστρακίσει. Η λέξη “expert” γίνεται προσβολή, και η λέξη “fact” αποκτά ιδεολογικό φορτίο. Η αλήθεια έγινε διαπραγματεύσιμη — και οι αριθμοί υποψήφιοι για λογοκρισία. 

Η περικοπή δισεκατομμυρίων από την κρατική χρηματοδότηση της Εθνικής Επιστημονικής Ένωσης (NSF), των ομοσπονδιακών πανεπιστημίων και των ερευνητικών φορέων δεν είναι απλώς μια λογιστική επιλογή. Ήταν μια πολιτική δήλωση: “δεν σας χρειαζόμαστε”. Επιστήμονες παραιτήθηκαν. Πανεπιστήμια σιώπησαν. Ερευνητικά προγράμματα που αφορούσαν την κλιματική αλλαγή, τη δημόσια υγεία, τις κοινωνικές ανισότητες, τέθηκαν στο περιθώριο ή κατέληξαν στο αρχείο. 

Κι αν η έρευνα στερήθηκε χρημάτων, η παιδεία στερήθηκε ελευθερίας. Η διοίκηση Τραμπ επιδίδεται σε έναν ιδεολογικό πόλεμο κατά των δημόσιων σχολείων και υπέρ της πλήρους ιδιωτικοποίησης της εκπαίδευσης. Η λογική είναι απλή και ωμή: αν δεν μπορούμε να ελέγξουμε τη γνώση, τότε θα την αγοράσουμε κι αν δεν την αγοράσουμε, θα την ακυρώσουμε. Μέσα από τη συστηματική αποδυνάμωση των εκπαιδευτικών θεσμών, η παιδεία έγινε προϊόν — κι όχι δικαίωμα. 

Παράλληλα στον πολιτισμό η κατάσταση είναι εξίσου ζοφερή. Μουσεία, καλλιτεχνικά σχήματα, λογοτεχνικά προγράμματα και πολιτιστικές οργανώσεις υπέστησαν άμεσες ή έμμεσες επιθέσεις. Η ομοσπονδιακή στήριξη προς τον Εθνικό Οργανισμό Τεχνών και τον Οργανισμό Ανθρωπιστικών Σπουδών τίθεται επανειλημμένα υπό αίρεση. Οι πολιτιστικές επιχορηγήσεις βαφτίστηκαν “σπατάλη” από μια κυβέρνηση που δε νιώθει άνετα με την πολυφωνία, την έκφραση, τη διαφορετικότητα — ούτε καν με την Ιστορία. 

Βιβλία απαγορεύονται σε σχολικές βιβλιοθήκες, καλλιτέχνες διώκονται για το έργο τους, τα πανεπιστήμια στοχοποιούνταν για το περιεχόμενο των μαθημάτων τους. Μιλάμε ουσιαστικά, για έναν πολιτιστικό Μακαρθισμός με ψηφιακά μέσα και φανατισμένη βάση. Ένας πόλεμος κατά της σκέψης με όλα τα όπλα της εξουσίας. 

Και όμως, μέσα σε αυτόν τον ζόφο, υπάρχει αντίσταση. Υπάρχουν επιστήμονες που συνεχίζουν να μιλούν — και να γράφουν. Εκπαιδευτικοί που διδάσκουν με πείσμα. Καλλιτέχνες δε φιμώνουν τη φωνή τους. Την πρώτη τετραετία η αλήθεια δεν καταργήθηκε, τώρα όμως; Η κριτική σκέψη δεν εξαφανίστηκε κι η δημιουργία δεν υπέκυψε. Τώρα όμως είμαστε αντιμέτωποι με ένα ωστικό κύμα. 

Ακόμα κι επί προεδρίας Μπάιντεν είδαμε ένα έθνος που αμφισβήτησε την επιστήμη κατά τη διάρκεια μιας πανδημίας. Ένα σχολικό σύστημα που δεν εμπιστεύεται τους εκπαιδευτικούς του. Έναν λαό διχασμένο απέναντι στα ίδια του τα βιβλία. Η επιστροφή σε μια λογική “αντι-διαφωτισμού”, όπου η άγνοια παρουσιάζεται ως αυθεντικότητα και η ιδεολογία αντικαθιστά την τεκμηρίωση.  

Ο Τραμπ μισεί την κριτική, γιατί δεν αντέχει τον στοχασμό. Η τέχνη, η παιδεία και η επιστήμη είναι ακριβώς αυτό: χώροι στοχασμού. Μια κοινωνία που στοχάζεται, δύσκολα χειραγωγείται. Η προεδρία του Τραμπ δεν θέλει ενεργούς πολίτες, θέλει θεατές. Απλούς θεατές ενός show – με αυτόν στο κέντρο. Όμως όσο κι αν προσπάθησε, η ιστορία δεν σβήνει. Τα μουσεία, τα βιβλία, οι ταινίες, τα τραγούδια, οι διαλέξεις, τα podcast, οι μικρές ανεξάρτητες εκδόσεις – όλα αυτά κρατούν. Χωρίς παιδεία, πολιτισμό και έρευνα δεν υπάρχει αύριο. Μόνο μια αιώνια επιστροφή στο σκοτάδι. 

Το διακύβευμα δεν αφορά τους πόρους και τους θεσμούς, αλλά το ίδιο το φως. Η ελπίδα πως ο άνθρωπος μπορεί να πάει ένα βήμα παρακάτω. Να καταλάβει λίγο καλύτερα το σύμπαν, τον άλλον, τον εαυτό του. Ο Τραμπ επιχειρεί να θάψει αυτή την ελπίδα κάτω από μίσος, φόβο και ιδεολογική τύφλωση, αλλά το φως δε θάβεται εύκολα και όσο υπάρχουν άνθρωποι που γράφουν, που διδάσκουν, που ερευνούν, που δημιουργούν – τόσο θα υπάρχει και αντίσταση, μνήμη και προοπτική. 

Δεν ξέρουμε ακόμα αν οι ΗΠΑ μπορούν —ή θέλουν— να θεραπεύσουν αυτή την πληγή. Αυτό που ξέρουμε είναι πως όπως λέει ο ποιητής, «ό,τι αφήνεις πίσω σου σε ακολουθεί». Το μέλλον τίθεται ξανά σήμερα υπό αναστολή. Ο πολιτισμός όμως, η παιδεία και η έρευνα έχουν ένα προνόμιο: δεν πεθαίνουν εύκολα. “Κρύβονται”, υποχωρούν και περιμένουν τη στιγμή που θα τους ξαναδώσουμε χώρο. Τη στιγμή που δεν θα τους φοβόμαστε πια. Γιατί το φως δεν είναι ποτέ ήσυχο — αλλά είναι πάντα απαραίτητο.

 

 

 Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.