Οι μεγάλες πίστες συνεχίζουν να υφίστανται και να προσελκύουν χιλιάδες άτομα, από κυρίους και κυρίες με πολυψήφια νούμερα προς ξόδεμα για ένα show off κάπως πιο προσαρμοσμένο, η αλήθεια είναι, στα μέτρα της εποχής, μέχρι πιτσιρίκια με δεκαπέντε ευρώ να μουλιάζουν στην παλάμη και να παλεύουν να πάρουν παραγγελία από το μπαρ της κακιάς ώρας στον πάνω εξώστη. Στα μαγαζιά αυτά, η κατάσταση έχει ξεφύγει εδώ και πολλά χρόνια-νορμάλ άνθρωπος που θέλει να ακούσει, ρε αδερφέ, τα 5 σουξέ του Οικονομόπουλου που γουστάρει, unapologetically, δεν στέκεται εκεί μέσα. Είναι σόου, δεν είναι μπουζούκια, οι άνθρωποι ποδοπατιούνται σαν πρόβατα, στα τραπέζια παθαίνεις αγκύλωση, αυτό δεν-μπορεί-να-είναι-ακριβώς-διασκέδαση.
Μα αυτό είναι άλλο θέμα. Πάμε στα μικρότερα stages, πάμε στις μουσικές σκηνές και πάλκα αυτής της κατακαημένης χώρας, όπου ταλαίπωροι/υπερήφανοι/καταπληκτικοί/μέτριοι αρτίστες που ΔΕΝ είναι η Πάολα ή ο Ρέμος παίζουν αγαπημένα γνωστά, συνήθως, τραγούδια (ή δικά τους) για ένα πενηντάρικο πάνω κάτω. Παρασκευή βράδυ, ας πούμε. Έχετε βρεθεί ποτέ πάνω σε σανίδι; Να βγάλετε μια ομιλία, να παίξετε θέατρο, να πείτε ένα ή περισσότερα τραγούδια; Αν ναι, ξέρετε το συναίσθημα, ξέρετε το γλυκό κόψιμο γονάτων, το σύντομης διάρκειας σφίξιμο στην μέση του στήθους που απελυθερώνεται και πετάει λυτρωτικά μετά από λίγο. Ξέρετε το άγχος για το κοινό: αν θα τους αρέσει, αν θα κάνουν φασαρία, αν θα τους υποβάλλετε σεβασμό, αν θα συμβεί το από κοινού ταξίδι ακροατηρίου και stage-γιατί τα δύο αυτά από κοινού απογειώνονται, από κοινού αποθεώνονται και γκρουβάρουν.
Είναι μεγάλο σχολείο να έχεις παρουσιάσει τη δουλειά σου ή τον εαυτό σου σε κόσμο που σε κοιτάζει από κάτω, σιωπηλός, αυτηρός, έτοιμος να σε κρίνει, να πει πιο εύκολα πως δεν τ’ αρέσεις, παρά πως σε πάει και πως γουστάρει. Θέλει χιλιόμετρα διαδρομής για να κατορθώσεις να πάρεις τον αέρα του κοινού, κυρίως πρέπει να το γράφεις στ’ αρχίδια σου το κοινό, την ίδια ώρα που πρέπει να το νοιάζεσαι, να νιώθεις στοργικά απέναντι στα συναισθήματά του, να θες να του πεις ευχαριστώ του κοινού που κόπιασε να κοινωνήσει λίγα ψιχουλάκια από την ταπεινή σου τέχνη. Συγκεκριμενοποιώντας και στενεύοντας κι άλλο, επιτρέψτε μου να σας πω πως το να τραγουδάς σε ταβέρνα ή μαγαζί χωρητικότητας 60 ανθρώπων μια Κυριακή μεσημέρι, ένα Σαββατόβραδο, whatever, το να τραγουδάς εκεί πέρα Ξαρχάκο και Ζαμπέτα και ρεμπέτικα και άλλα γνωστά-κλασικά-παλιά-αγαπημένα άσματα είναι ένα από τα πιο ζόρικα μαθήματα που μπορεί να πάρει η ψυχή σου και να συνεχίσει να πορεύεται σε αυτόν τον κόσμο. Σου κατεβάζει την μύτη για πλάκα, σε ταπεινώνει κι αν είσαι μάγκας ή μάγκισσα σε διδάσκει τις αξίες της υπομονής, της υποκειμενικότητας και του “δεν πρέπει να τα παίρνουμε όλα σοβαρά”.
Ο κόσμος είναι αμείλικτος και συζητώντας τόσα χρόνια με μουσικούς έχω φθάσει σε συμπεράσματα σε σχέση με το ελληνόφωνο, παραδοσιακό, λαϊκό τραγούδι που πια έχει άξιους εκπροσώπους νεότατους, ικανότατους. Το κοινό στην Ελλάδα δεν είναι κοινό σεβαστικό-επιτρέψτε μου να έχω τραγουδήσει δύο τραγούδια μόνο (αρκούσαν!) σε ένα bar reastaurant στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης, όπου με έκπληξή μου είδα ανθρώπους να παύουν να τρώνε για κάποια λεπτά, για να ακούσουν, είδα περαστικούς να χαμηλώνουν την ένταση της ομιλίας περνώντας απ’ έξω ή και να κοντοστέκονται. Στην Ελλάδα, το κοινό πληρώνει, απαιτεί, διεκδικεί, φωνασκεί, θέλει προτεραιότητα στην περιποίησή του, έχει παραγγελιές, ξέρει και λίγο καλύτερα από τον ψήστη πώς φτιάχνεται η πανσέτα, ξέρει λίγο καλύτερα από την σερβιτόρα πώς παίρνεται η παραγγελία και, ασυζητητί, “ο μπουζουξής καλός, αλλά αν ήθελα εγώ να το συνεχίσω το μπουζούκι σήμερα θα’μουνα, άσε πού θα’μουνα”. Και, ναι, κάνω τσουβάλιασμα και γενίκευση, σιγά μην είναι έτσι συλλήβδην το ελληνικό ακροατήριο και κοινό, αλλά, ελάτε τώρα, ας παραδεχθούμε το νοσηρό κάποιων συμπεριφορών που όλες και όλοι αναγνωρίζουμε συχνά σε ανθρώπους γύρω μας.
Δυο μικρές ιστορίες από προσωπικά μου πάλκα
Χαμάμ, Πετράλωνα, εμφανίσεις με Βασίλη Λέκκα και καταπληκτικούς μουσικούς, χειμώνας 2022-2023. Τους έχω ξαναδεί, κάθονται πάντα πρώτο τραπέζι. Πρώτο τραπέζι πάλκο, και όχι πίστα, γιατί τι πίστα τώρα, λέμε. Έχουν ξανάρθει, είναι φίλοι και φαν του Βασίλη Λέκκα. Η κυρία και ο κύριος. Με το μπουκάλι τους. Τους καλούς τους τρόπους. Η κυρία με ξυραφιάζει με το βλέμμα της. Την πρώτη φορά σκέφτομαι ότι είναι κόμπλεξ μου, ότι είναι δικό μου πρόβλημα. Ότι έτυχε που δεν χειροκρότησε μόλις τελείωσε το τραγούδι μου. Ότι είναι απλώς έτσι η γυναίκα. Μέχρι που την είδα να ψιθυρίζει στον κύριό της καθώς τραγούδαγα κάτι και να γελά. Να με σκανάρει με το βλέμμα, να με χλευάζει. Επιδεικτικά να μην λέει να χτυπήσει μεταξύ τους τα χέρια της, παρά τα όσα. Εγώ τραγούδαγα (και) γι’ αυτήν και εκείνη δεν ήθελε να με βλέπει, της ήμουν απεχθής χωρίς να ξέρω τον λόγο. Ένιωσα προσβεβλημένη και πληγωμένη. Ώσπου, άρχισε να μη με νοιάζει γιατί την έβλεπα τακτικά: ευγενεστάτη με τον επιχειρηματία, τους σερβιτόρους, τους πάντες. Σε μένα, βλέμμα πάντα ειρωνικό, απαξιωτικό, ίσως με ελάχιστη ζήλεια, φθόνο, ανεξήγητη κακία. Νομίζετε υπερβάλλω; Αυτή τη στιγμή, κόβω χέρι δεξί πως γυναίκες αναγνώστριες οι οποίες τραγουδούν επαγγελματικά και διαβάζουν αυτές τις γραμμές, μειδιούν, μελαγχολικές Τζοκόντες και ταυτίζονται.
Κι άλλη μία πιο πρόσφατη, Foka Negra, Φωκίωνος Νέγρη, Παράσταση ΠεριΟπής, είναι η ώρα μου να ανέβω στη σκηνή μετά τα “ονόματα”, για να τους ξεκουράσω και λίγο, να πω μερικά τραγούδια που αγαπώ και τα συναφή. Η παρέα που κάθεται στο πρώτο τραπέζι δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται. Βρίσκει ευκαιρία να πει μεγαλοφώνως τα νέα της, να γελάσει δυνατά, να κάνει όσα κάνουν οι άνθρωποι όταν συναντιούνται σε χώρο που ΔΕΝ έχει ζωντανή μουσική. Γύρω τους, κόσμος δυσανασχετεί. Κάνω χιούμορ soft-δεν παύουν. Σταματώ να τραγουδώ και τους το απευθύνω κανονικά και με το νόμο: μπορείτε να μιλήσετε λίγο πιο χαμηλόφωνα; δεν ακούω από το μόνιτορ; Έπειτα, οι κύριοι ήθελαν να με μαλώσουν, έξω από το μαγαζί, και να μου πουν ότι ξεπέρασα το όριο. Η διασκεδάστριά τους ξεπέρασε το όριο. Όπως φαντάζομαι μπορεί να μου έλεγαν οι άλλες κυρίες που ήρθαν στην Κυψέλη το επόμενο Σάββατο, για ν’ ακούσουν τον φίλο τους τον Αμπαζή και τους προέκυψε και γυναικεία φωνή. Από το πρώτο τραπέζι πίστα πάιλι (μα τι σύμπτωση, βρε παιδί μου, αυτό το πρώτο τραπέζι!) δεν με άφησαν να τραγουδήσω, παρά ένα τους Σταμάτη Κραουνάκη που λέγεται ούτως ή άλλως α καπέλα-μια απολαυστική ησυχία στο μαγαζί που την φέρνει η απουσία οργάνων εν προκειμένω. Όλα τα άλλα μου κομμάτια, οι κυρίες (ιδίως η μία) επέλεξαν να τα πουν στην διαπασών, μαζί μου. Δεν άκουγα και πάλι το μόνιτορ, δεν μπορούσα να ερμηνεύσω όπως ήθελα. Προσοχή, δεν μιλάμε για αυθόρμητη στιγμή όπου όλο το μαγαζί γίνεται ένα και τραγουδάνε ένα σουξέ, ένα ρεφρέν, κάτι. Μιλάμε για γκαρίδες, μιλάμε για μπασίματα των κουπλέ πριν την ώρα τους ΔΥ-ΝΑ-ΤΑ. Πολύ δυνατά. Επέλεξα να μην ασχοληθώ, να μην δώσω άλλη αξία-τουλάχιστον πέρναγαν καλά και υπήρχε και μια απειροελάχιστη πιθανότητα να μην είχαν συνείδηση ότι με διαλύουν, με αποπροσανατολίζουν εντελώς. Ανάμεσά τους κι ένας κύριος, κοστουμάτος, με άχτι να φανεί μπον βιβάν. Τι ήταν να μπει στο μαγαζί ο φίλος μου ο Αλί ο μικροπωλητής και να αγοράσουν από αυτόν κάποιοι άλλοι πελάτες από κάτω τριαντάφυλλα και να μου τα δώσουν; Λεπτά αργότερα, ο κύριος από το πρώτο τραπέζι πίστα αγόρασε ολόκληρο το μάτσο από τριαντάφυλλα και το ακούμπησε ψυχρά και με καμάρι στο τραπέζι, προσφέροντάς το σπονδή στην ματαιοδοξία των δύο φωνακλούδων συνοδών του, οι οποίες αποτελούν τον εφιάλτη κάθε τραγουδιστή ή τραγουδίστριας, πιστέψτε με.
Τότε, λέω στο μικρόφωνο: «Μερικοί άνθρωποι είναι τόσο φτωχοί, που το μόνο που έχουν είναι χρήματα». Δεν είναι δικό μου αυτό, μα το είπα. Κατέβηκα από το πάλκο, έχοντας καρφωμένο το βλέμμα μου στις όμορφες φίλες μου, την Κρυσταλλία και την Κατερίνα, που μου έδιναν, χωρίς να το γνωρίζουν, κουράγιο ν’ αντέξω αυτό το όμορφο, παλλόμενο, πλην όμως ζόρικο γαμώτο λάιβ. Σκέφτηκα πάλι τι τραβούν αυτοί κι αυτές που μόνο από την μουσική βιοπορίζονται, που την ανεκδιήγητη κυρία με την γκαρίδα την έχουν περισσότερη ανάγκη από ό, τι την έχω εγώ, για να φάνε. Σφίχτηκε η καρδιά μου.
Αυτός είναι ο δεκάλογος του απολίτιστου ακροατή ζωντανής μουσικής ή, ίσως, για να το διατυπώσω ακριβέστερα,αυτά είναι δέκα σημάδια για να καταλάβετε αν αυτός που κάθεται δίπλα σας στην μουσική σκηνή ή στο μπαρ ή στην ταβέρνα όπου πρόκειται να ακούσετε λάιβ είναι ανίατη περίπτωση. Αν πιάνει κανείς 5 στα 10 και άνω, έχουμε σοβαρό πρόβλημα.
1.Ύφος πολλών καρδιναλίων, για τα 35 ευρώ μπουκάλι κρασιού από σούπερ μάρκετ που πρόκειται να του ανοίξει ο δόλιος ο σερβιτόρος, τον οποίο θεωρούν, ενίοτε, υπηρέτη τους.
2. Φασαριόζοι εξ αρχής. Δηλαδή μπαίνουν στον χώρο και δεν χαλαρώνουν, δεν περιμένουν τους μουσικούς. Αρχίζουν και λένε τα νέα τους.
3. Υπερβολικοί στις αντιδράσεις. Μπορεί κάτι να τους αρέσει πολύ. Θα κλάψουν δυνατά, θα βγάλουν κινητά κοντά στην μούρη των καλλιτεχνών, θα δείξουν ότι κατανοούν, ότι νιώθουν, ότι συμμετέχουν, θα σφυρίξουν.
4. Γομάρια εν γένει. Δεν θα σηκώσουν ευγενική παρατήρηση για συμμόρφωση. “Ο πελάτης έχει πάντα δίκιο” καρφωμένο στο θρασύ ή/και ηλίθιο βλέμμα τους.
5. Άνιωθοι. Όχι απλά θα ξεσπάσουν σε χαχανητά, αλλά θα το κάνουν στο σημείο που κορυφώνεται η αφήγηση του δράματος σε ένα κομμάτι. Το υπόλοιπο κοινό πάσχει πλάι τους.
6. Μιας που είπαμε “δίπλα τους”, συνήθως δίπλα τους κάθονται άνθρωπο που δυσανασχετούν, που δεν ξέρουν πώς να τους βάλουν στην θέση τους.
7. Δυστυχώς, ντρέπομαι τόσο που το γράφω, έχουν παρμένα θάρρητα από κάποιον εκ του πάλκου. Είναι φίλοι του τραγουδιστή, της κιθαρίστριας, πιθανώς και του μαγαζάτορα. Κι έτσι, από εκεί αντλούν δικαίωμα από μόνοι τους να φέρονται όπως τους γουστάρει.
8. Κάνουν παραγγελιές. Τολμούν και κάνουν παραγγελιές. Που δεν υπάρχει περίπτωση να ακούσουν γιατί ή θα μιλάνε δυνατά ή θα σκρολάρουν ανελέητα με το κινητό.
9. Όταν πιουν ένα ποτηράκι παραπάνω, το όλον χειροτερεύει ακόμα πιο πολύ. Πιο πολλή η τσιρίδα, πιο βαθύ το χαχάνισμα από τα σπλάχνα της ψυχής την ώρα που το άσμα λέει κάτι σε στιλ ‘πεθαίνω στου δρόμου την άκρη’, πιο πολλές οι απαιτήσεις, πιο πολύ το υφάκι.
10. Κάθονται πρώτο τραπέζι πίστα. Γιατί όλα τα ως άνω θέλουν να τα προσφέρουν ως θέαμα και στους καλλιτέχνες στη σκηνή και στον υπόλοιπο κόσμο. Τσίρκα!
Ανίατες περιπτώσεις, δυστυχώς. Για κάθε σεβαστικό ακροατή (που έχουμε μπόλικους, ευτυχώς), θα έχουμε και έναν απαράδεκτο π@π@ρα που δεν έχει ιδέα πού βρίσκεται, τι ακούει, γιατί βρίσκεται, αξιώνει την προσοχή και τον σεβασμό των γύρω του και ο ίδιος ούτε να τους φτύσει. Οι μουσικοί πληρώνονται κι αυτός/αυτή θα κάνει ό, τι γουστάρει, γιατί βγήκε για να περάσει καλά, γκέγκε;