Όσο μεγαλώνουμε, η αλήθεια είναι πως οι φίλοι μας λιγοστεύουν ή η σημασία τους στην ζωή μας αλλάζει όψη, βάθος, μέγεθος. Θες επειδή κάνουμε οικογένεις, θες επειδή δουλεύουμε πολύ και σκληρά, θες επειδή επενδύσαμε κάποτε κι εμείς στον έρωτα και περνάμε πια τα Σαββατοκύριακά μας στην αγκαλιά του/της. Οι φίλοι στα 30, στα 35, στα 40 δεν μπορεί να έχουν τον ίδιο ρόλο στην ζωή μας με αυτόν που είχαν στα 8, στα 12 και στα 18 μας. Οι φίλοι μας ήταν η πρώτη οικογένεια που διαλέξαμε, τα πρίσματά μας για να δούμε και να κατανοήσουμε την ζωή και τον κόσμο-εμάς τους ίδιους. Κάποιες παιδικές ή εφηβικές φιλίες τις παίρνει το κύμα, ο χρόνος. Άλλες μένουν και, συχνά, είναι ουσιαστικές, βαθιές και ιδιαιτέρως τρυφερές. Μεταμορφώνονται σε κουμπαριές, σε βαφτίσια, σε συγγενική σχέση κανονικά και με το νόμο.
Κι είναι κι εκείνες οι φιλίες που γεννώνται σε άλλες εποχές της ζωής μας: τα φοιτητικά χρόνια, την πρώτη δουλειά, τον στρατό. Ιερές κι αυτές, σπουδαίες. Μας συνοδεύουν στα πρώτα ενήλικα βήματα, στα ξενύχτια μας, στις επαγγελματικές μας κινήσεις, στις απφοάσεις ζωής μας για γάμους, μετακομίσεις, πατρότητες, μητρότητες. Ο φίλος δίνει δανεικά. Ο φίλος κάνει αγκαλιά μεγάλη. Ο φίλος ξενυχτά μαζί μας στο τηλέφωνο. Ο φίλος μάς καλεί σπίτι του, μας περιποιείται. Τον φίλο τον εμπιστευόμαστε, μοιραζόμαστε μαζί του τα μυστικά μας, ακούμε τα δικά του. Τον φίλο τον έχουμε ψηλά. Δεν μας χωρίζει τίποτα. Σχέση οικογενειακή, σχέση που δεν έχει να φοβηθεί το πάθος των ερώτων και την φθορά της ρουτίνας.
Η φράση «ο φίλος φαίνεται στα δύσκολα» μού κακοφαινόταν από τα παιδικά μου χρόνια
Ποια δύσκολα; Και πώς φαίνεται, δηλαδή; Τι κάνει; Έρχεται και παρηγορεί; Ναι, σημαντικό. Αλλά, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου, στα μαύρα, στα ζόρικα και στα ζοφερά και ο ξένος παρηγορεί. Ο άγνωστος. Ο περαστικός. Στις δύσκολες στιγμές μας πολλοί και πολλές είναι αυτοί που θα πουν μια παρηγορητική κουβέντα, πολλοί θα σπεύσουν να καθησυχάσουν πως όλα θα πάνε καλά και θα μοιραστούν κάποια συμβουλή που τους ζήτησες πάνω στη στενοχώρια σου-ή και αυτόκλητα.
Το θέμα είναι πώς συμπαρίστανται οι φίλοι στην χαρά, στην ευτυχία, στην επιτυχία των φίλων τους. Ας σκεφτούμε, κατά πρώτον, πώς εμείς στεκόμαστε πλάι στα ωραία και καλά των δικών μας ανθρώπων. Χαιρόμαστε; Γουστάρουμε; Ή μάς τσιμπά η κακιά, τρομερή σφήκα της ζήλιεας, του φθόνου, της αυτόματης σύγκρισης, της αυτολύπησης ότι εμείς δεν τα έχουμε καταφέρει εξίσου καλά; Η γενναιοδωρία στην φιλία (και γενικώς) είναι ύψιστη αρετή. Είναι πιο εύκολο να στέρξουμε τον φίλο που κλαίει κι έχει πιάσει πάτο θρηνώντας και οδυρόμενος, με μια αγκαλιά, ένα ποτήρι νερό, μια βόλτα στα μπουζούκια για ξελάσπωμα, ένα πατ-πατ στην πλάτη, μια ανθοδέσμη, ένα κέρασμα. Ας το παραδεχθούμε, Άλλωστε, «ο εγωιστής εαυτός μας μάς υπενθυμίζει ότι εμείς βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη ή ανάλογη θέση. Όταν, ωστόσο, συμβαίνει το αντίθετο, τότε είναι που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε κατάματα τους εσωτερικούς μας δαίμονες. Θέλει μαγκιά ν’ αγνοήσουμε έστω και για λίγο εκείνη την εγωιστική φωνούλα που μας ρωτά επίμονα «Εσύ πότε θα τα καταφέρεις;» και ν’ αφιερώνουμε όλη μας την ενέργεια και διάθεση για να συμμεριζόμαστε τη χαρά του άλλου και να τη βιώνουμε ολοκληρωτικά κι εμείς οι ίδιοι», όπως διάβασα στο e-motions.gr.
Θέλω τους φίλους μου στα γλέντια μου, στα ξενύχτια μου, στις κορυφές μου, στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου, στα λάιβ μου. Θέλω να με ρωτούν πώς περνώ με τους έρωτές μου, να αγαπούν όσους αγαπώ. Θέλω support στις προσπάθειές μου να πετύχω. Θέλω να γιορτάζουν μαζί μου, θέλω να γουστάρουν όταν με βλέπουν στις ομορφιές μου, όταν με φλερτάρει κάποιος, όταν μου πέφτουν λεφτά μια στις τόσες, όταν πάω ένα μεγάλο ποθητό ταξίδι, όταν ανακαινίζω το σπίτι μου, όταν μετακομίζω σε άλλο, μεγαλύτερο, όταν παίρνω αύξηση ή κλείνω μια γαμάτη δουλειά/συνεργασία. Θέλω τους φίλους μου (αλίμονο!) και στην βαριά φθορά μου, στην φάση πατώματος και μαυρίλας και θανατικού, ναι, πώς δεν τους θέλω; Αλλά, μεταξύ μας, στον πόνο κάποιοι προτιμάμε να το ζούμε και λίγο μόνοι. Να γλείφουμε πληγίτσες στο σκοτάδι, μέχρι να ανακάμψουμε. Στην χαρά, που πλημμυρίζει το στήθος, ποιος θέλει να είναι μόνος μωρέ; Στην χαρά να σας δω. Στα ωραία, στα σπουδαία, στα κεφαδόρικα, στα λαμπερά.
Και πρώτα πρώτα, θέλω κι εγώ να μπορώ να είμαι σωστή παραστάτισσα στα καλά των φίλων μου. Κι ας έχω χίλια προβλήματα. Η χαρά τους να διπλασιάζεται μέσα μου. Όπως ακριβώς κι η λύπη τους. Αλλά , να μωρέ, προτιμώ την χαρά. «Πειράζει;», που λέει κι εκείνος που αγαπώ.
Όσο μεγαλώνουμε, η αλήθεια είναι πως οι φίλοι μας λιγοστεύουν ή η σημασία τους στην ζωή μας αλλάζει όψη, βάθος, μέγεθος. Θες επειδή κάνουμε οικογένεις, θες επειδή δουλεύουμε πολύ και σκληρά, θες επειδή επενδύσαμε κάποτε κι εμείς στον έρωτα και περνάμε πια τα Σαββατοκύριακά μας στην αγκαλιά του/της. Οι φίλοι στα 30, στα 35, στα 40 δεν μπορεί να έχουν τον ίδιο ρόλο στην ζωή μας με αυτόν που είχαν στα 8, στα 12 και στα 18 μας. Οι φίλοι μας ήταν η πρώτη οικογένεια που διαλέξαμε, τα πρίσματά μας για να δούμε και να κατανοήσουμε την ζωή και τον κόσμο-εμάς τους ίδιους. Κάποιες παιδικές ή εφηβικές φιλίες τις παίρνει το κύμα, ο χρόνος. Άλλες μένουν και, συχνά, είναι ουσιαστικές, βαθιές και ιδιαιτέρως τρυφερές. Μεταμορφώνονται σε κουμπαριές, σε βαφτίσια, σε συγγενική σχέση κανονικά και με το νόμο.
Κι είναι κι εκείνες οι φιλίες που γεννώνται σε άλλες εποχές της ζωής μας: τα φοιτητικά χρόνια, την πρώτη δουλειά, τον στρατό. Ιερές κι αυτές, σπουδαίες. Μας συνοδεύουν στα πρώτα ενήλικα βήματα, στα ξενύχτια μας, στις επαγγελματικές μας κινήσεις, στις απφοάσεις ζωής μας για γάμους, μετακομίσεις, πατρότητες, μητρότητες. Ο φίλος δίνει δανεικά. Ο φίλος κάνει αγκαλιά μεγάλη. Ο φίλος ξενυχτά μαζί μας στο τηλέφωνο. Ο φίλος μάς καλεί σπίτι του, μας περιποιείται. Τον φίλο τον εμπιστευόμαστε, μοιραζόμαστε μαζί του τα μυστικά μας, ακούμε τα δικά του. Τον φίλο τον έχουμε ψηλά. Δεν μας χωρίζει τίποτα. Σχέση οικογενειακή, σχέση που δεν έχει να φοβηθεί το πάθος των ερώτων και την φθορά της ρουτίνας.
Η φράση «ο φίλος φαίνεται στα δύσκολα» μού κακοφαινόταν από τα παιδικά μου χρόνια
Ποια δύσκολα; Και πώς φαίνεται, δηλαδή; Τι κάνει; Έρχεται και παρηγορεί; Ναι, σημαντικό. Αλλά, έχει μαλλιάσει η γλώσσα μου, στα μαύρα, στα ζόρικα και στα ζοφερά και ο ξένος παρηγορεί. Ο άγνωστος. Ο περαστικός. Στις δύσκολες στιγμές μας πολλοί και πολλές είναι αυτοί που θα πουν μια παρηγορητική κουβέντα, πολλοί θα σπεύσουν να καθησυχάσουν πως όλα θα πάνε καλά και θα μοιραστούν κάποια συμβουλή που τους ζήτησες πάνω στη στενοχώρια σου-ή και αυτόκλητα.
Το θέμα είναι πώς συμπαρίστανται οι φίλοι στην χαρά, στην ευτυχία, στην επιτυχία των φίλων τους. Ας σκεφτούμε, κατά πρώτον, πώς εμείς στεκόμαστε πλάι στα ωραία και καλά των δικών μας ανθρώπων. Χαιρόμαστε; Γουστάρουμε; Ή μάς τσιμπά η κακιά, τρομερή σφήκα της ζήλιεας, του φθόνου, της αυτόματης σύγκρισης, της αυτολύπησης ότι εμείς δεν τα έχουμε καταφέρει εξίσου καλά; Η γενναιοδωρία στην φιλία (και γενικώς) είναι ύψιστη αρετή. Είναι πιο εύκολο να στέρξουμε τον φίλο που κλαίει κι έχει πιάσει πάτο θρηνώντας και οδυρόμενος, με μια αγκαλιά, ένα ποτήρι νερό, μια βόλτα στα μπουζούκια για ξελάσπωμα, ένα πατ-πατ στην πλάτη, μια ανθοδέσμη, ένα κέρασμα. Ας το παραδεχθούμε, Άλλωστε, «ο εγωιστής εαυτός μας μάς υπενθυμίζει ότι εμείς βρισκόμαστε σε πλεονεκτικότερη ή ανάλογη θέση. Όταν, ωστόσο, συμβαίνει το αντίθετο, τότε είναι που πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε κατάματα τους εσωτερικούς μας δαίμονες. Θέλει μαγκιά ν’ αγνοήσουμε έστω και για λίγο εκείνη την εγωιστική φωνούλα που μας ρωτά επίμονα «Εσύ πότε θα τα καταφέρεις;» και ν’ αφιερώνουμε όλη μας την ενέργεια και διάθεση για να συμμεριζόμαστε τη χαρά του άλλου και να τη βιώνουμε ολοκληρωτικά κι εμείς οι ίδιοι», όπως διάβασα στο e-motions.gr.
Θέλω τους φίλους μου στα γλέντια μου, στα ξενύχτια μου, στις κορυφές μου, στις παρουσιάσεις των βιβλίων μου, στα λάιβ μου. Θέλω να με ρωτούν πώς περνώ με τους έρωτές μου, να αγαπούν όσους αγαπώ. Θέλω support στις προσπάθειές μου να πετύχω. Θέλω να γιορτάζουν μαζί μου, θέλω να γουστάρουν όταν με βλέπουν στις ομορφιές μου, όταν με φλερτάρει κάποιος, όταν μου πέφτουν λεφτά μια στις τόσες, όταν πάω ένα μεγάλο ποθητό ταξίδι, όταν ανακαινίζω το σπίτι μου, όταν μετακομίζω σε άλλο, μεγαλύτερο, όταν παίρνω αύξηση ή κλείνω μια γαμάτη δουλειά/συνεργασία. Θέλω τους φίλους μου (αλίμονο!) και στην βαριά φθορά μου, στην φάση πατώματος και μαυρίλας και θανατικού, ναι, πώς δεν τους θέλω; Αλλά, μεταξύ μας, στον πόνο κάποιοι προτιμάμε να το ζούμε και λίγο μόνοι. Να γλείφουμε πληγίτσες στο σκοτάδι, μέχρι να ανακάμψουμε. Στην χαρά, που πλημμυρίζει το στήθος, ποιος θέλει να είναι μόνος μωρέ; Στην χαρά να σας δω. Στα ωραία, στα σπουδαία, στα κεφαδόρικα, στα λαμπερά.
Και πρώτα πρώτα, θέλω κι εγώ να μπορώ να είμαι σωστή παραστάτισσα στα καλά των φίλων μου. Κι ας έχω χίλια προβλήματα. Η χαρά τους να διπλασιάζεται μέσα μου. Όπως ακριβώς κι η λύπη τους. Αλλά , να μωρέ, προτιμώ την χαρά. «Πειράζει;», που λέει κι εκείνος που αγαπώ.