Μπορεί το βράδυ της έκτης Δεκεμβρίου ο Επαμεινώνδας Κορκονέας σαν καλός οικογενειάρχης (όπως διατυμπάνιζε ο κ. Κούγιας) να καθησύχασε τη γυναίκα και τα παιδιά του, «Φάτε, θ’αργήσω λιγάκι, κάτι μου έτυχε στη δουλειά», απόλυτα πεπεισμένος ότι θα επιστρέψει το ίδιο βράδυ στη θαλπωρή του σπιτιού του (που δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα), υπό τις προστατευτικές φτερούγες του άγραφου νόμου των σωμάτων ασφαλείας, που θεωρούσε ότι τον προστατεύουν. Όπως έχουν κάνει και στο παρελθόν. Άλλωστε η λίστα των αστυνομικών που αθωώθηκαν από δολοφονίες, δεν έχει τέλος. Ούτε τα θύματά τους. Ας θυμηθούμε ενδεικτικά κάποια ονόματα, όπως Ζακ Κωστόπουλος, Νίκος Σαμπάνης, Βασίλης Μάγγος, Νίκος Σακελλίων, Μιχάλης Καλτεζάς, Κατερίνα Γκουλιώνη, Εμπουκά Μαμασουμπέκ.
Από την άλλη, εκείνο το βράδυ σημάδεψε χιλιάδες παιδιά που με δάκρυα και ουρλιαχτά βγήκαν στους δρόμους και δεν επέστρεψαν για μέρες στα σπίτια τους. Ακόμα κι όταν επέστρεψαν δεν ήταν πια οι ίδιοι. Κάποιοι φάγανε ξύλο από τους αστυνομικούς, τους έσπασαν τα πλευρά και τους άνοιξαν τα κεφάλια. Δεκατριάχρονοι προσάχθηκαν στα τμήματα και δέχτηκαν σφοδρό μπούλινγκ στα κρατητήρια, χωρίς να τους επιτρέπεται για μέρες να δουν τους γονείς τους. Άλλοι λιποθύμησαν από δακρυγόνα, άλλοι έσπασαν την μισή Αθήνα από οργή, κι άλλοι κουβαλούσαν στην πλάτη ματωμένους τους φίλους τους, ή τους σήκωναν λιπόθυμους, εκφράζοντας με έναν βροντερό τρόπο το κοινό περί δικαίου αίσθημα, καταδεικνύοντας περίτρανα τον πολιτικό χαρακτήρα της συγκεκριμένης δολοφονίας. Ωστόσο, το περί δικαίου αυτό αίσθημα, στη συνέχεια προσβλήθηκε ξανά και ξανά στις αίθουσες δικαστηρίων.
Σήμερα, ο Επαμεινώνδας Κορκονέας δεκατέσσερα χρόνια μετά είναι αθώος, τουλάχιστον από νομικής πλευράς. Η αθώωσή του είχε προαναγγελθεί εδώ και 3 χρόνια, όταν έγινε σαφές ότι υπάρχει πρόθεση, από μέρος τουλάχιστον των αρχών να πέσει στα μαλακά. Το να αποφυλακιστεί ένας αστυνομικός ο οποίος αποδεδειγμένα σκότωσε με το υπηρεσιακό του όπλο ένα παιδί 15 ετών, είναι προφανώς σκανδαλώδες και είναι αναμενόμενο ότι μέρος της κοινωνίας το βρίσκει απαράδεκτο. Που παραδόξως, η αντίδραση του περιορίστηκε, αυτήν τη φορά, προκλητικά, μόνο σε κάποια post στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, και τίποτα παραπάνω. Πώς θα μπορούσε να ήταν διαφορετικά, όταν οι τέσσερις “λαϊκοι” δικαστές, κάποιοι από εμάς, τον απλό κόσμο, αναγνώρισαν το κρίσιμο ελαφρυντικό του πρότερου έννομου βίου στον Κορκονέα; Κι επειδή ο Κορκονέας δεν είναι η Πισπιρίγκου, η είδηση δεν πήρε στα media τη διάσταση (και την κριτική) που θα έπρεπε να της αρμόζει. Άραγε, θα ευαισθητοποιηθεί ο Άρειος Πάγος;
«Αθώοι οι αστυνομικοί για τη δολοφονία Σακελλίωνα, αθώοι οι αστυνομικοί για τη δολοφονία του Ζακ, αθώος ο Σαραλιώτης για τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου, εκτός φυλακής ο Κορκονέας και μέσα στη φυλακή ο Γιάννης Μιχαηλίδης, απεργός πείνας επί 36 ημέρες, παρόλο που έχει εκτίσει την ποινή του. Είναι δυνατόν να μην υποκλιθώ στην ελληνική “Δικαιοσύνη”;», έγραψε ο Γιώργος Θαλάσσης -γυμνασιάρχης του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στη Σχολή Μωραΐτη- στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, μετά την λήψη της δικαστικής απόφασης.
Η απόφαση αυτή δεν έρχεται σε ιστορικό κενό. Η αντίδραση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας έχει να κάνει με την κοινωνική ανάμνηση μιας σειράς περιστατικών, δικών τα τελευταία χρόνια, στις οποίες εμφανίζεται ένα μοτίβο: η ελληνική δικαιοσύνη φαίνεται να μην εξαντλεί την αυστηρότητά της σε περιστατικά όπου τα θύματα ανήκουν σε ευπαθείς κοινωνικές ομάδες και οι θύτες είναι είτε κρατικά όργανα είτε «τυπικοί, καθημερινοί πολίτες». Ειδικά ως προς το τελευταίο, το ελαφρυντικό του άρθρου 84 παρ. 2 α’, το οποίο τροποποιήθηκε το 2019, δίνει έμφαση στον «πρότερο έννομο βίο» και όχι έντιμο, κάνοντας την υπεράσπιση εγκλημάτων από κατά τ’ άλλα «καθώς πρέπει» άτομα, ακόμα ευκολότερη.
Η ανάμνηση της ιδιαίτερα προνομιακής μεταχείρισης των δολοφόνων του Ζακ, των τόσων περιστατικών γυναικοκτονιών, ή η έναρξη της διαδικασίας ελάφρυνσης των ποινών των μελών της Χ.Α, δείχνει αν μη τι άλλο, μια τάση χαλάρωσης των ποινών όταν οι δίκες είναι πολιτικά φορτισμένες.
Και ναι, αυτές οι δίκες έχουν πολιτική σημασία. Μπορεί στην Ελλάδα να μην αναγνωρίζεται σαφώς η «πολιτική δίκη», αλλά είναι εμφανές σε όλους, ότι πολλές δίκες έχουν πολιτική βαρύτητα, καθώς πολιτική πάνω απ’ όλα είναι η ενασχόληση με τις αντιθέσεις και τις αντινομίες της κοινωνίας. Και ναι, όλες αυτές οι δίκες είναι πολιτικές γιατί αφορούν φλέγοντα ζητήματα της εποχής μας: τον ρατσισμό, την αστυνομική αυθαιρεσία, τον σεξισμό και την καθημερινή του βία, κοκ.
Όμως η αντίδραση, τόσο σε αυτό το ζήτημα όσο και σε ζητήματα ανάλογα, που ζητά την «αυστηροποίηση των ποινών» αν και λογική, δεν είναι πάντα η βέλτιστη, καθώς οι ποινές, όταν εφαρμόζονται, δημιουργούν δικαστικό προηγούμενο. Είναι μακροπρόθεσμα οδηγός για την μελλοντική ερμηνεία του Νόμου και για την επιβολή ποινών. Τα προοδευτικά κινήματα της χώρας, εδώ και δεκαετίες παλεύουν για τα δικαιώματα των κρατουμένων, για την κριτική του θεσμού της φυλακής ως έχει, για την μείωση των ποινών και την δημιουργία προγραμμάτων βοηθητικών για την ένταξη στην κοινωνία, την μείωση του στίγματος. Ταυτόχρονα, αυτός ο ίδιος κόσμος ζητάει σε υποθέσεις όπως του Γρηγορόπουλου ή του Ζακ, οι «ένοχοι να σαπίσουν στην φυλακή». Τι συμβαίνει όμως πραγματικά; Έχουμε μια αντίφαση;
Υπό μια έννοια ναι! Θα πρέπει να αποφασίσουμε αμετάκλητα τι είναι σημαντικότερο, η μείωση των ποινών ή η αυστηροποίησή τους; Το πρώτο έχει να κάνει με την βελτίωση των συνθηκών στις φυλακές γενικότερα και με ένα πέρασμα σε άλλα μοντέλα «σωφρονισμού». Το δεύτερο αφορά σίγουρα την βεβαίωση ότι «τα ισόβια θα είναι ισόβια» και ότι τα κατά καιρούς όργανα της τάξης, όταν εγκληματούν θα γνωρίζουν πολύ αυστηρές, παραδειγματικές ποινές.
Η ανάγκη για αυτές τις παραδειγματικές ποινές στα εγκλήματα οργάνων της τάξης ή μέλη προνομιακών κοινωνικών ομάδων, σχετίζεται με την εμπεδωμένη – και απολύτως ορθή – πλέον αίσθηση ότι η Δικαιοσύνη εθελοτυφλεί και έτσι ουσιαστικά επιτρέπει σε “κάποιους” να αυθαιρετούν, να επιτίθενται, να εγκληματούν και μετά να γλιτώνουν. Μακροπρόθεσμα αυτό οδηγεί και σε μια απώλεια εμπιστοσύνης του κόσμου προς την Δικαιοσύνη γενικότερα.
Όμως η έξοδος από αυτή την αντίφαση, από την προνομιακή μεταχείριση κάποιων που προκαλεί το κοινό περί δικαίου αίσθημα, δεν μπορεί να είναι ένα αίτημα για αυστηρότητα. Είναι γεγονός πως η Δικαιοσύνη φαίνεται ικανή για μεγαλύτερη αυστηρότητα όταν ο παραβάτης προέρχεται από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους ή προέρχεται από συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, όπως οι Ρομά ή οι μετανάστες. Γιατί μια τυφλή Δικαιοσύνη τιμωρεί πιο αυστηρά αυτούς τους ανθρώπους υπό ειδικές νομοθεσίες; Δεν είναι δυνατόν υποθέσεις, όπως της Χ.Α., ή του Κορκονέα, οι οποίες αμφότερες έχουν κοινωνικές και συνεπώς πολιτικές προεκτάσεις, να μην δικάζονται ως τέτοιες, και να έχουν συνεπώς την δυνατότητα παραγραφής ή μεικτού ορκωτού δικαστηρίου, και όταν οι κατηγορούμενοι είναι από την άλλη πλευρά να διώκονται υπό ειδική νομοθεσία; Ας μην ξεχνάμε ότι η λεγόμενη αντι-τρομοκρατική νομοθεσία, αποκλείει την δυνατότητα παραγραφής και την εκδίκαση υπό την παρουσία ενόρκων (οι οποίοι σαφέστατα και μπορούν να μεταφέρουν ένα “άλλο” αίσθημα δικαιοσύνης πιο «λαϊκό» και να είναι πιο επιεικείς). Δεν θα έπρεπε να ισχύει το ίδιο για όλους;
Ο λόγος για αυτό είναι πως οι κρατούμενοι αποτελούν, αναμφίβολα, φορείς ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια τέτοια παραδοχή δεν είναι απλή νομική φιλανθρωπία, έχει νομική υπόσταση. Οποιαδήποτε διάκριση σε αυτό το πεδίο των δικαιωμάτων είναι αντίθετη προς τις διεθνείς/ υπερεθνικές συμβάσεις, το Σύνταγμα και τον νόμο. Υπό αυτή τη λογική οι κρατούμενοι διατηρούν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους, ακόμα και υπό καθεστώς φυλάκισης, και ούτε στερούνται, ούτε απαλλοτριώνονται αυτών. Η έννοια της οικουμενικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στηρίζει και ενισχύει αυτές τις διαπιστώσεις.
Τι μπορεί συνεπώς να ειπωθεί για τέτοια περιστατικά; Η γραμμή πάνω στην οποία πρέπει να περπατήσει κανείς ώστε να μην καταλήξει απολογητής του Κορκονέα (ή του κάθε Κορκονέα), ώστε να μην υπερασπιστεί τους τακτικισμούς των δικηγόρων υπεράσπισης, είναι, αναμφίβολα λεπτή, λεπτότατη. Όμως δεδομένου ότι ήδη στην Ελλάδα εφαρμόζονται πολύ αυστηρές ποινές, και καθώς ήδη πολύς κόσμος κυριολεκτικά «σαπίζει στην φυλακή» δεν μπορούμε απλά και άκριτα να ζητούμε αυστηροποίηση. Η αυστηροποίηση, είναι αφενός βλαπτική για το μεγαλύτερο μέρος των κατηγορούμενων-κρατουμένων, καθώς τους εγκλωβίζει σε ένα σύστημα και σε συνθήκες εγκλεισμού ενάντια σε θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, αφετέρου, βασίζεται σε μια λογική «εκδικητικότητας», ότι όσο μεγαλύτερη η ποινή τόσο περισσότερη αποτρεπτική αξία έχει για το έγκλημα, πράγμα που στην πράξη έχει φανεί πως δεν ισχύει.
Ας αφήσουμε το ποινικό σύστημα να ρίξει τους τόνους, ας μειωθούν οι ποινές. Είναι ίσως πιο προνομιακό πεδίο διεκδίκησης να ζητάμε να καταργηθούν οι ειδικές κατηγορίες, και να μπορούν όλες και όλοι να κάνουν χρήση των ίδιων ελαφρυντικών. Και επίσης ας μην επενδύουμε όλο μας το πολιτικό αίσθημα περί δικαιοσύνης στις διάφορες δίκες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και μια άλλη δικαιοσύνη, αυτή του ακτιβισμού, της παρουσίας στον δρόμο, η οποία λειτουργεί συμπληρωματικά. Ο Κορκονέας, είτε μέσα στην φυλακή είτε έξω θα ζήσει για μια ζωή ντροπιασμένος ίσως, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας ξέρει τι έγινε, και θα τον βλέπει ως ένοχο. Θα είναι πάντα «εκείνος που σκότωσε ένα δεκαπεντάχρονο παιδί». Και αυτή η ποινή, δεν αναιρείται με κανέναν τρόπο.