Ανοίγεις ένα ωραίο ζεστό απόγευμα το laptop σου για να βολτάρεις στο διαδίκτυο και με δέος διαβάζεις την τραγική είδηση: «Πέθανε ο Γιώργος Μάγγας. Τα κλαρίνα ηχούν πένθιμα». Αφού συνέρχεσαι από το σοκ, ειδικά όταν έχεις στη δισκοθήκη σου και τους δύο πρώτους δίσκους του «μακαρίτη», το ψάχνεις λίγο παραπάνω και διαπιστώνεις ότι την είδηση διοχέτευσε ιντερνετικά ο ηθοποιός και πρόεδρος του ΣΕΗ, Σπύρος Μπιμπίλας. Παράλληλα, στήνεσαι στην τηλεόραση ν’ ακούσεις κι από κει τη δυσάρεστη είδηση και, πραγματικά, η παρουσιάστρια πενθεί κι αυτή το θάνατο του κορυφαίου εκκεντρικού κλαρινίστα. Ας περάσω τώρα σε α’ πρόσωπο.
Πριν καθίσω να γράψω ακόμη ένα επικήδειο αφιέρωμα για την εφημερίδα, επικοινώνησα – ή, σωστότερα, εκείνη επικοινώνησε μαζί μου – με μία συνάδελφο που τυχαίνει να γνωρίζει προσωπικά τον «εκλιπόντα». Εννοείται πως την είχα ήδη πατήσει κι εγώ, γράφοντας στο facebook μου την ανακοίνωση του «θανάτου», αλλά ευτυχώς όλα έγιναν γρήγορα και κατέβασα την ανάρτηση ύστερα από πέντε λεπτά. Από τη συνάδελφο, λοιπόν, ενημερώνομαι πως μίλησε κατευθείαν με τον Γιώργο Μάγκα, ο οποίος… επιβεβαίωσε τη φυσική παρουσία του στον κόσμο αυτό, μην ξέροντας φυσικά για ποιο λόγο συνέβησαν όλα.
Επόμενο βήμα ήταν να μιλήσω κι εγώ με τον Μάγκα, έναν καλότατο άνθρωπο, ο οποίος έλεγε και ξανάλεγε πόσο αγαπάει τον κόσμο όλο, που τον στηρίζει τις δύσκολες τούτες ώρες. Κανονίσαμε μία τετ α τετ συνέντευξη στον τόπο μόνιμης κατοικίας του, τη Λιβαδειά. Ειδοποίησα έναν φίλο φωτογράφο, πήγαμε κατά Βοιωτία μεριά, συναντήσαμε τον Μάγκα κι αυτή είναι μία άλλη ιστορία.
Στη συνέχεια, έπρεπε οπωσδήποτε να μιλήσω και με τον Σπύρο Μπιμπίλα, ο οποίος είναι προσωπικός μου φίλος και ήδη είχε αρχίσει ν’ ακούει τα σχολιανά του. Ο Μπιμπίλας δήλωσε στενοχωρημένος και μου εξήγησε πως είδε την είδηση στο facebook του Ανδρέα Κουβελογιάννη, του βετεράνου δημοσιογράφου. Ο Κουβελογιάννης πάλι ως αργά τη νύχτα δεν είχε κατεβάσει την ανάρτηση του – για ποιο λόγο δεν το έκανε, εφόσον είχε αποδειχθεί πως ο Μάγκας βρίσκεται στη ζωή, μόνο εκείνος το ξέρει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, λίγα 24ωρα μετά έκανε μία κατάπτυστη ανάρτηση για τον Μπιμπίλα, μιλώντας για…τσιπρόπουλα και για δήθεν τιμωρία του ηθοποιού από την Παναγιά που γιόρταζε. Άρτσι μπούρτζι και λουλάς δηλαδή.
Εδώ προκύπτουν δύο σοβαρά, σοβαρότατα ζητήματα, που αφορούν τη λειτουργία της σύγχρονης δημοσιογραφίας, όχι μόνο της ηλεκτρονικής, αλλά και της τηλεοπτικής. Γράφω εγώ, ας πούμε, ότι πέθανε η Καίτη Γκρέυ ή ο Γιάννης Βογιατζής (καλά να’ναι οι άνθρωποι), έτσι, επειδή θέλω να σπάσω πλάκα, να κάνω μπλακ χιούμορ ή επειδή είμαι κάφρος. Το βλέπουν στον τοίχο μου φίλοι και γνωστοί, το κάνουν share κι από κει και πέρα το παίρνουν όλα, μα όλα τα sites, σπέρνοντας το πανελλήνιο πένθος. Για τα sites δεν θα είχαμε και τρομερά μεγάλες ενστάσεις, καθώς ξέρουμε καλά πως δουλεύουν θέματα ροής ειδικά μες τον Αύγουστο που τα «τρέχουν» ένας ή δύο άνθρωποι. Η μεγαλύτερη έκπληξη ήρθε από τα έγκυρα υποτίθεται δελτία ειδήσεων που έσπευσαν να αναπαράξουν την είδηση χωρίς κανείς να έχει μπει στον κόπο να επικοινωνήσει με την οικογένεια του Μάγκα. Πόσο πιο απλό; Βρίσκεις το νούμερο του καλλιτέχνη και τηλεφωνείς. Αν ζει, θα απαντήσει ο ίδιος, αν δεν ζει, θα απαντήσει η γυναίκα του ή τα παιδιά του.
Είναι κατάντημα για τη δημοσιογραφία αυτό που συνέβη με αφορμή τη διασπορά μιας ψευδούς είδησης, πόσο μάλλον όταν αφορά και έναν κοσμαγάπητο λαϊκό καλλιτέχνη σαν τον Γιώργο Μάγκα. Ποιοι είναι αυτοί που δουλεύουν σήμερα ως αρχισυντάκτες και ποιοι ως πολιτιστικοί συντάκτες, που έκαναν τέτοια χοντράδα και παραμένουν στις θέσεις τους, εκεί που παλαιότερα θα εκπαραθυρώνονταν την ίδια κιόλας μέρα;
«Τι ψάχνεις κι εσύ τώρα», θα μου πεις και θά’χεις ένα δίκιο, καθώς εδώ οι τηλεφωνικές υποκλοπές, που επίσης παλαιότερα θα έριχναν ολόκληρη κυβέρνηση, πέρασαν στο δελτίο της δημόσιας τηλεόρασης ως ενδέκατη είδηση.
Από κει και πέρα το θέμα με τον Μπιμπίλα εκτινάχθηκε σε άλλα επίπεδα. Ο γνωστός δικηγόρος Αλέξης Κούγιας βρήκε ευκαιρία να κάνει πολιτική σπέκουλα, κατηγορώντας τον πρόεδρο του ΣΕΗ, αλλά και τη συνάδελφο Ναταλί Χατζηαντωνίου, αναφερόμενος υποτίθεται στην ιστορία με τον «φίλο του», Γιώργο Μάγκα. Ωστόσο, όταν συζήτησα με τον Μάγκα το θέμα αυτό, μου δήλωσε πως όλοι δηλώνουν φίλοι του χωρίς ο ίδιος να έχει γνωρίσει κανέναν προσωπικά. Άλλη απλή εξήγηση: Ο Κούγιας, στον απόηχο του συνθήματος “ΒΙΑΣΤΗΣ ΕΙΝΑΙ”, που κατέκλυσε φέτος το καλοκαίρι όλα τα θέατρα και τους συναυλιακούς χώρους της Ελλάδας, θέλησε στην ουσία να πει: «Αυτός είναι ο αναξιόπιστος κακός Μπιμπίλας, που κυνηγάει τον αθώο πελάτη μου, Δημήτρη Λιγνάδη».
Συμβαδίζοντας με τον Κούγια, τα περισσότερα sites επιτέθηκαν επίσης στον Μπιμπίλα ως «αυτουργό» της διασποράς του ψεύδους, ενόσω παραδόξως το όνομα του Κουβελογιάννη δεν έπαιξε πουθενά. Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση, για όλα φταίει ο πρόεδρος του ΣΕΗ, σαν να λέμε, και όχι εμείς που δεν κάτσαμε να κάνουμε ένα τηλεφώνημα για να διασταυρώσουμε μιαν είδηση. Αν υπολογίσεις και τα σχόλια των χριστιανοταλιμπάν, που ενοχλήθηκαν από μία προ ημερών ανάρτηση του Μπιμπίλα – κατά τη γνώμη μου, εντελώς ουμανιστική και καθόλου προσβλητική για το πρόσωπο της Παναγίας – κατανοείς πως η Ελλάδα είναι παραδοσιακά μία συντηρητική χώρα που συνηθίζει να κάνει ένα βήμα μπροστά και άλλα πέντε πίσω.
Και για να κλείνουμε, ο Σπύρος Μπιμπίλας ως γνωστόν δεν είναι δημοσιογράφος. Πιο σωστό θα ήταν να ζητήσουν συγγνώμη οι δημοσιογράφοι του ΑΠΕ από τους αναγνώστες τους παρά αυτός, που ωστόσο το έκανε, έχοντας μιλήσει κατ’ ιδίαν και με τον Γιώργο Μάγκα.
Όχι τίποτα άλλο, μα σε λίγο κανείς δεν θα πιστεύει κανέναν και τα πάντα θα χάσουν την αξιοπιστία και την εγκυρότητα τους εν ονόματι μιας ταχύτατης ετοιματζίδικης και προχειρότατης ενημέρωσης, που μόνο ενημέρωση δεν θα’ναι.