Βλέπω όλα αυτά που γίνονται γύρω και σκέφτομαι ότι είχαμε ανάγκη κάποτε να δώσουμε τα ηνία της ζωής μας στον Νου, στις εξηγήσεις. Καθίσαμε απέναντί μας και χαζέψαμε βλέποντας πίσω από κάθε πράξη μας να φυτρώνει ένα «Γιατί» που απαιτούσε απάντηση, μια εξήγηση. Φτάσαμε στο σημείο, για να ζήσουμε τις επόμενες στιγμές να αναζητούμε μια επινόηση του Νου για να τραφεί αυτό το «Γιατί» κάθε στιγμής μας! Είμαστε πια στο σημείο, που πιστέψαμε, ότι η ζωή μας αν δεν εξηγηθεί δεν είναι ζωή. Τρέχουμε στους ειδικούς της ψυχής, για να πάρουμε απαντήσεις στα «Γιατί» των στιγμών μας, αυτών που ζήσαμε, αυτών που ζούμε κι αν είναι δυνατόν αυτών που θα ζήσουμε. Ξεχάσαμε όμως ότι στις καλύτερες απαντήσεις ανθίζουν νέα αναπάντητα ερωτήματα. Έτσι οι λογικές απαντήσεις του Νου, σιγά σιγά δώσανε σκυτάλη στον παραλογισμό και καταλήξαμε το πιο παράλογο να θεωρείται λογικό. Όλο αυτό το παιχνίδι μας τρέλανε, μας στέγνωσε, μας έκλεισε στα σκοτεινά του εγώ μας, αντί να μας απελευθερώσει, με άλλα λόγια «χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια». Τώρα όλοι μαζί, παραδέρνουμε μέσα σε μια θάλασσα απαντήσεων-εξηγήσεων, δεν μπορούμε να βρούμε δρόμο, όλοι πάσχουμε, αγωνιούμε για τα επόμενα, ξεχνώντας το μοιραίο που είναι κρυμμένο στην επόμενη γωνία. Εγκαταλείψαμε για πάντα το ένστικτό μας, τον φάρο που μας οδηγούσε πάντα, πάψαμε να αισθανόμαστε, καταπίνουμε ό,τι μας δίνουν αυτοί που δηλώνουν ότι ξέρουν καλά τι θέλουμε να πιούμε για να δροσιστεί η ψυχή μας. Αυτή η μικρή αγέλη βλακών, θεώρησαν ότι η ζωή αποκτά την όποια αξία της, έχοντας εξουσία, χρήμα, υλικά αγαθά κι ας μη μπορούμε να τα απολαύσουμε, σπίτια πολλών τεραγωνικών κι ας ζει σε αυτά μόνος ο κύριος Κανένας. Πνιγόμαστε πια στην ικανοποίηση των πλαστών αναγκών. Αυτή η αγέλη των βλακών, έχει δυστυχώς κυριαρχήσει, έχει καταλάβει τα μέσα παραγωγής, και έκρινε προβληματική τη βιομηχανία των αισθήσεων και την έκλεισε έξω από την πόρτα των επιλογών μας. Νομοθέτησε την πολιτική ορθότητα και αποφάσισε: λιγότερη προσοχή στις αισθήσεις και περισσότερη αξία σε αυτό που καταλαβαίνεις με το μυαλό σου. Έτσι φτάσαμε να σερνόμαστε μέσα στο παράλογο, στο αδιέξοδο…
Ήρθε λοιπόν η στιγμή να γυρίσουμε την πλάτη σε αυτή την αγέλη των βλακών, να εμπιστευτούμε και πάλι τις αισθήσεις μας… «Ανακάλυψε τις αισθήσεις σου, το σώμα σου, προσέγγισε το περιβάλλον με τη γλώσσα, με τα μάτια, με τη μύτη, άγγιξε και νιώσε… Να είστε λιγότερο αφηρημένοι…». Είμαι σίγουρος αυτό που έλεγε το κίνημα Memphis είναι πολύ επίκαιρο σήμερα: «Είναι απόλυτα αναγκαίο να εγκαταλείψουμε κάθε αφηρημένη έννοια και να ζήσουμε ξανά την έκπληξη της ζωής, μέσα από τις αισθήσεις». Αυτό είναι το όλο. Αυτό προτείνω κι εγώ ως αντίσταση κι ως τρόπο ζωής ξανά. «Γι’ αυτό χρησιμοποιήσαμε τα χρώματα, γι’ αυτό αλλάξαμε την επιφάνεια από γεωμετρική σε μια επιφάνεια που θέλει κάτι να εκφράσει, γι’ αυτό αφήσαμε ήσυχους, εκτός παιχνιδιού, τους ορισμούς». Μας έπεισαν ότι η κοινωνία μας έχει ανάγκη από ήρωες… Γιατί ο άνθρωπος από τη φύση του είναι δειλός και έτσι ο ήρωας είναι κάποιος με τον οποίο του δίνεται η δυνατότητα να ταυτιστεί και να ξεπεράσει τους φόβους του, παρ’ όλο που πρόκειται για μια μάλλον εικονική δυνατότητα. Αυτό μας είπαν οι πολιτικά ορθοί. Αν κοιτάξεις έναν ποδοσφαιριστή-μύθο, θα πεις ότι είναι φανταστικός, ένας ζογκλέρ. Κάνει ό,τι δεν μπορείς να κάνεις εσύ και αυτό σε ικανοποιεί. Τώρα που είμαι πια μεγάλος, όλα τα άρθρα που γράφονται για το πρόσωπό μου και τη δουλειά μου ξεκινούν κάπως έτσι: «Ο Θανάσης Λάλας, είναι απίστευτο, παραμένει ακόμη ένας πολύ δημιουργικός άνθρωπος». Στους ανθρώπους χρειάζεται αυτή η ελπίδα, ότι με το πέρασμα του χρόνου δεν θα πάψουν να είναι δημιουργικοί. Επειδή τους χρειάζεται αυτή η ελπίδα, ικανοποιούνται όταν βρίσκεται ένας άνθρωπος σε αυτήν την ηλικία και μπορεί ακόμη να είναι δημιουργικός. Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη να πιστέψουν ότι περνώντας τα χρόνια θα συνεχίσουν να κάνουν –όπως όταν ήταν νέοι– δέκα φορές τη μέρα έρωτα. Είμαστε έτοιμοι λοιπόν να κάνουμε ήρωα αυτόν που έχει καταφέρει να συμπεριφέρεται σαν νέος παρόλο που μεγάλωσε πια… Έτσι συνεχίζει να υπάρχει η ελπίδα, το όνειρο ότι κάτι μπορεί να συμβεί που θα καταφέρει να νικήσει τον θάνατο και τη φθορά. Κι όλα αυτά γιατί πειστήκαμε ότι ο θάνατος είναι ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου. Ε λοιπόν, για μένα ο μεγαλύτερος φόβος είναι η νοσταλγία αυτού που ξέρεις με βεβαιότητα ότι πέρασε και δεν θα επιστρέψει ποτέ πια… Αυτός για μένα είναι ο θάνατος και όχι ο βιολογικός. Θυμάμαι όταν ήμουν δέκα χρονών, ο γιατρός μού έβγαλε ένα δόντι και εκείνη την ώρα είχα τη βεβαιότητα ότι το δόντι αυτό δεν θα ξαναγύριζε ποτέ πια. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που εγώ αισθάνθηκα τον θάνατο. Αυτό ήταν κάτι αμετάκλητο, κάτι που εξαφανίζεται για πάντα. Αυτό είναι θάνατος. Είναι ένα συναίσθημα που κάθε βράδυ που πέφτουμε για ύπνο όλοι μας το νιώθουμε. Πηγαίνεις στο κρεβάτι σχεδόν γυμνός και σκέφτεσαι: «Εντάξει, τέλειωσε και αυτή η μέρα, έκανα ορισμένα πράγματα που δεν θα ξαναυπάρξουν ποτέ…» Αισθάνεσαι ότι στο σώμα σου κάτι αργοσβήνει, κάτι τελειώνει. Οταν ήμασταν παιδιά βουτούσαμε στη ζωή, στο πέρασμα του χρόνου απλώς την παρατηρούμε… Για μένα η πιο ενδιαφέρουσα περίοδος της ζωής είναι η στιγμή όπου συνειδητοποιεί ο άνθρωπος ότι πρέπει να είναι ο εαυτός του, ανεξάρτητα από το τι θέλει η κοινωνία, για να συνεχίσει να υπάρχει σε ισορροπία. Είναι ανταγωνιστικές οι σχέσεις του εαυτού μας με την υπόλοιπη κοινωνία και δεν θα πάψουν ποτέ να είναι τέτοιες…
Για αυτό και συμμετέχω στην νέα Τιτανομαχία των Αισθήσεων γυρνώντας την πλάτη στην πολιτική ορθότητα των καιρών που ζούμε! Στην Τιτανομαχία των Αισθήσεων που μόλις άρχισε, ήρωες της ζωής μας είμαστε εμείς οι ίδιοι.