Τι απέγινε η πολιτική σάτιρα στην Ελλάδα; Η σάτιρα που τα βάζει με την εξουσία, με τον ισχυρό, τον θέσει «αλάνθαστο», η σάτιρα που έχει δυνατότητα ουσιαστικής πολιτικής παρέμβασης;

Στην Αμερική, οι σατιρικές τηλεοπτικές εκπομπές έχουν την δική τους ιστορία, χτυπάνε υψηλά νούμερα από την δεκαετία του 70, έχουν βραβευτεί (όπως η εκπομπή «Saturday Night Live» που απέσπασε εννέα βραβεία Emmy σατιρίζοντας τον Τραμπ με μια σειρά έκτακτων εμφανίσεων παλιών και νέων κωμικών) και φοβίζουν στ’ αλήθεια την εξουσία. Ας πούμε, η μεγάλη πτώση της δημοτικότητας του Ντόναλντ Τραμπ οφείλεται στη σάτιρα. Όμως, όλοι οι Αμερικανοί πρόεδροι και άλλα εξέχοντα πρόσωπα της αμερικανικής πολιτείας έχουν δεχθεί τα πυρά ευφυών, τολμηρών ανθρώπων που τόλμησαν να τα βάλουν ευθέως μαζί τους, μέσω της σάτιρας. Ο Τζον Όλιβερ είναι ένας από αυτούς τους ταλαντούχους και θαρραλέους.

Η Ελλάδα έχει την δική της μακρά παράδοση στην σάτιρα, η οποία φαίνεται πως έχει ανακοπεί τα τελευταία χρόνια. Και όχι, ο Τάκης Ζαχαράτος δεν κάνει πολιτική σάτιρα. Είναι ένας ταλαντούχος μίμος και showman, κάνει drag, έχει ταλέντο και διαδρομή άξια σεβασμού και θαυμασμού. Το αν η Πόπη Τσαπανίδου υπερέβαλε ή όχι στην αντίδρασή της απέναντι στο κωμικό σκετς του, είναι ένα ολόκληρο άλλο κείμενο-και περισσότερα κείμενα, ίσως.

Ο Αριστοφάνης, ο Αρχίλοχος, ο Σούτσος, ο Σουρής, ο Λασκαράτος, ο Ροΐδης, ο Καρύδης, ο Κλεάνθης Τριαντάφυλλος, ο Κώστας Καρυωτάκης* είναι μερικοί βασικοί θεμελιωτές της εν Ελλάδι πολιτικής σάτιρας, όπως την ορίσαμε παραπάνω: αυτής που προκαλεί ρήξη και μπορεί να αλλάξει στ’ αλήθεια κάτι από το πολιτικό σκηνικό της χώρας.

Ο Αθηναίος στρατηγός Κλέων, που διαδέχθηκε τον Περικλή, τα είχε βάλει με τον Αριστοφάνη που έγραψε τις τετραπλές κωμωδίες από αυτές που έχουν διασωθεί και γνωρίζουμε. Ο Κλέων, συνεργαζόμενος με τον τον αντίζηλο του Αριστοφάνη, τον ποιητή Εύπολι κίνησαν εναντίον του Αριστοφάνη «γραφήν ξενίας». Αιτήθηκαν, δηλαδή, και μάλιστα τρεις φορές, να χαρακτηριστεί ο Αριστοφάνης ξένος και να πάψει να έχει δικαιώματα Αθηναίου πολίτη. Ο Αριστοφάνης κέρδισε και τις τρεις φορές. Φανταστείτε όμως τι «στομάχι» είχε αυτός ο άνθρωπος.

Κάνοντας λίγο skip τους αιώνες, στεκόμαστε οπωσδήποτε στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, τότε δηλαδή που σημειώνονται οι πρώτες προσπάθειες για μια αστική αλλαγή στην Ελλάδα. Ο λαός ζητούσε ανεξαρτησία, συνταγματική νομιμότητα, κοινωνική δικαιοσύνη, ελευθεροτυπία, εθνική ανεξαρτησία και η σάτιρα αφουγκραζόταν τα αιτήματα αυτά και διέπρεπε. Ο Σουρής, ας πούμε, έκανε σκληρή πολιτική σάτιρα προς πάσα κατεύθυνση: εναντίον βασιλιά, πολιτικής ηγεσίας, αλλά και Χαρίλαου Τρικούπη, ο οποίος επιχειρούσε να εκμοντερνίσει και να αστικοποιήσει την κοινωνία. Θεωρούσε ο Σουρής ότι οποιοδήποτε άτομο κάνει πολιτική και κρίνει το πιθανό μέλλον του λαού και του τόπου δια μέσου λόγων ή πράξεων, είναι άξιο στόχου. Σατιρικού στόχου πάντοτε.

[Και εδώ, ας μου επιτραπεί η σημείωση ότι ο λόγος που ο Ζαχαράτος δεν σατίρισε την Τσαπανίδου δεν εκκινεί από το ηθικό πεδίο ή από κάποια ευθιξία απέναντι στην σάτιρα που δεν απευθύνεται υποχρεωτικά στην κυβέρνηση. Ο λόγος είναι ότι ο Ζαχαράτος ήθελε να σπάσει απλώς πλάκα, όχι να θίξει κάποιο κακώς κείμενο. Αλίμονο, πάντως, αν θεωρούμε τα πρόσωπα της αντιπολίτευσης, τους βουλευτές μικρών κομμάτων, τους δημάρχους σε χωριά της Ελλάδας άμοιρους ευθυνών και άρα ότι πρέπει να παραμένουν εκτός σάτιρας. Και σιγά που η εξουσία είναι απλώς η Κυβέρνηση. Εξουσία μπορεί να είναι και ένα σημαίνον τηλεοπτικό πρόσωπο που, με τις ευλογίες της όποιας δύναμης (πολιτικής, οικονομικής ή θρησκευτικής), επηρεάζει τον κόσμο, διαμορφώνει συνειδήσεις και νιώθει παντοδύναμο.]

Η Λιλιπούπολη, η Μαλβίνα, ο Λαζόπουλος, ο Κλυνν και ο Πανούσης

Αυτή η παιδική (καλύτερα: με αρχική πρόθεση να είναι παιδική) ραδιοφωνική εκπομπή ‘‘Εδώ Λιλιπούπολη’’ μεταδιδόταν καθημερινά από το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας,από το 1977 μέχρι tο 1980, κατορθώνοντας να καταγράψει, παρά τα αρκετά εμπόδια και δυσκολίες, μια μοναδική διαδρομή στα χρονικά του ραδιοφώνου. Η εκπομπή κόπηκε με άκομψο τρόπο από την τότε κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αφού εκπαραθυρώθηκε και ο διευθυντής του Τρίτου Μάνος Χατζιδάκις (βασικός στυλοβάτης, πατέρας της Λιλιπούπολης). Ήταν τέτοια η ενόχληση των κρατούντων, της διοίκησης της ΕΡΤ, αλλά και των συνδικαλιστών της (μέσω ΠΟΣΠΕΡΤ), που στο τέλος, μετά το κόψιμο της εκπομπής, πολλά από τα επεισόδια καταστράφηκαν. Από τις 400 και πλέον μπομπίνες εγγραφής διασώθηκαν λιγότερες από 100!

Η Λιλιπούπολη τα έβαζε με τη νοοτροπία του τεμπέλη, δημοσίου υπαλλήλου, με την αναλγησία του εξουσιαστή, με την πονηριά των κυβερνώντων, με την δίψα για χρήμα και προνόμια του ίδιου του ανθρώπου. Μιλάμε για ευφυέστατη, ποιητική, αναπάντεχα εύστοχη πολιτική σάτιρα. Τα παιδιά μπορεί να μην κατανοούσαν αμέσως ή πάντα τα μηνύματα, αλλά οι γονείς τους τα έπιαναν μια χαρά.

Ένα μικρό παράδειγμα είναι το κομμάτι «Λαέ της Λιλιπούπολης»:

Εβγάλαν οι Χαρχουδικοί δήμαρχο το Χαρχούδα/ και τη ζωή μας κυβερνά μια αρκουδοπεταλούδα/Όμως στις άλλες εκλογές η ρόδα θα γυρίσει/ κι όλη η Λιλιπούπολη εμένα θα ψηφίσει.

Ο τυφώνας Μαλβίνα Κάραλη, λίγα χρόνια αργότερα, έκανε σοβαρή δουλειά σε επίπεδο πολιτικής σάτιρας. Δούλεψε για το Mega Channel, τον Σκάι, στο Star και το Seven. Έκανε με τον δικό της τρόπο συνεντεύξεις επωνύμων (και αυτές είχαν πολιτικά σχόλια, πάντοτε) και φυσικά τα εκπληκτικά σατιρικά δελτία ειδήσεων «Malvina Live», «Μalvina Hostess», «Malvina Rixten». Βιτριολικές ατάκες, παιδικό, σχεδόν, θράσος, ανεπιτήδευτη γοητεία και ενδελεχής έρευνα πίσω από ό, τι έλεγε ή σατίριζε ήταν τα βασικά συστατικά του γκελ της. Ίσως η μοναδική γυναίκα που έκανε πολιτική σάτιρα στην Ελλάδα-η Έλενα Ακρίτα επιχείρησε, κατά την άποψή μου, να «μαλβινίσει» επί Αδύναμου Κρίκου, αλλά η Μαλβίνα είχε πολύ ανοιχτή καρδιά και πολύ ανοιχτό μυαλό, στοιχεία που ευνοούν την σάτιρα, σε αντίθεση με την πιο «ξύλινη» μέχρι σήμερα Ακρίτα. (Σημειωτέον, η Ακρίτα δεν ήταν η μόνη δημοσιογράφος που επιχείρησε να υιοθετήσει στοιχεία της Μαλβίνας.)

Θυμάστε, αλήθεια, το ΙΕΚ Τάπερμαν; Ο Κώστας Σημίτης, όπως γράφεται μέχρι σήμερα, «είχε χάσει τον ύπνο του» με την Κάραλη. Το ότι σήμερα έχουν αρχίσει να γράφονται κείμενα που κατηγορούν την Μαλβίνα για ομοφοβική (λόγω της ατάκας της «όξω πούστη από την παράγκα» και όχι μόνο), ή για υπερεκτιμημένη ή, ακόμα, και για απολιτίκ(!), είναι κάτι που πρέπει να μας προβληματίζει. Η κριτική μας με βάση σημερινές κατακτήσεις και όρους στον δημόσιο λόγο, αλλά και στην ατομική σκέψη δεν πρέπει να γίνεται αβασάνιστα και απλοϊκά και αυτό είναι ένα ατόπημα στο οποίο πέφτουμε συχνά πολλές και πολλοί-δεν με εξαιρώ κατ’ ανάγκην.

Η πολιτική ορθότητα που ξεκινά με καλές προθέσεις αλλά επιχειρεί να επέμβει στο παρελθόν (αν η Μαλβίνα έλεγε «πούστη», αν η Άγκαθα Κρίστι έγραφε «νέγρο» κλπ) είναι, κατ’ εμέ, ένας από τους λόγους, όχι φυσικά ο μόνος, που δεν έχουμε αυτήν την στιγμή σοβαρή πολιτική σάτιρα στην Ελλάδα.

Και οι θρυλικές εκπομπές «Αλ Τσαντίρι Νιουζ» του Λάκη Λαζόπουλου προκάλεσαν σεισμούς και θύελλες στην πολιτική σκηνή. Πριν από το Τσαντίρι, υπήρξαν φυσικά οι ΑΜΑΝ (η μοναδική τριάδα Κανάκη-Σερβετά-Καλυβάτση) που, εν μέρει, μετεξελίχθηκαν σε Ράδιο Αρβύλα. Υπήρξαν και οι Διαπλεκόμενοι, αλλά σε ό, τι κείμενο βρήκα στο ελληνικό Internet για την πολιτική τηλεοπτική σάτιρα δεν υπήρχε καμία αναφορά, λόγω Φιλιππίδη, κι ας ήταν μαζί του και ο Γιώργος Γαλίτης και ο Γιώργος Λέφας, επίσης). Ουδέν σχόλιο επ’ αυτού, προς το παρόν.

Ο Λαζόπουλος, πριν το Τσαντίρι, παρέδωσε στη saga της ελληνικής σατιρικής εποποιίας και τους Δέκα Μικρούς Μήτσους. Κάποια στιγμή, υποδύθηκε τον Καραμανλή «τον γέρο» πριν και μετά τον θάνατο του, ο οποίος μαζί με τον υπηρέτη του τον Θόδωρο (από τον ηθοποιό Τάσο Παλαντζίδη) αγνάντευαν το παρόν κοιτάζοντας νοσταλγικά το παρελθόν.  Μετά το 1996 συνοδευόταν στην άλλη ζωή με τον Ανδρέα Παπανδρέου, όπου ο Λαζόπουλος υποδυόταν ταυτόχρονα και τους δύο.

Ποιος θα τολμούσε να κάνει σήμερα κάτι τέτοιο;

 

Και η περίπτωση του Μητσικώστα είναι άξια αναφοράς. Δεν έκανε αμιγώς πολιτική σάτιρα, έκανε και πετυχημένες μιμήσεις δημοσίων προσώπων, όπως αυτή εδώ η καταπληκτική του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τώρα, έχει επιστρέψει στο Action 24 μέσω της εκπομπής MITSI Var που, η αλήθεια είναι ότι θυμίζει αρκετά Ράδιο Αρβύλα. Υπόσχεται ότι θα συγκεντρώνει τις αμφισβητούμενες φάσεις της εβδομάδος. Το πρώτο επεισόδιο είναι πιθανό να έχει διαπεράσει με ραύματα κριντζιάς τους νεότερους μιλένιαλ και τους gen z-αλήθεια, τα όρια κριντζ και σάτιρας μπορεί να είναι κάπως θολά καμιά φορά.

Ο Βασίλης Τριανταφυλλίδης (αυτό ήταν το real όνομα του Χάρρυ Κλυνν!) ήταν αυτός που ουσιαστικά έφερε την τέχνη του stand up comedy από τις μπουάτ του Καναδά και της Αμερικής στην Ελλάδα, το σημαδιακό έτος 1974. Τα καυστικά σχόλια που απηύθυνε κατά ριπάς σε πρόσωπα της πολιτικής, χωρίς αριστερές και δεξιές διακρίσεις, αλλά και η προφητική, οξυδερκής του σάτιρα σχετικά με την τηλεοπτικοποίηση της τέχνης και της πολιτικής, τις ιδιωτικοποιήσεις, την αποβλάκωση του λαού τον καθιέρωσαν. Είναι κάπως μπουμερίστικο, ίσως, να σου αρέσει-τρομερά-πολύ ο Χάρυ Κλυνν στο σήμερα, είναι όμως ανιστόρητο να παραγνωρίζεις την σημασία του στην πολιτική σάτιρα του τόπου.

Ένας καλός τρόπος εισαγωγής κάποιου πρωτάρη στο σύμπαν του Κλυνν θα μπορούσε να είναι η ακρόαση του δίσκου του «Για Δέσιμο», ο οποίος κυκλοφόρησε το 1978.

Όσο για τον Τζίμη Πανούση, τον ανηλεή, political incorrect, ασυγκράτητο σατιρικό καλλιτέχνη (έτερο θέμα η μουσική του κλίση, η πραγματικά καλή του απόδοση ως τραγουδιστή), μπορούμε να πούμε ότι λείπει ως φωνή, ακόμα και εμείς που δεν ταυτιστήκαμε ούτε γελάσαμε ποτέ ιδιαίτερα μαζί του. Αν ζούσε, θα βρισκόταν στα μανταλάκια για το βιβλίο του «Πούστευε και μη ερεύνα»,πιθανώς και για άλλα σημεία του έργου, της δράσης και του λόγου του.

Σε συνέντευξή του στο ΒΗΜΑ είχε σχολιάσει ότι «η σάτιρα δεν μπορεί ποτέ να είναι με το μέρος της εξουσίας» (σ.σ ακόμα και αν η εξουσία είναι η Αριστερά, δηλαδή, τότε, το 2017, ο ΣΥΡΙΖΑ, με το μέρος του οποίου είχε ταχθεί ο Λαζόπουλος χωρίς περιστροφές). Συγκεκριμένα, είχε πει ο Πανούσης: «Η σάτιρα είναι ενάντια στην εξουσία. Με την εξουσία είμαστε απέναντι. Από τη στιγμή που δεν είσαι απέναντι, ο κόσμος δεν το δέχεται. Δεν επιτρέπεται με καμία Παναγιά να είσαι με την εξουσία, ειδικά με μια τέτοια εξουσία. Μια εξουσία που μας κορόιδεψε κατάμουτρα, μας έφτυσε κατάμουτρα. Όχι, δεν την πίστεψα ποτέ. Η καρέκλα σε κάνει, δεν κάνεις εσύ την καρέκλα. Αν μπεις μέσα στον βόθρο θα γίνεις κι εσύ σκατά.»

Σε αυτό το σημείο, κατά την γνώμη μου, μπορεί να εντοπιστεί ο δεύτερος λόγος για τον οποίο δεν ευδοκιμεί πολιτική σάτιρα σήμερα στην Ελλάδα.

Ο διπολισμός αριστερά-δεξιά και σύστημα-αντισύστημα, αλλά και το πιο πρόσφατο, σχεδόν φορεμένο από κάθε πιθανό μέσο, δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-Νέα Δημοκρατία. Αυτό το «εμείς» και οι «άλλοι». Δεν υπάρχουν, πλέον, φωνές που να μπορούν να τα βάλουν με κακώς κείμενα προερχόμενα και από δεξιά και από αριστερά. Επίσης, οι mainstream φωνές της κωμωδίας (που δεν κάνουν πάντοτε πολιτική σάτιρα, φυσικά) θεωρούν αντι-εξουσιαστικό έναν λόγο που τα βάζει αποκλειστικά με τη ΝΔ και τον φασισμό. Πολύ στενόμυαλο, πολύ κλειστό ως πεδίο.

Είναι βέβαιο ότι οι ίδιοι οι καλλιτέχνες αυτολογοκρίνονται! Και η λογοκρισία, σήμερα, δεν προέρχεται μόνο από δεδομένα κέντρα εξουσίας (κυβερνήσεις, ισχυρούς οικονομικούς πόλους), αλλά ακόμα και από δημοφιλή account ανθρώπων που τσουβαλιάζουν άλλους ανθρώπους. Υπάρχει αυτό το πρόβλημα που πρέπει να είσαι ή με εκείνους ή με τους άλλους, αλλιώς είσαι ύποπτος ή ακόμα και επίκινδυνος. Οι ιδιοκτήτες των καθεστωτικών media κινούνται σε αντίστοιχο κλίμα. Θέλουν έναν να είναι «δικός τους»-δεν θα χρηματοδοτούσε εύκολα έναν άνθρωπο σκεπτόμενο, με κριτικό νου και διάθεση, ταλέντο και ικανότητα να τα βάλει με όποιον αξίζει να τα βάζει κανείς: με υπουργούς, με βουλευτές, με υποψήφιους βουλευτές, με τοπικούς παράγοντες, με μεγαθήρια της εγχώριας οικονομίας που κινούν σημαντικά νήματα.

Ο Χριστόφορος Ζαραλίκος είναι ίσως ο μόνος που έχει σοβαρά ψήγματα πολιτικής σάτιρας στην κωμωδία του, στην καλή κωμωδία που κάνει. Για να μην είμαι άδικη, και η Ελληνοφρένεια (ο Αποστόλης Μπαρμπαγιάννης) έχει κάνει καλή δουλειά, έχει ερεθίσει τους άρχοντες του τόπου, έχει δημιουργήσει ρεύμα, δικαίως. Έσκασε με ωραίο καλλιτεχνικό, διαφορετικό στιλ, αναπαράγοντας την νομιζόμενη ως παραδοσιακή ελληνική φορεσιά του τσολιά (αν και είναι αρβανίτικη) και ικανοποιώντας ένα μεγάλο μέρος του κοινού που πιστεύει ότι, εκτός από τους κυβερνώντες, ιδεολογικοί εχθροί είναι και οι λογής νοικοκυραίοι, Ελληνάρες, χριστιανοί ορθόδοξοι. Με τρόπους και αισθητική φερμένη από το Ίντερνετ, κατά κάποιον τρόπο, η Ελληνοφρένεια σάρωσε σε ραδιόφωνο και τηλεόραση. Ευθύνονται, εν πολλοίς, για την διασπορά του συνθήματος: «Μητσοτάκη γ@@@έσαι»

Όμως, η Ελληνοφρένεια δέχθηκε κάποια στιγμή να συμμετάσχει σε φεστιβάλ της ΚΝΕ και του ΣΥΡΙΖΑ. Αντιδεξιά σάτιρα, δηλαδή, που εξυπηρετεί ωραιότατα άλλα, μικρότερα κέντρα εξουσίας που αυτοαποκαλούνται (ή κατά καιρούς είναι κιόλας) κέντρα ανατροπής της εξουσίας. Τροφή για μπόλικη σκέψη.

Καλή αντιδεξιά σάτιρα δεν μπορεί να θεωρείται καλή πολιτική σάτιρα. Αντιδεξιός μπορεί κανείς να είναι πολιτικά, την ώρα της κάλπης, αλλά και μες στην καθημερινότητά του. Ο άνθρωπος, όμως, που σατιρίζει οφείλει να γίνεται δικηγόρος του διαβόλου, να τολμά να μπήγει μαχαίρι στο κόκαλο (ακόμα και σε αυτό των ομοϊδεατών του), να βλέπει μακριά και να σκέφτεται έξυπνα.

Ποιος τολμά να γίνει αντιδημοφιλής σήμερα; Οι περισσότεροι θέλουν να είναι αγαπημένοι και αγαπητοί ανάμεσα στους κόλπους της socialmedia-κής εκ του προχείρου αριστεροσύνης και εκ του προχειρότερου αντισυστημικότητας-αντιφασισμού. Θέλουν να θεωρούνται μονίμως καλοί άνθρωποι, αλληλέγγυοι, γαμάτοι, έτοιμοι να εξεγερθούν ανά πάσα στιγμή για το δίκιο κυρίως άλλων ανθρώπων.

Τα πρόσωπα που έκαναν πετυχημένη πολιτική σάτιρα δεν κυνηγήθηκαν μόνο από τις εξουσίες.

Δεν ήταν αρεστά στο σύνολο του κοινού, μάλιστα συχνά γίνονταν αντιπαθή, ο λόγος τους σε προκαλούσε να τον παρακολουθείς, διαισθανόσουν μια αντικειμενικότητα σε αυτόν, μια διάθεση να αλλάξουν κάτι, όχι να δείξουν σε μια συγκεκριμένη πληθυσμιακή ομάδα, πόσο καλά τα λένε.

*Όχι, ο Κώστας Καρυωτάκης δεν υπήρξε απλώς δημόσιος υπάλληλος και ποιητής. Ήταν και εκδότης της προκλητικά πρωτοποριακής για την εποχή της εφημερίδας «Η Γάμπα», μαζί με τον καλό του φίλο Άγη Λεβέντη, στις αρχές του 20ου αιώνα, η οποία έφτανε να πουλάει χιλιάδες αντίτυπα σε όλη την Ελλάδα.

Σατιρικοί στίχοι, λογοτεχνικά κείμενα του Καρυωτάκη, του Λεβέντη και άλλων συνεργατών, πλαστές ευτράπελες ειδήσεις, ανέκδοτα, αστείες καταχωρίσεις και αγγελίες, καυστικές απαντήσεις σε αναγνώστες, τολμηρή εικονογράφηση ήταν μερικά από τα συστατικά της επιτυχίας της έκδοσης. Συντηρητικοί δημοσιογράφοι και «ευπρεπείς» εφημερίδες αντιδρούν έντονα με ειρωνικά και επιθετικά δημοσιεύματα, καλώντας μάλιστα την Αστυνομία να επέμβει. Σε ένα κλίμα γενικευμένης λογοκρισίας ο διευθυντής της Αστυνομίας προχωρά σε κατάσχεση του έκτου τεύχους και κλείνει την Γάμπα, η οποία αποτύπωσε εύστοχα τον πολιτικό αναβρασμό, ακόμα και την επιταγή της γυναικείας χειραφέτησης ως μόδας τότε, εκ Παρισίων ορμώμενης.

Είπαμε: η σάτιρα θέλει ανοιχτά μυαλά. Κομματικοποιημένοι ή θρησκόληπτοι ή, εν ευρεία εννοία, αταξίδευτοι άνθρωποι δεν μπορούν κατά την άποψη της υπογράφουσας να κάνουν διεισδυτική πολιτική σάτιρα, είναι αδύνατον.