«Να τα ισοπεδώσουμε όλα, έγραψαν έξω από το σπίτι μας χθες κάτι αλητάκια με πράσινη μπογιά. Κι έκατσα και σκέφτηκα τι θα πει αυτό το πράγμα. Όχι, ρε, διαφώνησα.
Καταρχάς, είμαι open mind άνθρωπος εγώ. Αλλά, από την άλλη, έχω και τα όριά μου. Είδα που σκότωσαν αυτή την τραβεστί, την Άννα και δαγκώθηκα. Βγαίνουν και σφάζουν, έχουν αγριέψει τα πράγματα. Εγώ έχω πάει με τρανς γυναίκα, πιο παλιά από εφαρμογή γνωριμιών που μου έδειξε ένας φίλος, ωραία ήταν. Αλλά αυτό δεν το ξέρει κανείς, το ξέρω μόνο εγώ, το κρατάω για τον εαυτό μου και καλά κάνω. Σιγά την αμαρτία, η ζωή είναι να την γεύεσαι. Κρίμα για την Άννα, ποιος ξέρει πού ήταν μπλεγμένος κι αυτός ο κακομοίρης και τι δυστυχία να έχεις γεννηθεί άντρας, να θες να’ σαι γυναίκα, τι μπέρδεμα. Ίσως γλίτωσε κιόλας.
Βάσανο η ζωή: δουλειά, σπίτι, κυριακάτικο τραπέζι στα πεθερικά, τηλεόραση, ζέστη, κρύο, σπίτι, δουλειά.
Και τι άλλο σε αφήνουν να κάνεις δηλαδή; Λίγα πραγματάκια.
Να, ας πούμε ανακυκλώνω τα πλαστικά μπουκάλια των παιδιών μου και ό, τι άλλο ανακυκλώνεται μες στο σπίτι, γιατί εδώ και χρόνια έμαθα ότι κάνει καλό. Όμως δεν γίνεται να αγχώνομαι τώρα εγώ ότι θα σώσω τον κόσμο. Και ερκοντίσιον θα έχω στο τέρμα από το πρωί ως το βράδυ και με το αμάξι θα πάω παντού. Δουλεύω, κουράζομαι, τ’ αξίζω να είμαι κάπως πιο κυριλέ και χαλαρός. Θέμα με τα ΜΜΜ δεν έχω και, πού και πού, θα τσακώσω κανένα τρόλεϋ να γλιτώσω δρόμο αν είμαι με τα πόδια. Απλώς, να, επειδή μένουμε Κυψέλη, ξέρετε τώρα, τα λεωφορεία είναι γεμάτα μαύρους και Πακιστανούς. Νέτα σκέτα σας το λέω. Δεν τους σιχαίνομαι, δεν έχω κάτι μαζί τους, αλλά όπως και να το κάνουμε είναι άλλοι άνθρωποι από εμάς και, ναι, καμιά φορά βρωμάνε κιόλας. Αλλά αν το πεις αυτό, σε λένε ρατσιστή. Είμαι ρατσιστής επειδή θεωρώ, και με το δίκιο μου, ότι δεν έχουν σχέση με εμάς και τον ελληνικό πολιτισμό; Τον πολιτισμό μας, μωρέ; Τι να κάνουμε τώρα, δηλαδή, να τα ισοπεδώσουμε όλα;
Μην με ρωτάτε αν ψήφισα. Φυσικά και όχι. Όλοι τα ίδια λαμόγια είναι. Όλοι θα κοιτάξουν ν’ αρπάξουν. Γιατί, εγώ τι θα έκανα στη θέση τους; Εδώ καταφέρνω να λουφάζω από τη δουλειά δυο ώρες τις Πέμπτες που λείπει η προϊσταμένη και κάνω τον σταυρό μου. Στην τελική, μια μέρα θα πεθάνουμε όλοι. Καλύτερα, ίσως, κάποια μέρα να μας κυβερνήσουν τα ρομπότ, ο άνθρωπος, όσο να πεις, είναι διεφθαρμένος από γεννησιμιού του. Από την άλλη, στην δουλειά είναι μια παρέα Συριζαίων-καλά παιδιά. Παριστάνω πως είμαι δικός τους, δεν μου΄χει κάνει και κάτι κακό ο Αλέξης, πάει κι αυτός, τον φάγανε. Δε με νοιάζει η πολιτική, να την βράσω την πολιτική. Η οικογένεια της γυναίκας μου είναι δεξιοί, ε, κι εγώ επειδή δεν αντέχω καυγάδες και διαφωνίες χωρίς λόγο, κάνω πως συμφωνώ και με αυτούς. Γιατί; Σάμπως δεν πήραμε εμείς market pass από τον Κούλη;
Εμένα μου αρέσει η ανοιχτομυαλιά. Ακούω τα πάντα, τα πάντα όμως. Δηλαδή και Άντζυ Σαμίου και Λεντ Ζέπελιν. Ο γιος μου ακούει τραπ, πλάκα έχει κι αυτό. Προτιμώ να ακούει τραπ, από το να βλέπει όλη μέρα το χαζοκούτι. Ευτυχώς, τα νέα παιδιά δε πήραν αυτήν την κακή μας συνήθεια. Κι εγώ που λέω να την κόψω, δεν μπορώ. Από την άλλη, πρέπει και κάπως να ενημερωθείς, λίγο πολύ να ξέρεις τι σου γίνεται. Με το Ιντερνέτ δεν τα πάω και τόσο καλά. Ξέρω να μπω σε δυο σάιτ, να στείλω ένα μέιλ, μέχρι εκεί. Δεν ξέρω αν κάνω για πατέρας, άραγε έπρεπε να γίνω ποτέ πατέρας; Μεγάλωσα εγώ ποτέ; Κι από την άλλη, τι να κάνεις, να μείνεις άκληρος; Τα παιδά είναι το νόημα και η ομορφιά της ζωής, εγώ για τον γιο μου δουλεύω και κουράζομαι. Δεν κατανοεί πάντα τις θυσίες μου και έχει παράπονα: λέει πως δεν τον καταλαβαίνω.
Τι να καταλάβω; Οι γονείς δεν είναι φιλαράκια με τα παιδιά, δεν είναι για να τα κατανοούν, αλλά για να τα φροντίζουν. Μην τα ισοπεδώσουμε και όλα.
Μου λέει η γυναίκα μου να διαβάσω κανένα βιβλίο. Άλλη και τούτη. Είδα κι αυτήν πώς πρόκοψε με τα διαβάσματα. Μεγαλύτερο μισθό βγάζω εγώ που, ναι, δεν θα ντραπώ, βιβλία δεν διαβάζω. Ξέρω να σταθώ σε μια παρέα, να πω ποιος ήταν ο Καβάφης ή για τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη, αλλά εντάξει, είμαστε και άντρες, παιδιά του μεροκάματου κάποτε που με κόπο και λίγη τύχη ανεβήκαμε και κάναμε προκοπή. Ας διαβάσει η νέα γενιά. Αλλά τι να ξεστραβωθεί κι αυτή; Χορεύουν μπροστά από τις οθόνες σαν τα βλαμμένα. Χαμένη γενιά. Τα παιδιά των πλουσιών ας φύγουν έξω, να χορεύουν μπορστά από ακριβότερες οθόνες, να πάνε στα Χάρβαρντ κι ύστερα να ρθουν να κυβερνήσουν εμάς, την πλέμπα.
Κι εμείς, λοιπόν, οι λιγότερο προνομιούχοι, ας μείνουμε στην Ελλάδα με όλους τους μουσουλμάνους, τους γκέι που πάνε να μας πλασάρουν για φυσιολογικούς, την επιβολή της τεχνολογίας σε όλες τις πτυχές της ζωής μας και τα καθίκια τους πολιτικούς που μόνο να τρώνε ξέρουν. Πάει, πέθανε το παλιό μοντέλο του οικογενειάρχη που ζούσε απλή ζωή, κάνοντας το πολύ καμιά κουτσουκέλα πού και πού γιατί είναι κι άνθρωπος κι αυτός κι έχει ψυχούλα. Τώρα, πρέπει οι νοικοκυραίοι να απολογούνται, να κρύβονται. Όπως κι οι ωραίες γυναίκες το ίδιο πράμα. Πρέπει δηλαδή η ωραία να’ ναι το ίδιο πράγμα με την άσχημη και την χοντρή. Τώρα, πρέπει να’ ναι όλες όμορφες! Ίσωμα όλα! Αφού εσύ δεν είσαι ωραία, καλό μου, εσύ είσαι πατσαβούρα, πώς να το κάνουμε; Και αν σου πω και κανένα κομπλιμέντο, με λες και φαλλοκράτη. Βρε ουστ.
Πάνε, παιδί μου, να περάσουν άλλα πράγματα και καταστάσεις, συμφέροντα δικά τους. Μας έπεισαν ότι υπάρχει ιός, μας έπεισαν για τα πάντα. Τα κουμάντα είναι από αλλού, από πάνω. Σε ποια ιδέα να πιστέψεις; Κι εγώ σα νέος είχα ιδέες. Και ΠΑΣΟΚ και απ’ όλα. Κι είχα ερωτευτεί ένα κορίτσι πολύ, αλλά δεν τ’ άφησε ο πατέρας του να πάρει τον γιο του τσαγκάρη. Και κλάμα και πίκρα για καιρό πολύ. Και μετά στρατός. Κι η ζωή ξεδιπλώθηκε.
Δεν αλλάζει η ζωή. Ούτε θα βγω στα 50 μου να σηκώσω παντιέρα. Απέναντι σε ποιον μωρέ; Κανείς δεν μου φταίει στ’ αλήθεια, το ξέρω. Ούτε μπορώ να τα ισοπεδώνω και όλα πάντα, ξέρω ότι το κάνω αυτό, μου το λέει και η γυναίκα. Με πιάνουν τα νεύρα μου καμιά φορά. Δεν τα βγάζω πέρα με την ακρίβεια, αλλά και τι να κάνεις; Να πας να ζήσεις σε κανένα χωριό; Πολλά τα αδιέξοδα, αλλά αν τα σκεφτείς απλά, βγαίνει η εξίσωση λίγο πολύ.
Πάει, πέρασαν τα χρόνια, Οι επαναστάσεις είναι για τη νεολαία. Αλλά κι αυτή πώς να επαναστατήσει; Αφού τα βρίσκει βολικά με τα κινητά και με όλα αυτά.τα κόλπα. Ό, τι και να λέμε, μια μπουκιά ψωμί, το σπιτάκι μας και πέντε μέρες διακοπές τον χρόνο τα’ χουμε. Τι θέλει, μωρέ, κι ο άνθρωπος για να’ ναι ευτυχισμένος; Εμείς δεν γεννηθήκαμε στα πλούτη. Αυτά μπορούμε, αυτά μας αναλογούν κι όποια σκέψη ότι ο κόσμος μπορεί να αλλάξει είναι σκέψη για χαζούς. Ή για κομμουνιστές ονειροπαρμένους. Άλλοι και τούτοι. Με αυτά που έχουμε πορευόμαστε. Και μια μέρα θα πεθάνουμε. Όλοι ρε θα πεθάνουμε! Κι εκεί να δούμε τι δικαιοσύνη θα βρει τον καθένα. Εγώ πιστεύω στον Θεό και πάω εκκλησία. Δεν είμαι κανένας θρησκόληπτος, αλλά θα πάω ν’ ανάψω κερί. Έτσι μάθαμε εμείς. Έτσι ξέρουμε. Αυτά κάνουμε.
Κακό δεν κάνω σε κανέναν. Αλλά, να σας πω, ούτε και καλό κάνω. Για μένα έκανε ποτέ κανείς καλό; Μην τα ισοπεδώσουμε και όλα, γιατί στο τέλος θα μας πούνε και μαλάκες. Ήδη δηλαδή έτσι μας λένε. Ποιοι; Οι υπόλοιποι μαλάκες. Αυτοί που λερώνουν με γκράφιτι τον τοίχο. Να βγω να καθαρίσω τις βρωμιές σήμερα, μόλις πέσει η ζέστη. Άκου εκεί, να τα ισοπεδώσουμε όλα. Μωρέ λες να τα ισοπεδώσουμε; Να πάνε όλα στο διάολο;»
*ο κυρ Ηλίας είναι ένα φανταστικό πρόσωπο, βασισμένο όμως πλήρως σε εντελώς πραγματικά πρόσωπα και σκέψεις προσώπων