Όσο νωρίς κι αν ξεκινήσεις, όσο προετοιμασμένος κι αν νομίζεις ότι είσαι ψυχολογικά, ποτέ δεν ξέρεις τι θα συναντήσεις οδηγώντας στην Αθήνα. Κάθε διαδρομή επιφυλάσσει μία έκπληξη, σίγουρα όχι από αυτές που μπορούμε να βρούμε στα σοκολατένια αυγά. Αναφέρομαι σε αυτή που θα σε κάνει να αναφωνήσεις, να μονολογήσεις και πολύ σύντομα να απηυδήσεις. Η πορεία προς τον τελικό προορισμό μετατρέπεται σε αγώνα μετ’ εμποδίων, τα οποία δεν μπορείς να υπερπηδήσεις με κάποιον τρόπο. Το «δεν μπορείς να πιστέψεις τι μου έτυχε στον δρόμο» πλέον είναι καθημερινό φαινόμενο, δεν πιστεύω ότι τα έχω δει όλα, όμως μία τυπική μέρα στους δρόμους της πρωτεύουσας – ειδικά αν σε ακολουθεί η γκαντεμιά όπως εμένα- θα σε κάνει να πεις αβίαστα «τα έχω δει όλα».
Μία διαδρομή-όνειρο στην Αθήνα
Δευτέρα πρωί (ήδη όλο λάθος), ξεπαρκάρω και το στενό που πρέπει να στρίψω είναι κλειστό γιατί εκείνη την ώρα βρισκόταν σε εξέλιξη μετακόμιση. Αναγκάζομαι να κάνω τον κύκλο και το επόμενο στενό που μπορούσα να στρίψω προφανώς είχε κίνηση, αφού κι αυτοί θα χρησιμοποίησαν αυτόν τον δρόμο ως εναλλακτική εξαιτίας της μετακόμισης. Μετά από 7 λεπτά και αφού με έχει πιάσει το φανάρι δύο φορές, καταφέρνω να βγω στην Πατησίων, όπου είναι η αφετήρια για τον πραγματικό Γολγοθά που θα ακολουθήσει. Η μεγαλύτερη έκταση της λεωφορειολωρίδας ήταν κατειλημμένη από αυτοκίνητα με αναμμένα αλάρμ και όλα συμπτωματικά ήταν μπροστά από take away καφέ. Αυτό σημαίνει ότι όλα τα τρόλεϊ και τα λεωφορεία έκοβαν συνεχώς την κυκλοφορία της δικής μας λωρίδας, προκειμένου να κάνουν προσπέραση, ώστε να καταφέρουν να πάνε στην επόμενη στάση.
Όλες αυτές οι προσπεράσεις προκαλούσαν αρκετές καθυστερήσεις στη διαδρομή και όπως ήταν επόμενο σχεδόν κάθε φανάρι που συναντούσα πολύ γρήγορα γινόταν κόκκινο. Πηγαίνοντας προς την Πλατεία Αμερικής, παρατηρώ την κίνηση να αυξάνεται, με εμένα ξαφνικά να πηγαίνω μόνο με 1η, «μα καλά τι γίνεται πάλι;» αναρωτήθηκα. Η απορία μου λύθηκε μετά από 5 περίπου δευτερόλεπτα όταν άκουσα «ο παλιατζής, ο παλιατζής, όλα τα παλιά μαζεύω». Στο άκουσμα αυτής της μελωδικής φράσης, έστριψα στο επόμενο στενό που μπορούσα. Ναι, υπήρχαν πινακίδες “stop” σχεδόν σε κάθε στενό, όμως η κυκλοφορία των οχημάτων ήταν ομαλή. Πλέον ο λεβιές ταχυτήτων πήγαινε μέχρι την “δευτέρα”, αλλά εγώ είχα αρχίσει να πιστεύω ότι θα έρθει η Δευτέρα Παρουσία μέχρι να φτάσω στην περιοχή του Γκύζη που ήταν ο τελικός προορισμός μου.
Κατάφερα να φτάσω στα μισά της διαδρομής μέσα από τα στενά της Κυψέλης (ποιος να το περίμενε;!) και για μια στιγμή πίστεψα ότι ίσως καταφέρω να φτάσω στην ώρα μου. Αμ δε! Το απορριμματοφόρο του Δήμου Αθηναίων είχε άλλα σχέδια που αποφάσισε να κάνει συλλογή τέτοια ώρα. Δεν ήθελα να ξαναστρίψω σε άλλο στενό για να απεγκλωβιστώ, αυτή ήταν χαριστική βολή που με έκανε να αποδεχθώ τη μοίρα ου. Δυνάμωσα το ραδιόφωνο και άρχιζα να παρατηρώ τους ανθρώπους, που περνούσαν από δίπλα μου πεζοί. Δεν έχετε ιδέα πόσο τους ζήλευα! Αυτοί τουλάχιστον μπορούσαν να δουν τον ουρανό, εγώ τον μόνο ουρανό που έβλεπα, ήταν του αυτοκινήτου.
Βγαίνοντας στην Ευελπίδων, άρχισα να πιστεύω ότι τελικά υπάρχει ελπίδα. Απείχα μόλις 2,5 χιλιόμετρα από τον τελικό προορισμό και ήξερα ότι τα χειρότερα είχαν περάσει. Έξω δεν έπεσα, ωστόσο διαδρομή χωρίς να συναντήσω κάποιο ταξί που θα σταματήσει μπροστά μου για να κάνει αποβίβαση, δεν έχει υπάρξει ακόμα. Το ταξί ήταν η έκπληξη που ανέφερα στην αρχή του κειμένου, όχι αυτή που προέρχεται από το γνωστό σοκαλατένιο αυγό, η άλλη που σε αφήνει άναυδο, ειδικά όταν συμβαίνει μόλις μερικά μέτρα πριν τραβήξεις το χειρόφρενο και επιτέλους καταφέρεις να αποχαιρετήσεις το αμάξι για τις επόμενες ώρες (που θα ήθελες να είναι μέρες).
Τα αλάρμ αναβόσβηναν για αρκετά δευτερόλεπτα μέχρι να ανοίξουν οι 3 πόρτες του ταξί, συμπεριλαμβανομένου του οδηγού. Αμέσως κατάλαβα ότι πρόκεται να ανοιξει το πορτμπαγκάζ, όπως και έγινε. Όχι, δεν ήταν μόνο μία τσάντα ή βαλίτσα όπως θα ήθελα να πιστεύω, αλλά το μισό ΙΚΕΑ. Πίσω δεν μπορούσα να πάω, να στρίψω δεν μπορούσα, αναγκάστηκα να μείνω καθηλωμένη να παρατηρώ το ξεφόρτωμα μέχρι την είσοδο της πολυκατοικίας που βρισκόταν στα αριστερά. Ένα κατάλογο δεν μου έδωσαν τουλάχιστον για να χαζέψω, ώστε να περάσει η ώρα. Όχι, ότι ήταν πολλή, αλλά ήθελα να γκρινιάξω λιγάκι, δεν πέρασα και λίγα. Κανονικά έπρεπε να με περιμένουν διασωστές με κουβέρτα και ζεστή σοκολάτα, αλλά δυστυχώς το τέλος αυτού του θρίλερ δεν ήταν σε κάποια ταινία, αλλά στην Αθήνα.
Η αλήθεια είναι ότι θα μπορούσα να είχα καθυστερήσει περισσότερο, αν υπήρχαν κι άλλα απρόοπτα, όπως να πλημμυρίσουν οι δρόμοι ή να κάνουν διαμαρτυρία στη μέση της Πατησίων τα περιστέρια, επειδή δεν ρίχνουμε αρκετή σφολιάτα από την τυρόπιτα στον δρόμο. Νιώθω τυχερή, λοιπόν, που οδηγώ στους δρόμους της Αθήνας χωρίς να μου κολλάει κάποιος βαρέα και ανθυγιεινά. Ανυπομονώ για τις επόμενες διαδρομές και τις επόμενες “εκπλήξεις” που θα έρθουν.