Ένα κείμενο σπονδυλωτό, ένα κείμενο που μοιάζει, μες στο κεφάλι μου, περισσότερο με ταινία μικρού μήκους. Ένα κείμενο για την αποκέντρωση.
Εικόνα πρώτη: Η καθημερινότητα
Λεωφορείο, τρεχάλα, πανικός. Η ώρα δέκα παρά τέταρτο. Γιατί άργησε πάλι τόσο το 14; Πάλι θα αργήσω στην δουλειά, πάλι, ενώ ξύπνησα στην ώρα μου. Το οκτάωρο είναι δεκάωρο. Μία ώρα πήγαινε μία ώρα έλα. Πότε θα μπουν τα λεφτά από το τιμολόγιο που έκοψα την προηγούμενη εβδομάδα; Έχω μείνει με δεκατρία ευρώ και θέλει ο μήνας δέκα μέρες για να βγει. Σιωπή τώρα, σιωπή. Πρέπει να πατάξω την μιζέρια, να επανακτήσω την καλή μου διάθεση και να σκεφτώ άρθρα, θέματα, ιδέες να γράψω. Η δουλειά μου είναι να γράφω. Ζω από τις λέξεις μου, τις ιδέες μου. Ονειρικό; Ναι. Αλλά καμιά φορά, το όνειρο γίνεται εφιάλτης. Δεν μπορείς να έχεις κάθε μέρα κάτι έξυπνο στο κεφάλι σου, κάτι εμπνευσμένο. Κάποιες φορές είναι ευκολότερο να πας στην Θεσσαλονίκη με τα πόδια από το να στρωθείς να τελειώσεις 600 λέξεις. Μοιάζουν με πρόκες που σου καρφώνουν τα μηνίγγια και τα δάχτυλα. ”Μα…εσύ το διάλεξες”. (”Χαίρω πολύ”)
Εικόνα δεύτερη: Η βία της καθημερινότητας
Μία του μήνα. Μπήκε ο μισθός. 800 ευρώ καθαρά. Εξανεμίζεται ο μισός για να πληρωθεί το ενοίκιο. Η σκέψη ότι δουλεύω για να μην είμαι άστεγη με εξοργίζει. Αναρωτιέμαι πώς ζουν οι συνάνθρωποί μου. Δεν έχω ιδέα πώς ξοδεύονται τα υπόλοιπα 400 ευρώ. Το σούπερ μάρκετ έχει ακριβύνει φριχτά. Έτσι ζούμε όλοι. Πληρώνουμε το ποτό μας και στην κάρτα έχουμε άλλα δεκαπέντε ευρώ για μέχρι τότε. Μας έχει δανείσει η μάνα μας. Μας κέρασε πάλι ο γκόμενός μας. Βγήκε στην ζούλα κι ένα μανικιούρ. Σχέδια μηδέν. Τι σχέδια; Κάτσε να έχουμε και αύριο δουλειά. Πώς από 18 με τόσες ελπίδες, φτεροτσακισμένες κι αυτές, βέβαια, ελέω κρίσης, φτάσαμε 30 κι επιζήσαμε. Πόσοι από εμάς άλλαξαν ζωές δέκα φορές; Μετακομίσεις, σπουδές, εξωτερικά, πήγαινε έλα, ματαιωμένα όνειρα για μητρότητα-άντε μεγάλωσε παιδί που σκέφτεσαι το ελαιόλαδο που αγοράζεις πόσο κοστίζει-, δουλειές σε σεζόν αιματηρές και ζόρικες, απόπειρες για άγρα χρημάτων ψηφιακά, κάποιες πετυχημένες και τελικά ένα συμπέρασμα: όποιος μπορεί να βγάζει κάτι αξιοπρεπές το μήνα δουλεύει πολύ ή για πολλούς. Είτε είναι σε μια εταιρεία με δεκάωρα και ανύπαρκτα σχεδόν ΣΚ είτε είναι ελεύθερος επαγγελματίας/τρεχαντήρι που κάνει κάτι γαμάτο, καλλιτεχνικό, ινφλουενσερίστικο, αλλά του φεύγει ο πωπούλης πρωί-βράδυ σε μετρό, ραντεβού, τηλέφωνα, αϋπνίες. Τελεία.
Πόσο γρήγορα, Θεέ μου, περπατάω στην Πατησίων, στην Σταδίου, στην Πανεπιστημίου, πόσο ορμητικά ανηφορίζω την Μυαρομιχάλη, την Μπενάκη, πόσες λεπτομέρειες μου ξεφεύγουν, ναι, μυρίζω το αγιόκλημα, ίσως ένα γρήγορα στόρυ, σε 5 λεπτά πρέπει να είμαι εκεί και μετά εκεί κι εκεί κι εκεί κι αυτή η παράσταση κι αυτή η πρόσκληση και να φάω κι ένα σουβλάκι στα γρήγορα να το ρεύομαι μισή ώρα μετά και, νύχτωσε, έχει πάει πάλι 01:00, ποιος ξυπνάει πάλι αύριο να τρέχει, πρέπει, πρέπει να κοιμηθώ, μας δεν μπορώ, δεν κλείνει ο μάτης, ένα τσιγάρο, τέλεια, ταχυπαλμία τώρα, λίγο νερό, ένα τσιγάρο ακόμα, λίγο σκρολάρισμα στο τικ τοκ, 3 το πρωί, μήπως να το πάω σερί; Μπα. Δεν είμαι 20 χρονών πια.
Εικόνα τρίτη: Το σχεδίασμα της εξόντωσης της βίας της καθημερινότητας
Το συμβόλαιό μου λήγει. Για να το ανανεώσω πρέπει να συμφωνήσω σε 70 ευρώ αύξηση. 70 ευρώ από τα ήδη ελάχιστα που μου απομένουν για να ζω σαν άνθρωπος: με ένα βιβλίο, μια συναυλία, ένα θέατρο, ένα φαγητό έξω μια στο τόσο. Λέω όχι. Λέω όχι, ρε πούστη μου. Δεν είναι ζωή αυτή. Και ποια είναι; Αυτή που σε λούζει το φως. Αυτή που βλέπεις φύση. Όποια φύση: λίγο κύμα, μια ραχούλα, ένα δέντρο ψηλό με δροσερή σκιά Αυτή που δεν περπατάς σαν την Κατερίνα Θάνου στον δρόμο, αλλά σαν τον εαυτό σου. Αυτή που ανασαίνεις. Που έχεις ύπνο τα βράδια. Που έχεις χρόνο να κάνεις έρωτα με τον άνθρωπό σου-ή με άλλους ανθρώπους, τέλος πάντων. Που σε ρωτούν: «Τι κάνεις;» και δεν απαντάς «στο τρέξιμο». Που απαντάς: «Καλά, προσπαθώ. Πήγα σήμερα κι είδα αυτό. Σκέφτηκα αυτό. Σχεδιάζω να κάνω εκείνο. Εσύ;».
Ενημερώνω πως θα φύγω από το σπίτι. Και θα πάω πού; Το πατρικό μου έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να μη με χωρά πίσω ξανά ως προστατευόμενο μέλος. Φίλοι πολλοί. Λίγοι οι καλοί. Όλοι πρόθυμοι να με φιλοξενήσουν. Φυσικά και το αίσθημα, η αγάπη, ο έρωτας. Ναι. Αλλά, όχι. Όχι έτσι, σαν λύση ανάγκης. Δεν ξεσπιτώθηκα για αν επανασπιτωθώ. Δεν μετακόμισα για να μείνω κάπου όπου αντί για 500 πάγια, θα δίνω 300. Για 200 ευρώ έγινε όλη αυτή η μανούρα; Όχι. Η λύση δεν μπορεί, θα πρέπει να βρίσκεται κάπου αλλού.
Εικόνα τέταρτη: Η τελική ευθεία ή το Φευγιό
Κρατώ σημειώσεις. Η φίλη από την Θεσσαλονίκη. Η συνεργάτιδα από την Άρτα. Ο ξάδερφος του κολλητού από εκεί. Κι από εκεί. Κι από πέρα, κι από δώθε. Μικρή έρευνα στο airbnb. Τι διάολο; Πόσο θα κοστίζει ένα τριήμερο διανυκτέρευσης στην Ξάνθη; Αν υπολογίσω τι δίνω για τα πάγια ενός σπιτιού, βγαίνει να ταξιδέψω σε διάφορα μέρη. Να μην έχω σπίτι. Να γίνω νομάς. Να σχεδιάσω εκδρομές σε μέρη ανεπίσκεπτα, μακρινά μου, παραμελημένα από μένα. Πάνω, Βορράς: Θράκη, Μακεδονία. Ύστερα, Ήπειρος. Να κάτι σπιταρώνες με 250 ευρώ το μήνα-και πολλά λέω. Με φθηνότερη ζωή. Κι από εδώ, με 6, 7,8 ευρώ ΚΤΕΛ συναντάς ομορφιές και μεγαλεία: φαράγγια, ταβέρνες που με δεκαπέντε ευρώ το άτομο σκας κι ευφραίνεσαι, λίμνες, διαδρομάρες και, φυσικά, υπέροχους ανθρώπους. Με άλλου τύπου ηρεμία κι ευγένεια. Όχι αυτή την κουλτουρακίζουσα, την αθηναϊκή. Πόσοι φίλοι θέλουν να με δουν, πόσους να δω; Θα το βάλω μπρος. Θα το τολμήσω. Θα δουλεύω με το λάπτοπ μου από απόσταση: πάνω κάτω, αυτό συνέβαινε και πριν, για διάφορες συνεργασίες. Για κάποιες δουλειές, δεν γίνεται. Τις χάνω. Βρίσκω άλλες. Αλλά, τώρα, μπορώ να ζήσω και με 100-200 ευρώ λιγότερα. Περνούν μέρες με καφέ ελληνικό στο μπρίκι, αυγουλάκι χωριάτικο και ψωμί φουρνιστό, ένα ποτήρι κρασί, ύπνο, ραχάτι στην αυλή, φωτογράφιση των λουλουδιών στις γλάστρες, ύπνος νωρίς, ξύπνημα νωρίς.
Τα προβλήματα δεν λύνονται. Τα λεφτά δεν είναι περισσότερα. Αλλά…υπάρχει ένα αλλά. Ένα ανάλαφρο αλλά, που κάνει την διαχείριση των προβλημάτων, της ακρίβειας (τα σούπερ μάρκετ παραμένουν ένας dangerous για την ψυχική υγεία προορισμός όπου και να είσαι) των σχεσιακών μπερδεμάτων, λίγο πιο εύκολη, λίγο πιο γλυκιά. Μια ματιά ρίχνεις στον ουρανό, τη νύχτα φαίνονται τ’ αστέρια. Οι ύπνοι είναι πιο βαθείς, πιο ποιοτικοί. Ο αέρας που μπαινοβγαίνει στα πνευμόνια. Οι ορχήστρες πουλιών, τα μικρά έντομα στα φύλλα. Η απομάκρυνση, κυρίως, από την σκοτεινή μυθολογία της μητρόπολης, πρώτη δέσμια της οποίας έχω υπάρξει εγώ η ίδια. Μέχρι που η γκρίνια (η δική μου και των γύρω) με έπνιξε. Δεν μπορούσα να ανασάνω. Ούτε το Au Revoir, ούτε το Galaxy, ούτε ο Πειναλέων, ούτε το Υπόγειο του Κουν, ούτε το Σινέ Λιλά, ούτε το ολάνθιστο μπαλκόνι του πατρικού μου στο Μοσχάτο με έσωζαν. Ο δρόμος, μόνο ο δρόμος τώρα. Σαν μάσκα οξυγόνου. Κι η ζωή σε άλλες πόλεις (ναι, και χωριά) που έχουν τα δικά τους Au Revoir, τα δικά τους χούγια, χνώτα, χνάρια. Τους παραδόθηκα αμαχητί. Και τελώ υπό την επήρειά τους. Απολαμβάνοντας το πόσο ήρεμα αναπνέω και περπατώ εδώ και μερικές ημέρες, που πήρα να προσαρμόζομαι…