Το Πάσχα, όπως κάθε εορταστική περίοδος και παράδοση που σέβεται τον εαυτό της, είναι γεμάτο κλισέ ατάκες και στερεοτυπικές καταστάσεις που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εκπλήξεις και απρόσμενες εξελίξεις. Το Πάσχα, για μένα, είναι η ιδανική αφορμή να επιστρέψεις για κάποιες μέρες στο χωριό -αν έχεις, φυσικά- και να ξεμπλοκάρεις λίγο τα μποτιλιαρισμένα τσάκρα σου από τη βάρβαρη καθημερινότητα της πόλης. Βλέπεις, το Πάσχα στις μεγαλουπόλεις δεν έχει καμία σχέση με τις ιεροτελεστίες που συντελούνται στα μικρά χωριά -που νομίζουν ότι είναι μεγάλα- της επαρχιακής υπαίθρου. Γραφικοί οικισμοί φιλοξενούν γραφικές προσωπικότητες που, είτε είναι συγγενείς είτε φίλοι και γνωστοί σου, έχεις κάτι να θυμάσαι απ’ αυτούς, και κάθε φορά που πηγαίνεις στο χωριό ανανεώνεις αυτές τις αναμνήσεις με νέες, αλλά στην ουσία επαναλαμβανόμενες, πασχαλιάτικες εμπειρίες.
Παλαιότερα, δεν μπορούσα να φανταστώ τη συνθήκη «Πάσχα στην πόλη». Είχα συνδυάσει αυτές τις μέρες με το χωριό και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όσο μεγάλωνε ο κύκλος μου -μαζί του κι εγώ, ηλικιακά- και επικοινωνούσα όλο και περισσότερο με άλλους ανθρώπους -συναδέλφους, τυχαίες γνωριμίες σε μεγάλες παρέες κ.λπ.-, συνειδητοποίησα ότι το Πάσχα δεν είναι για όλους το ίδιο. Εφόσον, λοιπόν, η εμπειρία του καθενός ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη απ’ του άλλου, δύσκολα μπορούσα εγώ να ταυτιστώ μαζί τους και εκείνοι με εμένα. Δεν ήξερα πώς μπορεί να είναι το Πάσχα στην Αθήνα -ούτε ήθελα, μέχρι κάποια περίοδο, να μάθω-, αλλά η ζωή έχει το δικό της πλάνο και αφού δεν μπορούμε να της πάμε κόντρα, έζησα πώς είναι να περπατάς στην οδό Σωρού πίσω από τον Επιτάφιο και να ψήνεις αρνί στο Μαρούσι. Τελικά, μια χαρά ήταν. Μου άρεσε, και έτσι επαναλήφθηκε. Πολύ αργότερα, ήρθε το πρώτο lockdown της πανδημίας, που μας βρήκε στα μπαλκόνια μας να ευχόμαστε από μακριά στους γείτονες. Ακολούθησε και η επόμενη χρονιά στην Αθήνα, χωρίς lockdown, αλλά Ανάσταση με μάσκες και σε απόσταση από τους φανατικούς που συνωστίζονταν.
Τώρα όλα αυτά μοιάζουν με μακρινό παρελθόν, ειδικά οι Covid-19 καταστάσεις, και ο καθένας (νομίζει πως) ορίζει τη ζωή όπως τη θέλει, οπότε κάνουμε Πάσχα χωρίς περιορισμούς, ταξιδεύοντας και εξερευνόντας. Στην τελική, όπου και να πάτε αυτές τις μέρες, με όποιους ανθρώπους και να συναναστραφείτε το ζητούμενο είναι ένα: να αφήσετε τον εαυτό σας ελεύθερο για να μπορέσει να αδράξει κάθε μικρή πιθανότητα απόλαυσης, χαράς και στιγμιαίας ευτυχίας. Αν όλα αυτά συμβούν και σε ένα οικείο -αλλά ταυτόχρονα ευχάριστο- περιβάλλον, τότε θα αποζημιωθείτε για την απόφαση που πήρατε. Και εγώ, αν και είμαι πλέον σε θέση να αναγνωρίσω την ομορφιά της όποιας κατάνυξης σε αυτή τη χαοτική μεγαλούπολη, εξακολουθώ να πιστεύω πως «σαν το Πάσχα στο χωριό, δεν έχει». Εκεί άλλωστε ακούγονται κάθε χρονιά και οι πιο αναμενόμενες, χιλιοειπωμένες και κλισέ ατάκες -όπως αυτές που θα διαβάσετε παρακάτω- οι οποίες κι αυτές έχουν την δική τους ιδιαίτερη ομορφιά.
Μεγάλη Παρασκευή, Επιτάφιος
«Άντε, βάρεσε η καμπάνα! Ελάτε»
«Θα κάνει όλη τη διαδρομή όπως παλιά;»
«Να τον δεις, είναι πολύ όμορφος!»
«Ρε συ, πόσο μεγάλωσε;»
«Δεν έχει πολύ κόσμο φέτος»
«Πότε ήρθατε;»
«Να, θα γυρίσει τώρα για να επιστρέψουμε»
«Φεύγουμε;»
Μεγάλο Σάββατο, Ανάσταση
«Τι ώρα θα πάμε;»
«Τα φαναράκια!»
«Πρόσεξε μη σου στάξει στα παπούτσια, δε βγαίνει μετά»
«Α, ωραία λαμπάδα!»
«Περάστε αύριο καμιά βόλτα απ’ το σπίτι»
«Δεν τη βλέπω και σήμερα. Μάλλον δε θα κατέβηκε φέτος»
«Πρόσεξε μην κάψεις το μαλλί της μπροστινής»
«Το είπε;»
«Μην πας από εκεί, ρίχνουν!»
«Να, φέρε το φως»
«Έλα, άναψε από μένα»
«Ποιος θα την κρατήσει αναμένη μέχρι το σπίτι;»
«Μισό λεπτό, φέρνω το ψωμί»
«Θα βγούμε;»
«Θα σηκωθώ εγώ στις 7 και θα σας ξυπνήσω, μην ανησυχείς»
Κυριακή του Πάσχα
«Τι ώρα το βάλαμε;»
«Να ψηθεί καλά, ε!»
«Καλό το βλέπω»
«Θέλει κι άλλο»
«Έχει άλλες μπύρες;»
«Κόψατε πιπεριές για το κοντουσούβλι;»
«Κλείσε το ψυγείο, είναι το γλυκό μέσα»
«Ρε σεις, ας βγάλει κάποιος μια φωτογραφία!»
«Εγώ δεν τρώω αρνί»
«Δε θα φτάσουν τα κάρβουνα…»
«Αυτός είναι ο καλύτερος μεζές»
«Πες τους να ετοιμάσουν το τραπέζι»
«Ξετυλίγεται το κοκορέτσι, παιδιά»
«Μη φας άλλο, μετά δε θα έχεις όρεξη»
«Κόψε λίγο να τσιμπήσουμε»
«Πόσοι είμαστε;»
«Φάε μυαλό, ρε, δεν ξέρεις τι χάνεις…»
«Να τσουγκρίσουμε!»
«Έσκασα…»
«Δουλεύεις την Τρίτη;»
Το Πάσχα, όπως κάθε εορταστική περίοδος και παράδοση που σέβεται τον εαυτό της, είναι γεμάτο κλισέ ατάκες και στερεοτυπικές καταστάσεις που δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για εκπλήξεις και απρόσμενες εξελίξεις. Το Πάσχα, για μένα, είναι η ιδανική αφορμή να επιστρέψεις για κάποιες μέρες στο χωριό -αν έχεις, φυσικά- και να ξεμπλοκάρεις λίγο τα μποτιλιαρισμένα τσάκρα σου από τη βάρβαρη καθημερινότητα της πόλης. Βλέπεις, το Πάσχα στις μεγαλουπόλεις δεν έχει καμία σχέση με τις ιεροτελεστίες που συντελούνται στα μικρά χωριά -που νομίζουν ότι είναι μεγάλα- της επαρχιακής υπαίθρου. Γραφικοί οικισμοί φιλοξενούν γραφικές προσωπικότητες που, είτε είναι συγγενείς είτε φίλοι και γνωστοί σου, έχεις κάτι να θυμάσαι απ’ αυτούς, και κάθε φορά που πηγαίνεις στο χωριό ανανεώνεις αυτές τις αναμνήσεις με νέες, αλλά στην ουσία επαναλαμβανόμενες, πασχαλιάτικες εμπειρίες.
Παλαιότερα, δεν μπορούσα να φανταστώ τη συνθήκη «Πάσχα στην πόλη». Είχα συνδυάσει αυτές τις μέρες με το χωριό και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Όσο μεγάλωνε ο κύκλος μου -μαζί του κι εγώ, ηλικιακά- και επικοινωνούσα όλο και περισσότερο με άλλους ανθρώπους -συναδέλφους, τυχαίες γνωριμίες σε μεγάλες παρέες κ.λπ.-, συνειδητοποίησα ότι το Πάσχα δεν είναι για όλους το ίδιο. Εφόσον, λοιπόν, η εμπειρία του καθενός ήταν εκ διαμέτρου αντίθετη απ’ του άλλου, δύσκολα μπορούσα εγώ να ταυτιστώ μαζί τους και εκείνοι με εμένα. Δεν ήξερα πώς μπορεί να είναι το Πάσχα στην Αθήνα -ούτε ήθελα, μέχρι κάποια περίοδο, να μάθω-, αλλά η ζωή έχει το δικό της πλάνο και αφού δεν μπορούμε να της πάμε κόντρα, έζησα πώς είναι να περπατάς στην οδό Σωρού πίσω από τον Επιτάφιο και να ψήνεις αρνί στο Μαρούσι. Τελικά, μια χαρά ήταν. Μου άρεσε, και έτσι επαναλήφθηκε. Πολύ αργότερα, ήρθε το πρώτο lockdown της πανδημίας, που μας βρήκε στα μπαλκόνια μας να ευχόμαστε από μακριά στους γείτονες. Ακολούθησε και η επόμενη χρονιά στην Αθήνα, χωρίς lockdown, αλλά Ανάσταση με μάσκες και σε απόσταση από τους φανατικούς που συνωστίζονταν.
Τώρα όλα αυτά μοιάζουν με μακρινό παρελθόν, ειδικά οι Covid-19 καταστάσεις, και ο καθένας (νομίζει πως) ορίζει τη ζωή όπως τη θέλει, οπότε κάνουμε Πάσχα χωρίς περιορισμούς, ταξιδεύοντας και εξερευνόντας. Στην τελική, όπου και να πάτε αυτές τις μέρες, με όποιους ανθρώπους και να συναναστραφείτε το ζητούμενο είναι ένα: να αφήσετε τον εαυτό σας ελεύθερο για να μπορέσει να αδράξει κάθε μικρή πιθανότητα απόλαυσης, χαράς και στιγμιαίας ευτυχίας. Αν όλα αυτά συμβούν και σε ένα οικείο -αλλά ταυτόχρονα ευχάριστο- περιβάλλον, τότε θα αποζημιωθείτε για την απόφαση που πήρατε. Και εγώ, αν και είμαι πλέον σε θέση να αναγνωρίσω την ομορφιά της όποιας κατάνυξης σε αυτή τη χαοτική μεγαλούπολη, εξακολουθώ να πιστεύω πως «σαν το Πάσχα στο χωριό, δεν έχει». Εκεί άλλωστε ακούγονται κάθε χρονιά και οι πιο αναμενόμενες, χιλιοειπωμένες και κλισέ ατάκες -όπως αυτές που θα διαβάσετε παρακάτω- οι οποίες κι αυτές έχουν την δική τους ιδιαίτερη ομορφιά.
Μεγάλη Παρασκευή, Επιτάφιος
«Άντε, βάρεσε η καμπάνα! Ελάτε»
«Θα κάνει όλη τη διαδρομή όπως παλιά;»
«Να τον δεις, είναι πολύ όμορφος!»
«Ρε συ, πόσο μεγάλωσε;»
«Δεν έχει πολύ κόσμο φέτος»
«Πότε ήρθατε;»
«Να, θα γυρίσει τώρα για να επιστρέψουμε»
«Φεύγουμε;»
Μεγάλο Σάββατο, Ανάσταση
«Τι ώρα θα πάμε;»
«Τα φαναράκια!»
«Πρόσεξε μη σου στάξει στα παπούτσια, δε βγαίνει μετά»
«Α, ωραία λαμπάδα!»
«Περάστε αύριο καμιά βόλτα απ’ το σπίτι»
«Δεν τη βλέπω και σήμερα. Μάλλον δε θα κατέβηκε φέτος»
«Πρόσεξε μην κάψεις το μαλλί της μπροστινής»
«Το είπε;»
«Μην πας από εκεί, ρίχνουν!»
«Να, φέρε το φως»
«Έλα, άναψε από μένα»
«Ποιος θα την κρατήσει αναμένη μέχρι το σπίτι;»
«Μισό λεπτό, φέρνω το ψωμί»
«Θα βγούμε;»
«Θα σηκωθώ εγώ στις 7 και θα σας ξυπνήσω, μην ανησυχείς»
Κυριακή του Πάσχα
«Τι ώρα το βάλαμε;»
«Να ψηθεί καλά, ε!»
«Καλό το βλέπω»
«Θέλει κι άλλο»
«Έχει άλλες μπύρες;»
«Κόψατε πιπεριές για το κοντουσούβλι;»
«Κλείσε το ψυγείο, είναι το γλυκό μέσα»
«Ρε σεις, ας βγάλει κάποιος μια φωτογραφία!»
«Εγώ δεν τρώω αρνί»
«Δε θα φτάσουν τα κάρβουνα…»
«Αυτός είναι ο καλύτερος μεζές»
«Πες τους να ετοιμάσουν το τραπέζι»
«Ξετυλίγεται το κοκορέτσι, παιδιά»
«Μη φας άλλο, μετά δε θα έχεις όρεξη»
«Κόψε λίγο να τσιμπήσουμε»
«Πόσοι είμαστε;»
«Φάε μυαλό, ρε, δεν ξέρεις τι χάνεις…»
«Να τσουγκρίσουμε!»
«Έσκασα…»
«Δουλεύεις την Τρίτη;»