Σε γενικές γραμμές, δεν έχω και τις καλύτερες σχέσεις με την τηλεόραση. Μάλιστα, τις προάλλες, οι Αναμνήσεις του Facebook μού υπενθύμισαν πώς την ημέρα που έκανα το πρώτο εμβόλιο AstraZeneca για την Covid-19, εγκαταστάθηκε στο σαλόνι μου η λεγόμενη «μικρή οθόνη» – που τι μικρή οθόνη, αφού πλέον ο μέσος όρος των ιντσών που συναντάμε στα σπίτια ξεπερνάνε τις 42, ενώ, θα λέγαμε, πως οι 60αρες είναι οι νέες 20αρες. Μέχρι τότε ό,τι παρακολουθούσα ήταν από την οθόνη του laptop, ως μια πράξη εσωτερικής αντίστασης στην αποχαύνωση του ζάπινγκ. Παρ’ όλα αυτά, και για να επιστρέψω στο θέμα, το πρόβλημά μου -προφανώς- δεν είναι η επαναστατική συσκευή που διαμόρφωσε τον κόσμο μας, αλλά το πρόγραμμα των εγχώριων τηλεοπτικών καναλιών. Το οποίο, φυσικά, έχει περάσει από διάφορες φάσεις όλο αυτά τα χρόνια και τα όποια στάνταρντ, οι όποιες τάσεις, διαμορφώνονται, όπως είναι φυσικό και αναπόφευκτο, από τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που αλλάζουν ανά περιόδους. Σε τι φάση, όμως, βρισκόματε τώρα; Και, βασικά, τι (μου) λείπει αυτή την στιγμή, περισσότερο απ’ όλα, στην ελληνική τηλεόραση;

Το βράδυ λοιπόν που παρακολούθησα την ταινία τρόμου “Late Night with the Devil”, οδηγήθηκα σε δύο διαπιστώσεις: α) η ταινία είναι εξαιρετική και σας τη συνιστώ ανεπιφύλακτα, και β) η μεταμεσονύκτια τηλεόραση έχει πάψει εδώ και αρκετά χρόνια να είναι αλλόκοτη, σουρεαλιστική και ενιότε διασκεδαστική, έχοντας αντικατασταθεί από βαρετές, “σοβαρές” εκπομπές, προβλέψιμα talk shows και επαναλήψεις. Ενδεχομένως τώρα να σκεφτείς, και εφόσον δεν έχεις δει την ταινία, πώς στο μυαλό μου δημιουργήθηκε η σύνδεση μεταξύ αυτών των δύο διαπιστώσεων. Θα σου εξηγήσω.

Στο “Late Night with the Devil” μεταφερόμαστε στο 1977 και στην ημέρα του Halloween, παρακολουθώντας το βραδινό talk show “Night Owls with Jack Delroy” σαν να έχουμε συντονιστεί -κυριολεκτικά- σε κάποιο αμερικανικό τηλεοπτικό δίκτυο. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας και παρουσιαστής του σόου, Jack Delroy (David Dastmalchian) προσπαθεί να επαναφέρει την εκπομπή του στις καρδιές των τηλεθεατών, που κάποτε τον αγαπούσαν πολύ -όχι όμως περισσότερο από τον John Carson και την εκπομπή “The Tonight Show Starring Johnny Carson”- αλλά σταδιακά η απήχησή του στο κοινό υποχώρησε, ιδιαίτερα μετά και τον θάνατο της γυναίκας του, Madeleine Piper (Georgina Haig). Ο Delroy, στην προσπάθειά του να αναστήσει την τηλεθέαση του “Night Owls”, εκείνο το βράδυ έχει στην εκπομπή μια ομάδα καλεσμένων ικανή να τινάξει τα πάντα στον (τηλεοπτικό) αέρα. Πρώτος στο πλατό εμφανίζεται το μέντιουμ-οραματιστής Christou (Fayssal Bazzi) που δίνει ένα εξαιρετικό σόου, ακολουθεί ο εκνευριστικά εριστικός -πρώην μάγος- σκεπτικιστής Carmichael Haig (Ian Bliss) και, last but not least, η παραψυχολόγος και συγγραφέας June Ross-Mitchell (Laura Gordon) μαζί με την ανήλικη Lilly D’Abo (Ingrid Torelli), η οποία είναι η μόνη που επιβίωσε από μια παραθρησκευτική οργάνωση που οδηγήθηκε σε οργανωμένη μαζική αυτοκτονία και πλέον αποτελεί «κόρη» και αντικείμενο μελέτης της June.

Το συγκεκριμένο σύνολο χαρακτήρων, μαζί με τον συμπαρουσιαστή της εκπομπής, τον Gus McConnell (Rhys Auteri), συνθέτουν ένα ιδιαίτερο μωσαϊκό προσωπικοτήτων που επανέφερε στη μνήμη μου αξέχαστα τηλεοπτικά ξενύχτια παρακολουθώντας ελληνικές καλτ, ας πούμε και τρας, εκπομπές, που πλέον πολύ σπάνια -αν όχι καθόλου- συναντάμε στους τηλεοπτικούς μας δέκτες. Τα “Παιδιά της Νύχτας” του Κώστα Μυλωνά και της Ελεάνας Παγουρά, το “Ερωτοδικείο” της Βίκυς Μιχαλονάκου, οι “Πύλες του Ανεξήγητου” και ο “Αθέατος Κόσμος” του Κώστα Χαρδαβέλλα και πόσες ακόμα εκπομπές που προβάλλονταν αργά τη νύχτα, για τους «περίεργους» και τους «παραγκωνισμένους» από την κοινωνία, ανήκουν στο σκονισμένο ογκώδες σώμα των τηλεοράσεων μιας άλλης εποχής που τότε στεκόντουσαν αμετακίνητες επάνω σε κάποιο έπιπλο στο σαλόνι. Αυτό το τηλεοπτικό κενό προσπάθησε αργότερα, κατά κάποιον τρόπο, να καλύψει τηλεοπτικά το Vice με μια πιο σύγχρονη δημοσιογραφική προσέγγιση όταν προβαλλόταν από τη συχνότητα του AΝΤ1, αλλά δεν κράτησε για πολύ και γρήγορα ξεχάστηκε.

Τι έγινε, λοιπόν, με όλες αυτές τις περιπτώσεις «ιδιαίτερων» ανθρώπων που κάποτε τους δόθηκε τηλεοπτικός χρόνος; Έπαψαν να υπάρχουν και γι’ αυτό εξαφανίστηκαν από τις οθόνες μας; Τους κατάπιε η κορεκτίλα της εποχής μας στον βάλτο της πολιτικής ορθότητας; Μα, τότε, πού είναι η συμπερίληψη που αναζητάμε; Δεν μπορεί όλοι εκείνοι οι περίεργοι τύποι που πίστευαν στο μεταφυσικό και οι άλλοι οι αθυρόστοιμοι, εκείνες οι γυναικείες μορφές που έμοιαζαν είτε να είναι αφημένες στη μοίρα τους είτε να στραγγίζουν τις ηδονές της ζωής με τον τρόπο τους, εκείνοι οι άνθρωποι που διεκδικούσαν λίγα λεπτά δημοσιότητας για να εξισορροπήσουν τον κοινωνικό αποκλεισμό να έχουν όλοι εξαφανιστεί δια μαγείας. Είμαι σίγουρος πως σε κάθε πολυκατοικία, σε κάθε γειτονιά αν ψάξουμε θα τους ανακαλύψουμε. Δεν έπαψαν να υπάρχουν, να ζουν, να καπνίζουν, να κάνουν καταχρήσεις, να ερωτεύονται και να ψωνίζουν από τον ίδιο φούρνο με εμάς. Τους συναντάμε στο ασανσέρ, στο λεωφορείο και το μετρό, στους κεντρικούς δρόμους την ημέρα και στα σκοτεινά σοκάκια τη νύχτα. Είναι ακόμη εδώ, μαζί μας, απλώς εμείς δεν τους θέλουμε στην οθόνη μας. Το πρόβλημα δεν ήταν ποτέ αυτοί, αλλά ο τρόπος που τους εκμεταλλεύτηκε η τηλεθέαση. Που, στις περισσότερες των περιπτώσεων, δεν σεβάστηκαν την προσωπικότητά τους οι εκπομπές της ελληνικής τηλεόρασης και οι παρουσιάστες τους, με αποτέλεσμα η αξιοπρέπειά να τους δεχθεί ένα σοβαρό πλήγμα.

Το τραύμα αυτό τους το δημιούργησαν εσκεμμένα προκειμένου εγώ κι εσύ να εθιστούμε στη βαναυσότητα του live κατακερματισμού της ανθρώπινης ψυχής και υπόστασης.

Αυτές οι μεταμεσονύκτιες καλτ τηλεοπτικές εκπομπές, με τη αλλόκοτη γοητεία τους και τις ιδιόμορφες ιστορίες, προσκαλούσαν αυτές τις ψυχές σε ένα (τηλεοπτικό) καταφύγιο από την καθημερινότητά τους. Τα λεγόμενα trash shows, με τους ετερόκλητους, παράξενους και ενίοτε απροσάρμοστους καλεσμένους τους, προσέφεραν κάτι περισσότερο από απλή ψυχαγωγία. Ήταν πύλες στα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, εκεί που το αποκαλούμενο «παράξενο» συναντά το συνηθισμένο. Κάποιες -ίσως- διεστραμμένες αφηγήσεις και εκείνοι οι εκκεντρικοί χαρακτήρες, ήταν αντανάκλαση αρκετών τηλεθεατών που σε αυτά τα πρόσωπα έβλεπαν την δική τους πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις της ζωής τους. Ξέρετε, ο φακός της κάμερας δεν μπορεί να προβάλει αυτοβούλως το παράλογο αν η ίδια η ζωή δεν εμπεριέχει παραλογισμούς, και τα σουρεάλ στοιχεία μιας ιστορίας μπορούν να φέρουν στην επιφάνεα την αλήθεια του ατόμου, ιδιαίτερα όταν αυτή κρύβεται στα σκοτάδια υπό τον φόβο της επιφανειακής κανονικότητας.

Mου λείπει αυτού τους είδους η τηλεόραση. Όσο συντονιζόμαστε στη στατικότητα και τη λάμψη του πολυαναμενόμενου, άνθρωποι που θέλουν να μιλήσουν για τη μυστήρια -στα μάτια μας- ζωή τους, θα συνεχίζουν να ψιθυρίζουν όπου τους επιτρέπεται για τον τηλεοπτικό αποκλεισμό τους, που ήρθε σε συνέχεια του κοινωνικού.