Σε μια από τις πολλές συζητήσεις στο γραφείο, βρεθήκαμε πάλι να γκρινιάζουμε μεταξύ μας για το αν μπορεί ένας καλλιτέχνης να βγαίνει και να λέει δημόσια ότι σέβεται όλους τους πολιτικούς αρχηγούς, αλλά (όμως) πιστεύει πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο καταλληλότερος να ηγηθεί μιας πολύ δύσκολης περιόδου, όπως αυτή που διανύουμε σήμερα. Εννοείται ότι με την επιλογή του θέματος η ομάδα φόρεσε τα κράνη της και τον προστατευτικό εξοπλισμό της και ξεκίνησε έναν αγώνα λεκτικού ράγκμπι, ο οποίος ακόμα δεν έχει βγάλει κανέναν νικητή. Βλέπετε κανένας από εμάς δεν έχει συνηθίσει να φοράει “mouthguards”.
Από προχθές, λοιπόν, που έγινε η δήλωση του γνωστού καλλιτέχνη και βρήκε αφορμή να χιμήξει πάνω του όλο το πανελλήνιο, μέχρι χθες που απογειώθηκε η ψηφιακή (και σταδιακή) αποκαθήλωση του στον κυβερνοχώρο, και τελικά μέχρι σήμερα το πρωί που κάθισα με καθαρό μυαλό να βάλω μια τάξη στις σκέψεις και στις απόψεις που ακούστηκαν στον κοινό μας χώρο στο newsroom του Olafaq, δεν μπορώ να πω ότι έχω καταλήξει γιατί γίνεται όλος αυτός ο θόρυβος! Γιατί δηλαδή o συγκεκριμένος καλλιτέχνης δεν μπορεί να έχει κάθε δικαίωμα να μιλάει δημόσια για ό,τι πιστεύει! Κανένας μας δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάει ότι μια θεμελίωδης αρχή του Συντάγματός μας είναι η ελευθερία του λόγου και της έκφρασης σωστά; «Ναι, πολύ σωστά», απαντά ο διάβολος μέσα μου και συνεχίζει «Αλλά για τον ίδιο λόγο και οι παλιοί του φίλοι έχουν το δικαιώμα να τον επικρίνουν δημόσια, καθώς είναι κι αυτό ένα κομμάτι της καριέρας του».
Συνειρμικά οι σκέψεις μου φεύγουν από το σήμερα, χάνονται πέρα από το timelime του Twitter και πηγαίνουν να καθίσουν μέσα σε ένα βαγόνι ενός παλιού τρένου, που ταξιδεύει προς την Λιβαδειά, κάπου στην αρχή της δεκαετίας του ’70. Μέσα εκεί στην κλειστή καμπίνα, ο αδερφός μου ανοίγει το καπάκι ενός φορητού πικαπ, το οποίο λειτουργούσε με τις πολύ μεγάλες μπαταρίες, βγάζει από μια τσάντα “Το περιβόλι του τρελού” και σαν τώρα τον θυμάμαι να βάζει τη “Συννεφούλα” να παίξει δίπλα στο κάθισμά του. Η μητέρα μάς πήγαινε συχνές βόλτες στην γεννέτειρά της, αλλά εκείνη η συγκεκριμένη είναι τόσο πολύ σημαδεμένη στην μνήμη μου, επειδή τα τοπία που έτρεχαν έξω από το παράθυρο, τα έντυνε η μουσική του Νιόνιου.
Εννοείται ότι όλοι οι δίσκοι του Διονύση Σαββόπουλου υπήρχαν στη δισκοθήκη του μεγάλου αδερφού. Αλλά δεν ήταν εκείνοι που με στιγμάτισαν. Μπόρεσαν όμως να χωρέσουν σε κασέτες, μαζί με την Λένα Πλάτωνος, τα ορχηστρικά του Μάνου και τα ρεμπέτικα της Οπισθοδρομικής Κομπανίας, ως συντροφιά ελληνικής νοσταλγίας όταν πήγα στο εξωτερικό να σπουδάσω. Σε μια από εκείνες τις κρύες φοιτητικές νύχτες στη Σουηδία, ένα βράδυ βάλαμε να ακούσουμε τον τελευταίο δίσκο που είχε βγάλει τότε ο Νιόνιος, τα “Τραπεζάκια Έξω”. Δεν θυμάμαι να ασχολήθηκα από τότε ξανά μαζί του…
Κάπου οι αναμνήσεις χάνονται καθώς μέσα στο χαοτικό timelime σκοντάφτω κάθε τόσο σε ατάκες όπως «Στα παπάρια μου ο Σαββόπουλος που ψηφίζει Μητσοτάκη, στα παπάρια μου κι ο Μίκης με τους χρυσαυγίτες που αγαπάνε την πατρίδα εριστικά. Άμα ξεκούτιασαν αυτοί δεν είμαι υποχρεωμένος να τους σέβομαι εγώ. Αφανείς ήρωες πέθαναν στη ψάθα προδομένοι και δεν πούλησαν τα ιδανικά τους». Εντάξει πιστέψτε με, αυτή είναι μια από τις πιο ήπιες, αλλά το τι γράφεται κάτω από αυτήν δεν μπορεί να παρά να αντικατοπτρίζει την κεντρική ιδέα της microblogging υπηρεσίας και της οποίας η οργή είναι το νόμισμα (το οποίο εξορύσσει ο φίλος μας ο Elon Musk)…
Και το χειρότερο δεν είναι αυτό, το χειρότερο είναι ότι δεν μπορεί να αποτελεί έκπληξη το 2023 ότι ο Σαββόπουλος πιστεύει ότι η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας θα ήταν η πιο ευνοϊκή έκβαση για τη χώρα! Δηλαδή, συγγνώμη, περιμένατε να σας πει κάτι άλλο ο Νιόνιος; Εγώ προσωπικά, θα το προχωρήσω και θα πω ότι δεν περιμένω τίποτα από οποιονδήποτε έχει περάσει τα εξήντα. Ιδανικά, τον συγκεκριμένο καλλιτέχνη, θα τον ήθελα να κάθεται στη γωνιά του, να γρατζουνάει την κιθάρα του και να γράφει τραγούδια, παρά να βγαίνει να μοιράζει γνώμες ως προεκλογικό prop βέλτιστης απόδοσης. Αλλά αυτό είναι κάτι δικό μου. Δεν μπορώ να απαγορέψω σε κανέναν όμως να κάνει ή να πει ό,τι γουστάρει. Απλά δεν θα τον συμπονέσω αν έρθει και μου πει «ρε φίλε, δεν καταλαβαίνω γιατί η τέχνη μου σνομπάρεται και φτύνεται από τους πιτσιρικάδες!»
Φυσικά, ούτε ο Διονύσης Σαββόπουλος, ούτε κανένας σπουδαίος καλλιτέχνης δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει ποτέ την παρακμή της τέχνης του. Ας είμαστε ειλικρινείς, ο Νιόνιος είχε παρακμάσει πολύ πριν βγάλει την Καλομοίρα μέσα από την τούρτα. Γιατί κάποια στιγμή ακόμη και η πιο μεγάλη τέχνη γίνεται επάγγελμα. Και μετά το θέμα δεν είναι τι κάνουν οι καλλιτέχνες, αλλά εμείς. Ειδικά όλοι όσοι θέλουν να πιστεύουν φανατικά ότι η τέχνη είναι ο καθρέφτης του πολιτισμού. Όλοι εμείς που είμαστε και ακατάστατοι και πολύπλοκοι και γεμάτοι από πολύ αιχμηρές απόψεις σχετικά με το τι μάς αρέσει στην Τέχνη και πολλές μπερδεμένες σκέψεις, όπου τίποτα δεν είναι εύκολο ή ξεκάθαρο και τίποτα δεν θέλουμε να φαίνεται απλό.
Ρε παιδιά, έτσι είναι η τέχνη, έτσι είναι και οι καλλιτέχνες, ένα χάος. Όχι πολιτικό θα μου πείτε, αλλά καμιά φορά ναι, και επαγγελματικό και καθαρά επιχειρηματικό και, ναι, πολιτικό. Βέβαια, για κάθε καλλιτέχνη, και Έλληνα και ξένο, από τον Σαββόπουλο μέχρι τον Μόρισεϊ, που βγαίνει και λέει ότι του κατεβάζει το κεφάλι εγώ πάντα θα σκέφτομαι πάντα έναν πίνακα του Τζάκσον Πόλοκ ως ιδανική μετάφραση (και απεικόνιση) της καλλιτεχνικής τρέλας.
Το 1790 ο Kant έγραψε την “Κριτική της Κριτικής Δύναμης”, στην οποία υποστήριξε πράγματα για την τέχνη και τους καλλιτέχνες που εξακολουθούν να αντηχούν ακόμη και σήμερα. Είπε ότι οι καλλιτέχνες είναι “ξεχωριστοί άνθρωποι”, ενδεχομένως ιδιοφυΐες – ότι η δημιουργία τέχνης συμβαίνει σε μια μυστηριώδη κατάσταση (όχι απαραίτητα χρήσιμη για όλους), και άλλα πολλά πράγματα που δεν τα θυμάμαι τώρα και που οδήγησαν στην πεποίθηση ότι η σωστή πρόθεση ενός καλλιτέχνη είναι η αυτοέκφραση και στο γνωστό “η τέχνη είναι για την τέχνη”.
Αυτό μετέτρεψε την τέχνη σε μια πολύ πιο ναρκισσιστική διαδικασία σε σχέση με την προηγούμενη παράδοση της τέχνης ως επικοινωνία, η οποία γινόταν για έναν πολύ συγκεκριμένο σκοπό. Και το γεγονός ότι η παραδοσιακή τέχνη φαίνεται ευχάριστη στο μάτι μας ή ακούγεται ιδανική στο αυτί μας, δεν σημαίνει ότι δεν περιέχει λάθη. Λάθη στα πόδια Μποτιτσέλι που δεν έχουν κότσι ή ακόμη και λάθη στο μυαλό του Έζρα Πάουντ που έκανε παρέα με τον Μουσολίνι.
Ναι, μπορούμε να πετάξουμε σάπιες ντομάτες ξεκάθαρα σε όλο το φάσμα της Τέχνης. Μην ξεχνάτε τα μουσεία είναι απολύτως γεμάτα από τεχνικά κακούς πίνακες, ακόμη και από πολύ διάσημα ονόματα. Οι δισκοθήκες μας είναι γεμάτες από δίσκους που κάποτε τους ακούσαμε και τους θαυμάσαμε και μετά κάποιος μας είπε «ρε, αυτός είναι φασίστας, μην τον ακούς!» (μιλάω για τον Eric Clapton και όχι για τους Death In June) και τους βάλαμε φωτιά λες και θα γλίτωνε ο κόσμος από τους φασίστες.
Αλλά ναι, οι παλιοί φίλοι του Σαββόπουλου έχουν το δικαίωμα να τον επικρίνουν δημόσια, όπως αυτός έχει το δικαίωμα να ξεπουλάει τον εαυτό του και την τέχνη του όπως γουστάρει… Κι αυτό κομμάτι της καλλιτεχνικής καριέρας του είναι. Ωστόσο, όλοι μας οφείλουμε να είμαστε και υποψιασμένοι και προετοιμασμένοι για παρόμοιες δηλώσεις σπουδαίων καλλιτεχνών, που όπως είναι φυσικό μπορεί να οδηγήσουν σε μια τόσο κριτική κατακραυγή, απαξίωση και ακύρωση του έργου τους από την εναλλακτική νεολαία. Ακόμα και ο ίδιος ο Σαββόπουλος θα το καταλάβαινε αυτό.
Η αλήθεια είναι ότι ο Νιόνιος στη δεκαετία του ’70 έδειχνε έμπρακτα ότι αγαπούσε περισσότερο τον ρόλο του εθνικού συμφιλιωτή χρησιμοποιώντας την τέχνη του, απλά σήμερα δεν έχει ΤΙΠΟΤΑ να πει με αυτήν. Από τα “Τραπεζάκια Έξω”, που γέρασε απότομα, ξεκίνησε να ξεχνάει τις ανισότητες της κοινωνίας. Όπως έκαναν πολλοί προνομιούχοι καλλιτέχνες, επιχειρηματίες, δημοσιογράφοι και πολιτικοί, στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο. Με αποτέλεσμα το νέο και πιο ελπιδοφόρο στρώμα της σύγχρονης κοινωνίας, η νεολαία, να απορρίπτει με βάναυσο τρόπο την αλαζονεία του. Καλά κάνει, γιατί αυτό πρέπει να κάνει. Όπως εκείνος έχει το δικαίωμα να εκφράζεται ελεύθερα, έτσι και οι πιτσιρικάδες μπορούν να τον βρίζουν στο Twitter ασύστολα. Δυστυχώς, δεν θα μπορέσουν να τον οδηγήσουν στην πτώση του, αλλά πάντα θα τρέχουν πίσω του σαν λυσσασμένα σκυλιά για να του θυμίζουν τι σημαίνει να προδίδεις όσα κάποτε υπηρέτησες με (λίγο) περισσότερο πάθος.