Η μάστιγα έχει χρώμα από έναν app γαλαξία, υφή από pixel και άρωμα καμένου data center. Φορά δαχτυλίδια φωτός, στάζει soft filters και κοιτάζει, είτε με το βλέμμα του άδειου βλέμματος είτε με πλαστικό χαμόγελο. Τους έχουμε ονομάσει influencers. Διαμορφωτές γνώμης. Ψηφιακά είδωλα. Πλασιέ ζωής. Επαγγελματίες του ψηφιακού κενού που, αντί να τολμήσουν να κρατήσουν κάνα τσιγάρο στο χέρι, κρατάνε ένα smartphone και στήνουν το δικά τους πανηγύρια έξω από το παγκόσμιο καφενείο των επιθυμιών.
Είναι εκείνη η εποχή που το Instagram μου μυρίζει ακόμα αλάτι και Aperol Spritz. Οι περισσότεροι από τους γνωστούς μου κάνουν κάνουν ακόμη τις «διακοπές της ζωής τους» σε κάποιο παραθαλάσσιο τοπίο· γελούν, φωτογραφίζονται, ανασαίνουν σαν να μην έχουν δάνεια, άγχη, μισθούς-σκόνη. Χαίρομαι πραγματικά για αυτούς, ναι, γιατί ξέρω ποιοι είναι. Αλλά δίπλα στα χαμόγελά τους, ξεπροβάλλει αυτή η άλλη φάρα: τα τέλεια, πλαστικά πρόσωπα των influencers, γνωστοί-άγνωστοι που κοιτάζουν την κάμερα λες και κοιτάζουν εμένα και μου ψιθυρίζουν: «Εσύ φίλε, δεν είσαι αρκετός».
Scroll. Ένα γιοτ στο Αιγαίο. Scroll. Μια παραλία με κορμιά που στάζουν ήλιο. Scroll. Ένα χαμόγελο που είναι χτισμένο με botox και και νηπιακού επιπέδου Lightroom. Κι εγώ, μαγνητισμένος μπροστά στην οθόνη, σκέφτομαι: «Ναι ρε συ, κι εγώ θα ήθελα να είμαι εκεί». Ακόμη και με φόρεμα που ανεμίζει σαν σημαία ή με χρυσαφένιο δέρμα που γυαλίζει σαν γυαλόχαρτο μετά τη βροχή.
Αυτό είναι το κόλπο, βλέπετε. Κι αυτή είναι η μαγεία της μάστιγας. Δεν πουλάνε το προϊόν (συχνά το κάνουν τόσο αδέξια που αναρωτιέμαι για το IQ των εμπόρων), αλλά αυτό που πραγματικά (και πιο ύπουλα) κάνουν είναι ότι πουλάνε τις ελλείψεις σου. Πουλάνε ένα φάντασμα του εαυτού που δεν θα είσαι ποτέ. Κι εσύ το αγοράζεις με το like, με τον χρόνο σου, με την ενοχή που μπορεί να σε τρώει κάθε βράδυ όταν σκρολάρεις το Instagram για να δεις πώς πέρασε η μέρα για τους κολλητούς σου.
Παλαιότερα είχαμε ποιητές, ταξιδευτές, τρελούς προφήτες που μιλούσαν για ουρανούς. Τώρα έχουμε influencers να μας μιλάνε για σκόνη πρωτεΐνης και retreats στη Σαντορίνη. Τι θέλω να πω; Ο Παπαδιαμάντης μπορεί να έγραφε για ταπεινές θάλασσες, αυτοί εδώ θα γράφουν πάντα με captions και emojis.
Αλλά ναι, ο καπιταλισμός πάντα αναζητούσε τις δικές του αγαπημένες φυλές· ομάδες ήδη αλλοτριωμένες, που έχουν μάθει να τρέφονται με το ίδιο δηλητήριο: δουλειά – κατανάλωση – θάνατος. Κι αν κάποτε αυτές οι ομάδες ήταν οι βιομηχανικοί εργάτες, οι μικροαστοί υπάλληλοι, λίγο μετά οι τυφλοί καταναλωτές των mall ναών , εδώ και χρόνια το νέο του καμάρι είναι οι influencers. Ένα είδος που άνθισε μέσα στο εύφορο έδαφος της αυτοπροβολής και της απελπισίας.
Βέβαια, στο φαιδρό μέλλον που έρχεται, οι influencers δεν θα είναι πια «κάποιοι με followers». Θα είναι επίσημα αναγνωρισμένο επάγγελμα-κάστα, με επιδόματα, ειδικές άδειες και προγράμματα συνταξιοδότησης. Στα πανεπιστήμια θα διδάσκεται η «Ιστορία των Captions» και η «Θεωρία του Hashtag». Οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες θα καταγράφουν τον αριθμό των stories ανά κεφαλή πληθυσμού. Και τα υπουργεία θα βγάζουν οδηγίες: «Σήμερα ανεβάζουμε όλοι κάτι με ήλιο, αύριο όλοι κάτι με μπόρα».
Όσοι δεν ανήκουν σε αυτό το νέο κληρονομικό προλεταριάτο της επιρροής, θα θεωρούνται είδος προς εξαφάνιση. Θα βαφτίζονται «μη παραγωγικοί» επειδή δεν θα μπορούν να πουλήσουν ούτε τη ζωή τους σαν διαφήμιση. Και θα έρχονται αντιμέτωποι με τις τρομερές προκλήσεις που το σύστημα θα αποκαλεί απλώς «κακοτυχίες»: αόρατοι αλγόριθμοι που θάβουν τις φωνές τους, κοινωνικές δομές που τους καθιστούν απλώς φόντο στις ζωές των άλλων, και μια συνεχή αίσθηση ότι δεν υπάρχουν αν δεν έχουν καταγραφεί στα pixel των social media.
Οι influencers, στο μεταξύ, θα περιφέρονται σαν ιερείς της νέας θρησκείας, ευλογώντας τα πλήθη με εκπτωτικά κουπόνια, giveaways και αλγόριθμους ευτυχίας. Θα χορεύουν το βαλς του «έχω – προβάλλω – καταναλώνω» και οι υπόλοιποι θα μαθαίνουν να τους μιμούνται για να επιβιώσουν. Μια μέρα, ίσως, το οποιοδήποτε influence να μην χρειάζεται καν άνθρωπο: Tα έχουμε πει, οι πρώτοι AI-προφήτες και ΑΙ-influencers ήδη ετοιμάζονται. Και εδώ η ειρωνεία είναι προφανής: οι influencers γεννήθηκαν για να πουλάνε την αυθεντικότητα μιας ζωής. Τώρα, το ίδιο το concept της αυθεντικότητας διαγράφεται, αντικαθίσταται από μια τεχνητή, προγραμματισμένη εκδοχή που υπόσχεται τελειότητα χωρίς απρόοπτα. Αλλά μέχρι την εγκαθίδρυσή τους, οι άνθρωποι-οθόνες θα παραμένουν το πιο αγαπημένο υπο-είδος του καπιταλισμού: οι φαιδροί βασιλιάδες του τίποτα.
Και κάπως έτσι, ενώ έξω καίγεται ο τόπος και το ψυγείο είναι άδειο, κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι μια άλλη ζωή, ένα σκηνικό φτιαγμένο από pixels, ροζ ουρανούς και τεχνητό φως, σε εκείνον τον φράχτη της Ανάφης που κρέμεται (τόσο επιτήδεια) ένα tote-bag του Aphex Twin και δίπλα σκάει η άλλη κάτω από τον φράχτη του Hollywood. Και ξέρω πως όσο ονειρεύομαι, κάποιος άλλος χτίζει καριέρα από τη λαχτάρα μου. Όχι αυτός που έστησε την τσάντα του Aphex (τόσο επιμελώς) στον φράχτη, βέβαια…
Από την έμπνευση στην καταπίεση: η κουλτούρα της έκθεσης ως εργασία
Influencers, λοιπόν. Μια μάστιγα τρυφερή και βίαιη ταυτόχρονα. Ναι, ίσως είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε σήμερα χωρίς κάποιον να μας δείχνει κάτι άλλο από αυτό που μπορεί να ψάχνουμε. Αν και ελπίζω ότι είμαστε αρκετά μεγάλοι ώστε να καταλαβαίνουμε τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής ζωής και της συσσώρευσης κάποιων γαμημένων καταναλωτικών μαραφετιών. Θα πρέπει ακόμα να υπενθυμίζουμε συνέχεια στους εαυτούς μας (αφού η ίδια η σύγχρονη κουτλούρα αρνείται να το κάνει) ότι αυτό το τέρας που ονομάζουμε “ΕΚΘΕΣΗ ΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑ” παραμένει μια καταπιεστική πραγματικότητα με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι όσο χανόμαστε στη δίνη των social media (σημείωση εδώ, πρέπει επίσης να μάθουμε να ξεχωρίζουμε την εργασία ακόμα κι όταν αυτή είναι μεταμφιεσμένη σε «διασκέδαση). Γιατί στην ουσία, τα ίδια τα social media λειτουργούν σαν φίλτρο: αλλοιώνουν το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, και μας ωθούν να νοσταλγούμε ζωές που δεν ζήσαμε, στιγμές που ίσως ποτέ δεν θα υπάρξουν. Κι όσο εμείς σκρολάρουμε, χάνοντας χρόνο και προσοχή, εκείνοι μετρούν — όχι εμπειρίες, όχι ουσία, αλλά engagement. Έναν αριθμό που έχει μετατραπεί σε ισοδύναμο της επιτυχίας.
Η κουλτούρα των influencers ήταν πάντα προβληματική, αλλά τώρα έχει αναβαθμιστεί σε full έκδοση: είναι το Netflix των απραγματοποίητων προτύπων. Παλιά τα κορίτσια ξεφύλλιζαν περιοδικά μόδας και ήθελαν να μοιάσουν σε ένα μοντέλο της Vogue ή του Elle, ρε παιδάκι μου. Σήμερα, το role model φοράει φίλτρα TikTok, κάνει duck face και πουλάει κρέμες λεύκανσης με swipe up. Η πλαστική χειρουργική έχει γίνει σχεδόν… απογευματινή βόλτα. Brazilian butt lift, χείλη φουσκωμένα σαν τσουρέκια Πάσχα, κώλοι (συγγνώμη για τα γαλλικά μου) και buttcal removal, όλα τόσο κοινά πια που τα συζητάς στον καφέ με την ίδια άνεση που λες «πήγα για μανικιούρ». Δηλαδή, όχι απλώς έπαψε να υπάρχει στίγμα, έχει γίνει η νέα κανονικότητα. Σαν να λέμε «Κούκλα μου, αν δεν έχεις πειράξεις κάτι πάνω σου, είσαι σχεδόν ύποπτη: Τι μας κρύβεις;».
Βέβαια, οι influencers το ομολογούν πια ανοιχτά, με την ίδια φυσικότητα που δηλώνεις ότι πήγες σούπερ-μάρκετ. «Έκανα λίγο botox, παιδιά, no big deal». Και οι νεότερες γενιές, που μεγαλώνουν μέσα στο TikTok, το βλέπουν όχι σαν κάτι τρομακτικό, αλλά σαν μυστικό κουμπί στο character creator: αλλάζεις μάγουλα, αλλάζεις μύτη, ανεβάζεις την ένταση στο sexy mode σου.
Υπάρχουν πολλές, αλλά η συγκεκριμένη έρευνα επιβεβαιώνει το αυτονόητο: όσο περισσότερο χαζεύεις τα ψηφιακά επεξεργασμένα πρόσωπα και τα “ιδανικά” σώματα, τόσο πιο άθλια νιώθεις για το δικό σου. Και ύστερα έρχεται η σκέψη: «μήπως χρειάζομαι κι εγώ ένα μικρό lift;». ‘Η μήπως τελικά ήρθε η ώρα να κάνω κι εγώ μια μεταμόσχευση μαλλιών; Όχι, δεν χρειάζεται – χρειάζεσαι απλώς να αφήσεις το γ#μημένο τηλέφωνο από το χέρι σου.
Γιατί; Γιατί φίλοι μου, στο φαιδρό μέλλον που χτίζεται, η ομορφιά δεν θα είναι ούτε θέμα γονιδίων ούτε τύχης… θα είναι θέμα budget και influencer marketing. Και το τραγικότερο; Εμείς θα συνεχίζουμε να κάνουμε like, να συγκρίνουμε, να χειροκροτάμε το ψεύτικο, λες και η ατέλεια δεν ήταν ποτέ κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά ένα “σφάλμα” που έπρεπε να διορθωθεί.
Το κόστος της αυθεντικότητας
Η αυθεντικότητα ήταν πάντα ένα πολύ ακριβό νόμισμα. Οι άνθρωποι–influencers έμαθαν να πουλάνε την ψυχή τους με δόσεις: μια αληθινή ιστορία εδώ, μια μικρή τσάρκα στη Μύκονο εκεί, ένα κομμάτι ζωής που έμοιαζε «ανθρώπινο». Και αυτό, όντως, ήταν που γεννούσε εμπιστοσύνη, και που έκανε το κοινό να μάθει να ακολουθεί. Αλλά τι μένει όταν στη θέση του ανθρώπου εμφανίζεται (σταδιακά) ένα καλοραμμένο ψέμα; Πόσο μπορείς να «πιστέψεις» σε μια εικόνα που δεν πονά, δεν γελά αληθινά, δεν κουβαλά το βάρος ενός λάθους ή μιας νύχτας χωρίς ύπνο; Όσα βίντεο και stories και να φτιάχνουν, πια δεν πείθουν κανέναν. Γιατί όταν η «σχέση» με το κοινό γίνεται με λογισμικό, κάθε συναίνεση καταρρέει: Πώς να το κάνουμε, δεν ξέρεις, ρε φίλε, αν σου μιλάει από την ψυχή του ή αν σκέφτεται τα νούμερα στον server.
Ίσως, λοιπόν, σκέφτομαι πως το τέλος των influencers δεν θα έρθει με πάταγο αλλά με σιωπή: όταν το κοινό θα κουραστεί να αγαπάει σκιές, όταν οι ίδιες οι μάζες θα στραφούν αλλού, διψασμένες για κάτι που να μοιάζει ξανά αληθινό. Γιατί η αυθεντικότητα δεν αγοράζεται με χορηγίες ούτε με φίλτρα ούτε με απανωτά βίντεο κάθε μισή ώρα. Κι αν χαθεί ολοκληρωτικά από την εξίσωση, τότε το “influence” θα πάψει να έχει νόημα. Και οι influencers (ανθρώπινοι ή τεχνητοί) θα εξαφανιστούν σαν μόδα που πέρασε, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε αν όλο αυτό υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια…
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.
Η μάστιγα έχει χρώμα από έναν app γαλαξία, υφή από pixel και άρωμα καμένου data center. Φορά δαχτυλίδια φωτός, στάζει soft filters και κοιτάζει, είτε με το βλέμμα του άδειου βλέμματος είτε με πλαστικό χαμόγελο. Τους έχουμε ονομάσει influencers. Διαμορφωτές γνώμης. Ψηφιακά είδωλα. Πλασιέ ζωής. Επαγγελματίες του ψηφιακού κενού που, αντί να τολμήσουν να κρατήσουν κάνα τσιγάρο στο χέρι, κρατάνε ένα smartphone και στήνουν το δικά τους πανηγύρια έξω από το παγκόσμιο καφενείο των επιθυμιών.
Είναι εκείνη η εποχή που το Instagram μου μυρίζει ακόμα αλάτι και Aperol Spritz. Οι περισσότεροι από τους γνωστούς μου κάνουν κάνουν ακόμη τις «διακοπές της ζωής τους» σε κάποιο παραθαλάσσιο τοπίο· γελούν, φωτογραφίζονται, ανασαίνουν σαν να μην έχουν δάνεια, άγχη, μισθούς-σκόνη. Χαίρομαι πραγματικά για αυτούς, ναι, γιατί ξέρω ποιοι είναι. Αλλά δίπλα στα χαμόγελά τους, ξεπροβάλλει αυτή η άλλη φάρα: τα τέλεια, πλαστικά πρόσωπα των influencers, γνωστοί-άγνωστοι που κοιτάζουν την κάμερα λες και κοιτάζουν εμένα και μου ψιθυρίζουν: «Εσύ φίλε, δεν είσαι αρκετός».
Scroll. Ένα γιοτ στο Αιγαίο. Scroll. Μια παραλία με κορμιά που στάζουν ήλιο. Scroll. Ένα χαμόγελο που είναι χτισμένο με botox και και νηπιακού επιπέδου Lightroom. Κι εγώ, μαγνητισμένος μπροστά στην οθόνη, σκέφτομαι: «Ναι ρε συ, κι εγώ θα ήθελα να είμαι εκεί». Ακόμη και με φόρεμα που ανεμίζει σαν σημαία ή με χρυσαφένιο δέρμα που γυαλίζει σαν γυαλόχαρτο μετά τη βροχή.
Αυτό είναι το κόλπο, βλέπετε. Κι αυτή είναι η μαγεία της μάστιγας. Δεν πουλάνε το προϊόν (συχνά το κάνουν τόσο αδέξια που αναρωτιέμαι για το IQ των εμπόρων), αλλά αυτό που πραγματικά (και πιο ύπουλα) κάνουν είναι ότι πουλάνε τις ελλείψεις σου. Πουλάνε ένα φάντασμα του εαυτού που δεν θα είσαι ποτέ. Κι εσύ το αγοράζεις με το like, με τον χρόνο σου, με την ενοχή που μπορεί να σε τρώει κάθε βράδυ όταν σκρολάρεις το Instagram για να δεις πώς πέρασε η μέρα για τους κολλητούς σου.
Παλαιότερα είχαμε ποιητές, ταξιδευτές, τρελούς προφήτες που μιλούσαν για ουρανούς. Τώρα έχουμε influencers να μας μιλάνε για σκόνη πρωτεΐνης και retreats στη Σαντορίνη. Τι θέλω να πω; Ο Παπαδιαμάντης μπορεί να έγραφε για ταπεινές θάλασσες, αυτοί εδώ θα γράφουν πάντα με captions και emojis.
Αλλά ναι, ο καπιταλισμός πάντα αναζητούσε τις δικές του αγαπημένες φυλές· ομάδες ήδη αλλοτριωμένες, που έχουν μάθει να τρέφονται με το ίδιο δηλητήριο: δουλειά – κατανάλωση – θάνατος. Κι αν κάποτε αυτές οι ομάδες ήταν οι βιομηχανικοί εργάτες, οι μικροαστοί υπάλληλοι, λίγο μετά οι τυφλοί καταναλωτές των mall ναών , εδώ και χρόνια το νέο του καμάρι είναι οι influencers. Ένα είδος που άνθισε μέσα στο εύφορο έδαφος της αυτοπροβολής και της απελπισίας.
Βέβαια, στο φαιδρό μέλλον που έρχεται, οι influencers δεν θα είναι πια «κάποιοι με followers». Θα είναι επίσημα αναγνωρισμένο επάγγελμα-κάστα, με επιδόματα, ειδικές άδειες και προγράμματα συνταξιοδότησης. Στα πανεπιστήμια θα διδάσκεται η «Ιστορία των Captions» και η «Θεωρία του Hashtag». Οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες θα καταγράφουν τον αριθμό των stories ανά κεφαλή πληθυσμού. Και τα υπουργεία θα βγάζουν οδηγίες: «Σήμερα ανεβάζουμε όλοι κάτι με ήλιο, αύριο όλοι κάτι με μπόρα».
Όσοι δεν ανήκουν σε αυτό το νέο κληρονομικό προλεταριάτο της επιρροής, θα θεωρούνται είδος προς εξαφάνιση. Θα βαφτίζονται «μη παραγωγικοί» επειδή δεν θα μπορούν να πουλήσουν ούτε τη ζωή τους σαν διαφήμιση. Και θα έρχονται αντιμέτωποι με τις τρομερές προκλήσεις που το σύστημα θα αποκαλεί απλώς «κακοτυχίες»: αόρατοι αλγόριθμοι που θάβουν τις φωνές τους, κοινωνικές δομές που τους καθιστούν απλώς φόντο στις ζωές των άλλων, και μια συνεχή αίσθηση ότι δεν υπάρχουν αν δεν έχουν καταγραφεί στα pixel των social media.
Οι influencers, στο μεταξύ, θα περιφέρονται σαν ιερείς της νέας θρησκείας, ευλογώντας τα πλήθη με εκπτωτικά κουπόνια, giveaways και αλγόριθμους ευτυχίας. Θα χορεύουν το βαλς του «έχω – προβάλλω – καταναλώνω» και οι υπόλοιποι θα μαθαίνουν να τους μιμούνται για να επιβιώσουν. Μια μέρα, ίσως, το οποιοδήποτε influence να μην χρειάζεται καν άνθρωπο: Tα έχουμε πει, οι πρώτοι AI-προφήτες και ΑΙ-influencers ήδη ετοιμάζονται. Και εδώ η ειρωνεία είναι προφανής: οι influencers γεννήθηκαν για να πουλάνε την αυθεντικότητα μιας ζωής. Τώρα, το ίδιο το concept της αυθεντικότητας διαγράφεται, αντικαθίσταται από μια τεχνητή, προγραμματισμένη εκδοχή που υπόσχεται τελειότητα χωρίς απρόοπτα. Αλλά μέχρι την εγκαθίδρυσή τους, οι άνθρωποι-οθόνες θα παραμένουν το πιο αγαπημένο υπο-είδος του καπιταλισμού: οι φαιδροί βασιλιάδες του τίποτα.
Και κάπως έτσι, ενώ έξω καίγεται ο τόπος και το ψυγείο είναι άδειο, κλείνω τα μάτια κι ονειρεύομαι μια άλλη ζωή, ένα σκηνικό φτιαγμένο από pixels, ροζ ουρανούς και τεχνητό φως, σε εκείνον τον φράχτη της Ανάφης που κρέμεται (τόσο επιτήδεια) ένα tote-bag του Aphex Twin και δίπλα σκάει η άλλη κάτω από τον φράχτη του Hollywood. Και ξέρω πως όσο ονειρεύομαι, κάποιος άλλος χτίζει καριέρα από τη λαχτάρα μου. Όχι αυτός που έστησε την τσάντα του Aphex (τόσο επιμελώς) στον φράχτη, βέβαια…
Από την έμπνευση στην καταπίεση: η κουλτούρα της έκθεσης ως εργασία
Influencers, λοιπόν. Μια μάστιγα τρυφερή και βίαιη ταυτόχρονα. Ναι, ίσως είναι αλήθεια ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε σήμερα χωρίς κάποιον να μας δείχνει κάτι άλλο από αυτό που μπορεί να ψάχνουμε. Αν και ελπίζω ότι είμαστε αρκετά μεγάλοι ώστε να καταλαβαίνουμε τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής ζωής και της συσσώρευσης κάποιων γαμημένων καταναλωτικών μαραφετιών. Θα πρέπει ακόμα να υπενθυμίζουμε συνέχεια στους εαυτούς μας (αφού η ίδια η σύγχρονη κουτλούρα αρνείται να το κάνει) ότι αυτό το τέρας που ονομάζουμε “ΕΚΘΕΣΗ ΩΣ ΕΡΓΑΣΙΑ” παραμένει μια καταπιεστική πραγματικότητα με την οποία ερχόμαστε αντιμέτωποι όσο χανόμαστε στη δίνη των social media (σημείωση εδώ, πρέπει επίσης να μάθουμε να ξεχωρίζουμε την εργασία ακόμα κι όταν αυτή είναι μεταμφιεσμένη σε «διασκέδαση). Γιατί στην ουσία, τα ίδια τα social media λειτουργούν σαν φίλτρο: αλλοιώνουν το πώς βλέπουμε τον εαυτό μας και τους άλλους, και μας ωθούν να νοσταλγούμε ζωές που δεν ζήσαμε, στιγμές που ίσως ποτέ δεν θα υπάρξουν. Κι όσο εμείς σκρολάρουμε, χάνοντας χρόνο και προσοχή, εκείνοι μετρούν — όχι εμπειρίες, όχι ουσία, αλλά engagement. Έναν αριθμό που έχει μετατραπεί σε ισοδύναμο της επιτυχίας.
Η κουλτούρα των influencers ήταν πάντα προβληματική, αλλά τώρα έχει αναβαθμιστεί σε full έκδοση: είναι το Netflix των απραγματοποίητων προτύπων. Παλιά τα κορίτσια ξεφύλλιζαν περιοδικά μόδας και ήθελαν να μοιάσουν σε ένα μοντέλο της Vogue ή του Elle, ρε παιδάκι μου. Σήμερα, το role model φοράει φίλτρα TikTok, κάνει duck face και πουλάει κρέμες λεύκανσης με swipe up. Η πλαστική χειρουργική έχει γίνει σχεδόν… απογευματινή βόλτα. Brazilian butt lift, χείλη φουσκωμένα σαν τσουρέκια Πάσχα, κώλοι (συγγνώμη για τα γαλλικά μου) και buttcal removal, όλα τόσο κοινά πια που τα συζητάς στον καφέ με την ίδια άνεση που λες «πήγα για μανικιούρ». Δηλαδή, όχι απλώς έπαψε να υπάρχει στίγμα, έχει γίνει η νέα κανονικότητα. Σαν να λέμε «Κούκλα μου, αν δεν έχεις πειράξεις κάτι πάνω σου, είσαι σχεδόν ύποπτη: Τι μας κρύβεις;».
Βέβαια, οι influencers το ομολογούν πια ανοιχτά, με την ίδια φυσικότητα που δηλώνεις ότι πήγες σούπερ-μάρκετ. «Έκανα λίγο botox, παιδιά, no big deal». Και οι νεότερες γενιές, που μεγαλώνουν μέσα στο TikTok, το βλέπουν όχι σαν κάτι τρομακτικό, αλλά σαν μυστικό κουμπί στο character creator: αλλάζεις μάγουλα, αλλάζεις μύτη, ανεβάζεις την ένταση στο sexy mode σου.
Υπάρχουν πολλές, αλλά η συγκεκριμένη έρευνα επιβεβαιώνει το αυτονόητο: όσο περισσότερο χαζεύεις τα ψηφιακά επεξεργασμένα πρόσωπα και τα “ιδανικά” σώματα, τόσο πιο άθλια νιώθεις για το δικό σου. Και ύστερα έρχεται η σκέψη: «μήπως χρειάζομαι κι εγώ ένα μικρό lift;». ‘Η μήπως τελικά ήρθε η ώρα να κάνω κι εγώ μια μεταμόσχευση μαλλιών; Όχι, δεν χρειάζεται – χρειάζεσαι απλώς να αφήσεις το γ#μημένο τηλέφωνο από το χέρι σου.
Γιατί; Γιατί φίλοι μου, στο φαιδρό μέλλον που χτίζεται, η ομορφιά δεν θα είναι ούτε θέμα γονιδίων ούτε τύχης… θα είναι θέμα budget και influencer marketing. Και το τραγικότερο; Εμείς θα συνεχίζουμε να κάνουμε like, να συγκρίνουμε, να χειροκροτάμε το ψεύτικο, λες και η ατέλεια δεν ήταν ποτέ κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης αλλά ένα “σφάλμα” που έπρεπε να διορθωθεί.
Το κόστος της αυθεντικότητας
Η αυθεντικότητα ήταν πάντα ένα πολύ ακριβό νόμισμα. Οι άνθρωποι–influencers έμαθαν να πουλάνε την ψυχή τους με δόσεις: μια αληθινή ιστορία εδώ, μια μικρή τσάρκα στη Μύκονο εκεί, ένα κομμάτι ζωής που έμοιαζε «ανθρώπινο». Και αυτό, όντως, ήταν που γεννούσε εμπιστοσύνη, και που έκανε το κοινό να μάθει να ακολουθεί. Αλλά τι μένει όταν στη θέση του ανθρώπου εμφανίζεται (σταδιακά) ένα καλοραμμένο ψέμα; Πόσο μπορείς να «πιστέψεις» σε μια εικόνα που δεν πονά, δεν γελά αληθινά, δεν κουβαλά το βάρος ενός λάθους ή μιας νύχτας χωρίς ύπνο; Όσα βίντεο και stories και να φτιάχνουν, πια δεν πείθουν κανέναν. Γιατί όταν η «σχέση» με το κοινό γίνεται με λογισμικό, κάθε συναίνεση καταρρέει: Πώς να το κάνουμε, δεν ξέρεις, ρε φίλε, αν σου μιλάει από την ψυχή του ή αν σκέφτεται τα νούμερα στον server.
Ίσως, λοιπόν, σκέφτομαι πως το τέλος των influencers δεν θα έρθει με πάταγο αλλά με σιωπή: όταν το κοινό θα κουραστεί να αγαπάει σκιές, όταν οι ίδιες οι μάζες θα στραφούν αλλού, διψασμένες για κάτι που να μοιάζει ξανά αληθινό. Γιατί η αυθεντικότητα δεν αγοράζεται με χορηγίες ούτε με φίλτρα ούτε με απανωτά βίντεο κάθε μισή ώρα. Κι αν χαθεί ολοκληρωτικά από την εξίσωση, τότε το “influence” θα πάψει να έχει νόημα. Και οι influencers (ανθρώπινοι ή τεχνητοί) θα εξαφανιστούν σαν μόδα που πέρασε, αφήνοντάς μας να αναρωτιόμαστε αν όλο αυτό υπήρξε ποτέ στ’ αλήθεια…
➪ Ακολουθήστε το OLAFAQ στο Facebook, Bluesky και Instagram.