Την προηγούμενη Τρίτη, οι υπάλληλοι καθαριότητας του Αττικού Ζωολογικού Πάρκου εντόπισαν ένα λευκό τιγράκι κάτω από τους κάδους. Το τιγράκι ήταν μόλις 4 μηνών, θηλυκό και παράλυτο από τη μέση κάτω, ενώ κανείς δεν ξέρει από που προήλθε. Η εικασία του ιδρυτή του πάρκου, Ζαν Ζακ Λεσουέρ είναι ότι ίσως έχει έρθει με καράβι, καθώς αποκλείει το να βρέθηκε στην Ελλάδα είτε αεροπορικώς, είτε με αυτοκίνητο μέσω Ιταλίας, καθώς κάτι τέτοιο θα προϋπεθετε τον συνοριακό έλεγχο. Ο Λεσουέρ καταλήγει στην υπόθεση ότι το ζώο βρέθηκε με παράνομο τρόπο στην χώρα μας, καθώς κατόπιν δικής του έρευνας, στο διαδίκτυο υπάρχουν site που πωλούν λευκές τίγρεις. Συνεπώς έχουμε ξεκάθαρα να κάνουμε με μια περίπτωση παράνομου εμπορίου ενός άγριου ζώου.
Το πιο εξοργιστικό απ’ όλα είναι ότι ορισμένα άγρια ζώα πωλούνται ακόμα και στο Ίντερνετ «σε τιμή ευκαιρίας»: με λίγα μόνο κλικ μπορείς να αποκτήσεις ζωντανές τίγρεις, αρκούδες, ουρακοτάγκοι και χιμπατζήδες.
Το έγκλημα κατά της άγριας ζωής, η παράνομη θανάτωση, δηλητηρίαση, παγίδευση και εμπορία των ειδών, αποτελεί ομολογουμένως μια μεγάλη επιχείρηση, προκαλώντας αρνητικές επιπτώσεις στη βιοποικιλότητα σε όλον τον κόσμο.
Η εγκληματικότητα εις βάρος της άγριας πανίδας ελέγχεται από επικίνδυνα διεθνή δίκτυα, ενώ τα «προϊόντα» που αποτελούνται είτε από ζωντανά ζώα, είτε μέρη τους, διακινούνται όπως ακριβώς τα παράνομα ναρκωτικά και τα όπλα. Λόγω της φύσης του, είναι σχεδόν αδύνατο να ληφθούν αξιόπιστα στοιχεία για τις παράνομες δραστηριότητες. Οι εμπειρογνώμονες της TRAFFIC, του δικτύου παρακολούθησης του εμπορίου άγριας ζωής, εκτιμούν ότι ανέρχεται σε δισεκατομμύρια δολάρια.
Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα παραπάνω για τη βία προς τα ζώα σ’ ένα μελλοντικό κόσμο, απ’ ό,τι για τη βία ανάμεσα στους ανθρώπους
Ορισμένα παραδείγματα παράνομου εμπορίου άγριας ζωής είναι γνωστά, όπως η λαθροθηρία ελεφάντων για ελεφαντόδοντο και τίγρεων για τα δέρματα και τα οστά τους. Ωστόσο, αναρίθμητα άλλα είδη υφίστανται παρόμοια υπερεκμετάλλευση, από θαλάσσιες χελώνες μέχρι ξυλεία από τα δέντρα. Το εμπόριο ζωικών προϊόντων είναι έντονο. Κυριαρχεί το ενδιαφέρον για ελεφαντόδοντο, αλλά για όσους ενδιαφέρονται υπάρχουν ακόμη χαλιά από πολικές αρκούδες, δόντια από λεοπαρδάλεις χιονιού και φλιτζάνια από κέρατα ρινόκερου.
Ωστόσο, δεν είναι όλο το εμπόριο άγριας ζωής παράνομο. Άγρια φυτά και ζώα από δεκάδες χιλιάδες είδη αλιεύονται ή συλλέγονται από τη φύση και στη συνέχεια πωλούνται νόμιμα ως τρόφιμα, κατοικίδια, διακοσμητικά φυτά, δέρμα, τουριστικά σουβενίρ και φάρμακα. Το πιο εξοργιστικό απ’ όλα είναι ότι ορισμένα άγρια ζώα πωλούνται ακόμα και στο Ίντερνετ «σε τιμή ευκαιρίας»: με λίγα μόνο κλικ μπορείς να αποκτήσεις ζωντανές τίγρεις, αρκούδες, ουρακοτάγκοι και χιμπατζήδες.
. Ωστόσο, το εμπόριο άγριας ζωής κλιμακώνεται όταν αφορά είδη προς εξαφάνιση καθώς ένα αυξανόμενο ποσοστό του παράνομου εμπορίου αφορά κυρίως αυτή τη μερίδα ζώων, – απειλώντας άμεσα την επιβίωση πολλών ειδών στη φύση.
Σε γενικές γραμμές, το εμπόριο εξωτικών ζώων και ειδών είναι κατάλοιπο της αποικιοκρατίας. Όπως και σε πολλά άλλα πεδία της δυτικής κουλτούρας, η αποικιοκρατία γέννησε διάφορα φετίχ πλούτου, και μετέτρεψε μορφές ζωής (είτε ανθρώπινες είτε ζωικές και φυτικές) σε αντικείμενα επίδειξης πλούτου. Το ίδιο ισχύει και για το σημερινό εμπόριο άγριων ζώων, στο οποίο φαίνεται να εντάσσεται και το περιστατικό με την λευκή – σπάνια – Τίγρη. Ο Δυτικός που κατέχει ένα εξωτικό είδος, ειδικά άμα είναι παράνομο επιδεικνύει την ικανότητά του να κάμψει τα δίκτυα, τους νόμους και ταυτόχρονα τη φιλοσοφία του πως όλη η γη, οι πόροι της και η ζωή της είναι ένα ατελείωτο πεδίο προς εκμετάλλευση γι’ αυτόν και τίποτα άλλο. Η γοητεία του εξωτικού είδους στη δύση, αποικιοκρατική στον πυρήνα της, δημιουργεί μια αισθητικοποιημένη σύνδεση μεταξύ του πλούσιου επιχειρηματία και της πλούσιας γης (Της Αφρικής ή της Ασίας), μια αντίληψη που κρατάει στην Ευρώπη εδώ και τρεις αιώνες. Το ερώτημα όμως παραμένει; Πώς φέρουν σε πέρας αυτό το έργο κάποιοι; Τα διεθνή δίκτυα εμπορίας ζώων δεν θα μπορούσαν να λειτουργήσουν χωρίς τη συνεργασία ντόπιων, κατοίκων των πρώην απικιοκρατούμενων χωρών, οι οποίοι λόγω ακραίας φτώχειας, συνεργάζονται και ξεπουλάνε τον βιολογικό πλούτο της χώρας τους στους πρώην κατακτητές τους, συνεχίζοντας έτσι, τρόπον τινά, τη σχέση εκμετάλλευσης. Αυτός είναι και ο λόγος που η εμπορία ζώων δεν είναι απλά ένα ζήτημα που αφορά τα δικαιώματα των ζώων, αλλά και ένα πολιτικό ζήτημα που αφορά τη φυλή και τον ρατσισμό: το εμπόριο ζώων εξακολουθεί να προκαλεί στις αφρικανικές χώρες εσωτερικές πολιτικές έριδες καθώς αφορά στην ουσία αυτό: το αν με έμμεσους τρόπους η ανθρώπινη και φυσική αφαίμαξη αυτών των χωρών από τους Δυτικούς, συνεχίζεται.
Οι συνθήκες ζωής των ανθρώπων και των ζώων χειροτερεύουν μόνο κατά την έννοια ότι κεφαλαιοποιούνται.
Ο Γάλλος πολιτικός θεωρητικός Gilles Dauve ξεκινά με τον ισχυρισμό ότι «δεν είναι μόνο οι μάζες που υποφέρουν από την αυξανόμενη καταπίεση και τη φτώχεια, που όλο και εξαπλώνεται, αλλά και τα ζώα σφάζονται και βασανίζονται περισσότερο από ποτέ». Η ζωή, λέει, έχει χειροτερέψει καθώς ποτέ οι άνθρωποι δεν ήταν τόσο εξαρτημένοι από κάτι πέρα από αυτούς και μέχρι τώρα, ανίκανοι ή απρόθυμοι να αλλάξουν την κατάσταση. Όπως έλεγε η Καταστασιακή Διεθνής, αυτό που μετράει είναι «η κριτική στον πλούτο που παρέχεται από την κοινωνία και όχι στη φτώχεια η οποία επιβάλλεται σε μας». Επειδή όπως λένε «και τα δύο πάνε μαζί».
Όπως ακριβώς η εκμετάλλευση των ζώων, έτσι και ο σεξισμός και ο ρατσισμός, είναι απαραίτητα συστατικά (στοιχεία) του καπιταλισμού. Αλλά μόνο όταν τα χρειάζεται. Περιοδικά, τα αχρηστεύει, τα αντικαθιστά με καλύτερα προσαρμοσμένες μορφές. Ο ανεπίσημος ή θεσμικός ρατσισμός πάντα θα επιβιώνει σε κάποιες καπιταλιστικές χώρες, αλλά δεν είναι πουθενά απαραίτητος στο Κεφάλαιο.
Ζούμε ανάμεσα σε δυο όνειρα ή εφιάλτες. Ο τεχνολογικός μύθος του «Όλα είναι πιθανά» από τη μία, τον οποίο οι «φυσικές καταστροφές», φρικτές καθώς είναι, διαλύουν αυτές τις πεποιθήσεις από καιρού εις καιρόν. Και ο μύθος της Μάνας Φύσης από την άλλη, συνήθως πιο εύπεπτος αλλά συχνά το ίδιο παράλογος: δεν υπάρχει επιστροφή (σε πιο σημείο;). Η φύση δεν είναι μη βίαιη. Ούτε η ανθρωπότητα. Καμιά ζωή δε θα ήταν τόσο γλυκιά, ώστε να εξαλείψει οποιαδήποτε πιθανότητα επιθετικότητας. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα παραπάνω για τη βία προς τα ζώα σ’ ένα μελλοντικό κόσμο, απ’ ό,τι για τη βία ανάμεσα στους ανθρώπους. Χωρίς αμφιβολία, η εξέλιξη της δεύτερης θα επηρεάσει την πρώτη: μια κοινωνία στην οποία οι άντρες και οι γυναίκες δε θα φυλακίζουν τους εαυτούς τους σε κελιά, δε θα φυλακίζει πια και άλλα όντα, όπως έκανε στο παρελθόν.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι πως αν ο βιασμός είναι απίθανο να συμβεί, δε θα συμβαίνει επειδή οι άντρες θα απέχουν απ’ αυτόν για το κοινό καλό ή επειδή θα αποφασίσουν να μην προκαλούν πόνο στις γυναίκες, αλλά γιατί δε θα αισθάνονται την ανάγκη να τον διαπράξουν. Το μόνο που ξέρουμε είναι πως ένας άλλος τρόπος ζωής είναι επιτακτικός, όπου δε θα χρειάζεται πολλές από τις φρίκες του παρόντος και του παρελθόντος, γιατί οι άνθρωποι δε θα θέλουν ή δε θα έχουν την ανάγκη να τις διαπράξουν. Ας μη ζητάμε άλλες εγγυήσεις: δε θα υπάρξουν και δε θα μπορούσαν να υπάρξουν.
Η μοίρα των θυμάτων -είτε αυτά είναι άνθρωποι, είτε είναι ζώα- θα μπορούσε να αλλάξει απ’ αυτά στα οποία έχει θεμελιωθεί. Οι πριμιτιβιστές Camatte και F.Perlman, ξεκινούν από το γεγονός ότι υπάρχει κυριαρχία πάνω σ όλα: βλέπουν την κοινωνία σαν να στηρίζεται πάνω στον έλεγχο (του οποίου η παραγωγή είναι μονάχα ένα κομμάτι) της κάθε μορφής ζωής. Συνεπώς, το κοινό στοιχείο ανάμεσα σε ανθρώπους και ζώα έχει μεγαλύτερη σημασία απ’ ό,τι η διαφορά τους. Εμμένουμε στην άποψή μας πως ο καπιταλισμός κυριαρχεί και πως το Κεφάλαιο βασίζεται στην εργασία που παράγει αξία.
Στις μέρες μας, υπάρχει τόση φρίκη στην πολιτικά ορθή, ζαχαρένια εικόνα της αγάπης για τα ζώα την οποία αυτή η κοινωνία εμφανίζει, όση και στις σφαγές οι οποίες πραγματοποιούνται πίσω από τους ψηλούς τοίχους (των σφαγείων). Γιατί ο μέσος νεαρός αστός της Δυτικής Ευρώπης στις αρχές του 21ου αιώνα μισεί την εικόνα ενός ντυμένου στα χακί άντρα που έχει βγει για να κυνηγήσει κουνέλια ή πάπιες; Η γνώση της φύσης, οι οικολογικές ανησυχίες και οι αντιδράσεις για την καταπίεση των ζώων δεν είναι ενδείξεις μιας ανθρωπότητας η οποία τελικά αρχίζει να συνειδητοποιεί τη σύγκρουσή της με το υπόλοιπο του πλανήτη, αλλά είναι αποτέλεσμα της αναγκαιότητας του Κεφαλαίου να σκεφτεί συνολικά και να λάβει υπ’ όψη του τόσο το παρόν όσο και το παρελθόν, από τους ναούς των Maya μέχρι τις φάλαινες και τα γονίδια.
Συνεπώς, η αντιμετώπιση του εγκλήματος κατά της άγριας ζωής αποτελεί τη μεγαλύτερη άμεση απειλή για το μέλλον πολλών από τα πιο απειλούμενα είδη στον κόσμο καθώς είναι η δεύτερη μετά την καταστροφή των οικοτόπων απειλή κατά της επιβίωσης των ειδών. Εντούτοις, μόνος ριζικός τρόπος να αντιμετωπιστεί αυτό, είναι να συνειδητοποιήσουμε σε μια πρώτη φάση ότι το ζήτημα των ζώων μπορεί να τεθεί μόνο ως ζήτημα των ανθρώπων.